Το πολύπλευρο και ποικιλόμορφο έργο του Ν. Καζαντζάκη, αντίστοιχο με την πολυδιάστατη και, κάποτε, αντιφατική προσωπικότητά του, έχει εξίσου ποικιλότροπα απασχολήσει την κριτική ως σήμερα και έχει γίνει αντικείμενο αντιθετικών κρίσεων και αποτιμήσεων.
Η συγγραφική του δημιουργία, εκτεινόμενη από το μυθιστόρημα και το ταξιδιωτικό διήγημα στο δράμα και στην αυτοβιογραφία, από τη δημοσιογραφία στην ποίηση και στην επιστολογραφία, από το φιλοσοφικό δοκίμιο στη λογοτεχνική μετάφραση, παρουσιάζει αντιπροσωπευτικά λαμπρά δείγματα του είδους που υπηρετεί κάθε φορά. Ανάλογη είναι και η πορεία της σκέψης του, η οποία κινείται από τον εθνικισμό στον διεθνισμό, από τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό στον απολιτικό ατομικισμό, από τη θρησκεία στην αθεΐα, από τον μηδενισμό στον διονυσιακό αισθησιασμό.
Αντλεί ιδέες και έννοιες από ετερόκλητες θρησκείες και ιδεολογίες, φιλοσοφικές θεωρίες και πολιτικά συστήματα, δημιουργώντας μια προσωπική σύλληψη που συνδυάζει στοιχεία του χριστιανισμού και του βουδισμού, του μπερξονισμού και του νιτσεϊσμού, της θεοσοφίας και του υλισμού, σε αμαλγαματικής δομής σύνθεση πολυπολιτισμικής και διακειμενικής προέλευσης και εκλεκτικιστικής υφής, που θέτει προβλήματα ως προς την κατανόηση και αξιολόγησή της στο ευρύ κοινό των μη ειδικών αναγνωστών.
* Πέρα από αφορισμούς
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η όποια διατυπωνόμενη άποψη μπορεί να είναι περιοριστική και σχηματοποιημένη, αν επικεντρώνεται σε ένα μόνο είδος ή μέρος της δημιουργίας του (συνήθως τη λογοτεχνική) και σε μία περίοδο της ζωής του.
Ενδεικτικά και μόνο μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο απλός αναγνώστης (ή ακόμη και ο ειδικός μελετητής) που θα επιχειρήσει να δώσει απάντηση στο ακανθώδες ερώτημα για τη θρησκευτικότητα του Καζαντζάκη, περιοριζόμενος στα γνωστά του «χριστολογικά» ή «θρησκευτικά» μυθιστορήματα («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο φτωχούλης του Θεού») ή στα θεατρικά του «Χριστός», «Σόδομα και Γόμορρα», μοιραία θα αποκόμιζε διαφορετική άποψη από ό,τι αν μελετούσε τα «φιλοσοφικά δοκίμια» («Ασκητική», «Συμπόσιο»), πιο περιορισμένη ίσως αν στα προηγούμενα προσέθετε και τη μελέτη των επιστολών του (ενδεικτικά προς τους: Π. Πρεβελάκη, Γαλάτεια και Ελένη Καζαντζάκη, Αιμ. Χουρμούζιο, Κ. Μητσοτάκη, Β. Knos κ.ά.).
Οπως λοιπόν διαπιστώνεται ήδη από την αρχή, η γενικευμένη αποδοχή μιας κρίσης για την καζαντζακική θεολογία υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια ενός αφοριστικού λόγου, του τύπου «άθεος» ή μη, και εμπλέκεται στους δαιδάλους της φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψης του 20ού αιώνα, η οποία απέχει κατά πολύ από τη δογματική αντιμετώπιση μιας οποιασδήποτε κληρικαλιστικής προσέγγισης.
Για μια απλή ενημέρωση του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, διακειμενικά διαλεγόμενη με τις φράσεις του ίδιου του Καζαντζάκη, αλλά και με απόψεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί από μελετητές και έχουν αυτόνομα δημοσιευθεί, ή περιέχονται σε πλήθος από αφιερώματα περιοδικών, ή τέλος έχουν υποστηριχθεί ως διδακτορικές διατριβές σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, αναφέρονται τα ακόλουθα, που συμβάλλουν (θέλω να ελπίζω) στη δημιουργία μιας έγκυρης (αλλά ίσως όχι και μοναδικής) ανάγνωσης της καζαντζακικής θεολογίας.
Ο μεταφυσικός προβληματισμός και ο αντίστοιχος χαρακτηρισμός της σκέψης και του έργου του Καζαντζάκη συνιστούν αδιαμφισβήτητες αξίες, ποικιλότροπα ερμηνεύσιμες από τους μελετητές. Τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη διαπραγμάτευση εννοιών μεταφυσικού, γνωσιοθεωρητικού και υπαρξιακού χαρακτήρα, που ανέκαθεν απασχολούν το ανθρώπινο πνεύμα. Ο χαρακτηρισμός του λοιπόν ως «διανοητή», «στοχαστή», «λογοτέχνη φιλοσόφου» ή «θρησκευτικού φιλοσόφου» συνοδεύει σταθερά κάθε απόπειρα κατηγοριοποίησης της προσωπικότητάς του.
* Εκφραση της ελευθερίας
Δύο είναι τα βασικά ζητούμενα που σχετίζονται με την παράμετρο που μας απασχολεί:
ι. αν υπάρχει Θεός ή όχι·
ιι. σε καταφατική περίπτωση, με ποια μορφή παρουσιάζεται, πώς μπορεί να γίνει αντιληπτός από τον άνθρωπο και ποια είναι η σχέση που τους ενώνει.
Σε μια πρώτη στιγμή της διαλεκτικής ανέλιξης της σκέψης του (που δεν ταυτίζεται καθόλου χρονολογικά ούτε συγγραφικά με την ηλικία του), η ύπαρξη και παρουσία του Θεού θεωρείται αδιαμφισβήτητη, απόλυτα εναρμονισμένη με το βασικό ζητούμενο στο έργο του, την ελευθερία.
Ο Θεός λοιπόν εκλαμβάνεται ως η πλήρης έκφραση της ελευθερίας:
«Αυτό θα πει ελευτερία! Ποιος είναι λεύτερος αν σε ρωτήσουν, φράτε Λεόνε, τι θα πεις; Αυτός που είναι σκλάβος του Θεού! Ολες οι άλλες ελευτερίες είναι σκλαβιές!». («Ο φτωχούλης του Θεού»)
Στην εναγώνια αναζήτηση της ελευθερίας, όμως, το ανθρώπινο πνεύμα διαπιστώνει ότι προοδευτικά η αποδοχή ύπαρξης του Θεού δημιουργεί εμπόδια τα οποία πρέπει να ξεπεραστούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο μοναδικός στόχος: η ελευθερία.
«[…] ήρθε ο καιρός, έλεγα αυθαδιάζοντας, ήρθε ο καιρός ο άνθρωπος να δεχτεί μέσα στην καρδιά του όλους τους αγώνες κι όλες τις ελπίδες κι αυτός, χωρίς να περιμένει από το Θεό να βάλει τάξη στο χάος». («Αναφορά»)
Τα εμπόδια αυτά προκύπτουν από τη μεταφυσική εξάρτηση που αισθάνεται ο άνθρωπος όταν πιστεύει στον Θεό, γιατί από αυτήν προκύπτουν ο φόβος και η ελπίδα για μια πιθανή μελλοντική τιμωρία ή ανταμοιβή. Γι’ αυτό επαγγέλλεται το ξεπέρασμα του φόβου και της ελπίδας, άρα και του Θεού:
«Πώς μπορεί να’ ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Οποιος ελπίζει φοβάται τη ζωή τούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού». («Αναφορά»)
«Υστερα από τόσα χρόνια αγωνίας και αγώνα, απαλλάχτηκε ο Σαίξπηρ από κάθε ελπίδα, και επειδή απαλλάχτηκε από κάθε ελπίδα, απαλλάχτηκε και από κάθε φόβο. Εγινε λεύτερος». («Ταξιδεύοντας» – Αγγλία)
* Ο «θάνατος του θεού»
Ο «θάνατος του Θεού», όπως τον είχε πρώτος επαγγείλει ο Fr. Nietzsche, γίνεται αποδεκτός από τον Καζαντζάκη και, για μια μεγάλη περίοδο της ζωής και του έργου του, αποτελεί δόγμα ποικιλότροπα εκφερόμενο από τους ήρωες των έργων του:
«Εσπασαν τα είδωλα και είδαν: ξύλα και πέτρες. Εσπασαν τις ιδέες και είδαν: γεμάτες αέρα. Ζύγωσαν το Θεό και είπαν: είναι ο Θεός ο γιος του φόβου, δεν είναι ο πατέρας του φόβου και ξεφοβήθηκαν. Εγραψαν σε χοντρά χρυσά γράμματα απάνω από τις τέσσερεις καστρόπορτες της πολιτείας: ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ». («Σόδομα και Γόμορρα»)
Το κενό που απομένει από τον «θάνατο του Θεού» αναπληρώνει ο ίδιος ο άνθρωπος, που κατ’ αυτόν τον τρόπο υποκαθιστά την υπέρτατη δύναμη, αποκτώντας και εκφράζοντας ιδιότητες εκείνης.
Μακριά από κάθε πίστη, πέρα από κάθε μεταφυσικό στήριγμα (ελπίδα – φόβο), ο άνθρωπος ανακαλύπτει την ελευθερία στο «εδώ» και «τώρα» της δικής του πραγματικότητας και την κατακτά με τη βοήθεια της «ποιοτικής» και όχι «ποσοτικής» σημασιοδότησης του χρόνου (σύμφωνα με την μπερξονική άποψη που υιοθετεί ο Καζαντζάκης).
«[…] ξέρω τι θα πει αιωνιότητα. Είναι «ποιότητα», δεν είναι «ποσότητα», αυτό ‘ναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό». (Γράμμα στον Πρεβελάκη)
«Η ζωή είναι σύντομη, η ζωή δεν είναι πάρα μια στιγμή, ας μην αφήσουμε τη στιγμή να σβήσει άχρωμη και αδειανή. Ποιο είναι το χρέος μας; να μετουσιώνουμε τη στιγμή σε αιωνιότητα». («Ο βραχόκηπος»)
Αυτή η λυτρωτική σύλληψη της «στιγμιαίας ελευθερίας» διαπιστώνεται όμως και πάλι ότι δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση στην εναγώνια αναζήτηση που διακατέχει το πνεύμα του.
«Ηθελε λέει να ‘ναι λεύτερος, σκοτώστε τον», ο υπότιτλος του μυθιστορήματος «Αδερφοφάδες» εκφράζει παραστατικά αυτή την εσωτερική αντίφαση της ίδιας της έννοιας της ελευθερίας, που οδηγεί (κατά σπειροειδή τρόπο) στη διαλεκτική επαναφορά στην αρχική θέση (ύπαρξη του Θεού), με ένα νέο όμως ποιοτικά ανασημασιοδοτημένο περιεχόμενο.
Η ύπαρξη του Θεού δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτό όμως που συζητείται είναι η συγκεκριμένη μορφή, οι ιδιότητες και ο τρόπος έκφρασης του υπερτάτου όντος, το οποίο εμφανίζεται διαφορετικό και ασύμβατο προς τη χριστιανική θεολογία. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η διάσταση του «προλετάριου Θεού» που:
«θα συντρίψει όλα τα φρικώδη άτιμα πολιτικά, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά είδωλα και θα κηρύξει μια νέα ελευθερία στον κόσμο». (Επιστολές στη Γαλάτεια)
Ή ακόμη του ίδιου του προσώπου του Ιησού Χριστού με ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (όπως ενδεικτικά παρουσιάζεται στον «Τελευταίο πειρασμό»).
* Η εικόνα του «Αόρατου»
Κατά πολύ διαφορετική όμως είναι η ποιητικά μορφοποιημένη εικόνα του Θεού, που μας παρουσιάζει ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική» και, στη συνέχεια, μέσα από ποικίλες λογοτεχνικές εκδοχές, διατρέχει όλο το εύρος της δημιουργίας του. Είναι αυτή που αποκαλεί «Αόρατο». Πρόκειται για μια ασυνειδητοποίητη δύναμη που εμψυχώνει την ύλη και σταδιακά ξεδιπλώνεται μέσα από τη διαρκή εξέλιξη των ειδών, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τις δεσμεύσεις της και να οδηγηθεί στην αυτογνωσία:
«Ενας Αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, στους ανθρώπους, και μάχεται για λευτεριά». («Αδερφοφάδες»)
«Ολοι, θέλοντας και μη, ξέροντάς το και μη φυτά, ζώα, ανθρώποι κι ιδέες μαχόμαστε για τη σωτηρία του Θεού». (Γράμμα στην Ελένη Καζαντζάκη)
«Μέσα απ’ όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια πνιγμένος στα δάκρυα και τα αίματα κι αγωνίζεται να σωθεί». («Ασκητική»)
Ο άνθρωπος γίνεται λοιπόν συνεργάτης και βοηθός του Θεού, τον σώζει και ταυτόχρονα σώζεται («Salvatores Dei» είναι ο υπότιτλος της «Ασκητικής») δημιουργώντας μια αμφίδρομη σχέση: από τη μια ο άνθρωπος με τη συνειδησιακή του λειτουργία λυτρώνει τον Θεό, ενώ από την άλλη μετέχοντας στη θεϊκή ουσία κατακτά, σε έναν υπέρτατο βαθμό, την ελευθερία, πρωταρχικό ζητούμενο (κατά τον Καζαντζάκη) της ύπαρξής του.
Η προέλευση παρόμοιων απόψεων ανάγεται στον μυστικισμό του J. Bohme και στον αντικειμενικό ιδεαλισμό του Fr. Schelling, ενώ ταυτίζεται απόλυτα με τη «ζωική ορμή» του Η. Bergson, φιλοσόφου του οποίου η επίδραση στη σκέψη του Καζαντζάκη υπήρξε καταλυτική.
Αυτή η εικόνα του «μαχόμενου Θεού», του «Αόρατου», είναι που διατρέχει το έργο του και εκφράζει χαρακτηριστικά τη θεολογία του.
Μπορεί να διαφέρει από τη θεολογία του χριστιανικού δόγματος, μπορεί να διακρίνεται από οντολογικές, μεταφυσικές ή γνωσιοθεωρητικές αντιφάσεις, συγκρινόμενη με τις αντίστοιχες απόψεις και τα συστήματα των φιλοσόφων από τους οποίους ο Καζαντζάκης αντλεί τις ιδέες του. Είναι όμως απόλυτα συμβατή με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του. Γιατί εκείνος δεν ήθελε να είναι ο συστηματικός φιλόσοφος, ο οποίος επιχειρεί να κατανοήσει και να διατυπώσει με διανοητικές συλλήψεις και εννοιολογήματα την οποιαδήποτε «αλήθεια» με ένα κλειστό ερμηνευτικό σχήμα. Προτιμούσε να είναι ο «στοχαστής», ο «φιλόσοφος καλλιτέχνης», που με ποιητικές εικόνες και σύμβολα, με λογοτεχνικό ύφος και διάθεση, μέσα από αντιφάσεις και ασυνέπειες (κατά το πρότυπο του άλλου δασκάλου του, του Fr. Nietzsche), προσπαθεί να εκφράσει τις βαθύτερες συλλήψεις του πνεύματός του και να εξωτερικεύσει τις ιδέες του για τη ζωή και τον θάνατο, τον Θεό και τον άνθρωπο, με έναν τρόπο προσωπικό και βιωματικό:
«Λυπούμαι, θέλω να πω χαίρουμαι, που δεν έχω κι εγώ καμιά καραμέλα να πιπιλίζω, όπως όλοι οι άλλοι και να γλυκαίνω τα χείλη μου… τα δάχτυλά μου όταν γράφω δεν μελανώνονται, ματώνουν. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια ψυχή απροσκύνητη που δεν καταδέχεται να πιπιλίζει καραμέλες». (Γράμμα στον Μ. Δημάκη)
* Συνείδηση θρησκευτική
Θα ήταν λοιπόν λάθος αν προσπαθούσαμε να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε το εύρος και τον πλούτο της σκέψης του με τρόπο μονοσήμαντο και ισοπεδωτικό. Θα ήταν ακόμη αφέλεια, δηλωτική άγνοιας, να του προσάψουμε κρίσεις και χαρακτηρισμούς δογματικού λόγου, του τύπου «άθεος» ή «μηδενιστής», που στατικοποιούν και συρρικνώνουν τη δυναμική και διαρκώς ανελισσόμενη προσωπικότητά του:
«Γράφετε ότι ο Καζαντζάκης είναι ένας απελπισμένος. Αυτό είναι απόλυτα λαθεμένο. Είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση που γίνεται στο έργο μου. Δεν ξέρω πώς να εκφραστώ για να γίνω κατανοητός, μα βαθιά ζω τούτο: Μονάχα πέρα από την απόλυτη απελπισιά βρίσκεται η πόρτα της απόλυτης ελπίδας. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν μπόρεσε ν’ ανέβει το φοβερό μονοπάτι που βρίσκεται πάνω από την άκρα απελπισιά. Αυτός αναγκαστικά είναι αγιάτρευτα απελπισμένος. Ο άλλος, αυτός που μπόρεσε ν’ανέβει το σκαλοπάτι, αυτός μονάχα ξέρει τι θα πει απόρθητη χαρά κι αθανασία». (Γράμμα στον Γ. Χατζίνη)
Μέσα από τη λογοτεχνική δημιουργία, μέσα από τις εσωτερικές αντιφάσεις του, μέσα από τις ετερόκλητες εμπειρίες της ζωής του, ο Καζαντζάκης σταθερά και αδιάλειπτα βάδιζε τον δρόμο προς τη γνώση και την ελευθερία, αντιπροσωπεύοντας με την ίδια τη ζωή του τις ιδέες του, που όχι μόνο δεν είναι ασύμβατες με την αποδοχή ύπαρξης του υπερτάτου όντος, αλλά εκφράζουν μια συνείδηση βαθύτατα θρησκευτική:
«Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση: Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: Μου δώσατε μια κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή. Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου, και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». (Γράμμα στον Π. Πρεβελάκη)