άτιρα: λόγος οργής και αγάπης» ήταν το θέμα του 13ου διημέρου λόγου που διοργάνωσε το άξιο περιοδικό Πόρφυρας στον «Κήπο του Λαού» στην πόλη της Κέρκυρας, τον περασμένο μήνα. Οι τρεις διαλέξεις που αποτέλεσαν το επιστημονικό υλικό του συνεδρίου αφορούσαν τη σχέση της σάτιρας με την παρωδία (Δημήτρης Αγγελάτος), τη λειτουργία της σάτιρας (Γιώργος Κεντρωτής) και τα προβλήματα που θέτει η σάτιρα ως είδος σε σχέση με την ορολογία της κριτικής (Κατερίνα Κωστίου). Τη δεύτερη βραδιά διαβάστηκαν σατιρικά κείμενα από την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία.


Αξιοσημείωτο είναι ότι για το ιδιαίτερα σημαντικό θέμα της σάτιρας ο νεοελληνικός γραμματολογικός χώρος είναι πολύ φτωχός, εφόσον τα θεωρητικά εργαλεία που έχει ο μελετητής στα χέρια του είναι ελάχιστα. Ασφαλώς, η πρωτεϊκή φύση της σάτιρας, που της επιτρέπει να αλλάζει σε κάθε εποχή πρόσωπο και να μεταλλάσσεται στήνοντας παγίδες στους μελετητές, επιβάλλει τη συστηματική μελέτη της.


Η σάτιρα, ενώ ως λογοτεχνική έκφραση υπάρχει από την αρχαιότητα, ως αντικείμενο μελέτης στον χώρο της φιλολογίας έχει ιστορία μόνο λίγων δεκαετιών, και τούτο γιατί ως τις αρχές του αιώνα μας το κέντρο βάρους έπεφτε στην κωμωδία, της οποίας η σάτιρα θεωρούνταν μόνο μια πλευρά και όχι η σημαντικότερη. Η πρώτη δυσκολία έγκειται στον ορισμό της σάτιρας: κανένας από τους ορισμούς που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί δεν μπορεί να στεγάσει την πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία ενός όρου που από τη μια μεριά σηματοδοτεί ένα είδος λογοτεχνίας και από την άλλη έναν τόνο του λόγου που μπορεί να εκφραστεί μέσα από ποικίλα λογοτεχνικά είδη. Σε συνάφεια με αυτήν τη δυσκολία προέκυψε για τη θεωρία το κρίσιμο ερώτημα αν η σάτιρα αποτελεί λογοτεχνικό είδος (με την αριστοτελική έννοια του όρου) ή όχι. Εξετάζοντας την ποικίλη και ογκώδη βιβλιογραφία γύρω από την έννοια μπορεί να πει κανένας με βεβαιότητα ότι η σάτιρα ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος αφορά μόνο τη ρωμαϊκή λογοτεχνική πρακτική, ενώ η σάτιρα των επόμενων ετών είναι ένας τόνος του λόγου, μια μορφή λόγου που μπορεί να εκφραστεί μέσα από διάφορα λογοτεχνικά είδη.


Η συνύπαρξή της, ωστόσο, και η σύγχυσή της εκ μέρους της κριτικής με συναφείς αλλά όχι ταυτόσημους όρους, όπως η ειρωνεία, το χιούμορ, η κωμωδία, ο σαρκασμός, η παρωδία κλπ., επιβάλλει την εμπεριστατωμένη μελέτη τόσο της σάτιρας όσο και των άλλων σκοτεινών και ασαφών, για τα ελληνικά δεδομένα, όρων. Η ανάγκη αυτή γίνεται επιτακτικότερη αν συνυπολογισθούν οι παρανοήσεις όπου συχνά έχει οδηγηθεί η κριτική και η φιλολογία, σε σχέση με το ήθος ή τη λειτουργία του όρου.


Ενα επίμαχο σημείο σε σχέση με τη λειτουργία της σάτιρας είναι ο προσδιορισμός της νόρμας στην οποία στηρίζεται. Οι περισσότεροι μελετητές φαίνεται να συγχέουν τις νόρμες με τις θετικές αξίες τις οποίες ενδέχεται να στεγάζει ένα σατιρικό κείμενο. Καθώς τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προκύψει αγεφύρωτες διχογνωμίες γύρω από την ανάγνωση ενός κειμένου και η εμπιστοσύνη στον αφηγητή έχει κλονιστεί, ο καθορισμός της νόρμας φαίνεται να είναι κρίσιμος για την ανάγνωση.


Επίσης, το αρνητικό ήθος της σάτιρας έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αντικρουόμενων μελετών αλλά και κοινόχρηστο όπλο στα χέρια των εχθρών της, διότι, τις περισσότερες φορές, κατά την προσέγγισή της, οι κανόνες που διέπουν την ανάγνωσή της ως κειμένου ασφυκτιούν κάτω από το βάρος μιας κοινωνιολογικής οπτικής. Ιδίως στον 20ό αιώνα όπου το ενδιαφέρον εστιάζεται στη γραφή και όχι (μόνο) στο ενδεχόμενο ιδεολογικό στίγμα, η παραδοσιακή προσέγγιση της σάτιρας αποδεικνύεται τελείως ανεπαρκής. Επιπλέον, η χρήση της ειρωνείας ως κατεξοχήν εργαλείου της μοντέρνας σάτιρας καθιστά όχι μόνο το ήθος της δυσερμήνευτο αλλά και την αποκωδικοποίησή της περίπλοκη ή σκοτεινή.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σάτιρα αποτελεί πεδίο συγκρούσεων αλλά και αντιφάσεων. Θεωρητικά σχήματα που φαίνονται άψογα μέσα στη θεωρητική τους απομόνωση πολλές φορές αποδεικνύονται άχρηστα όταν εφαρμοστούν στα ίδια τα κείμενα. Επομένως, τα ίδια τα σατιρικά κείμενα πρέπει να αποτελέσουν το σημείο εκκίνησης για τη μελέτη της σάτιρας στον νεοελληνικό χώρο.


1. Σημαντικό βοήθημα αποτελεί η συναγωγή ομιλιών που έγιναν στην «Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας» από τις 23 Ιανουαρίου ως τις 3 Απριλίου 1979 με τον γενικό τίτλο Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Αθήνα 1979. Ως προς τις μεταφράσεις, υπάρχει η ελλιπής μελέτη που εξέδωσε ο αγγλικός εκδοτικός οίκος Methuen: Arthur Pollard, Σάτιρα (μετάφραση: Θεοχάρης Παπαμάργαρης) στη σειρά «Η γλώσσα της κριτικής» του εκδοτικού οίκου «Ερμής», 1972. Η λοιπή βιβλιογραφία περιορίζεται σε σχόλια γύρω από τη σατιρική πλευρά του έργου κάποιων συγγραφέων, κυρίως σε βιβλιοκρισίες, ενώ δεν έχουν συγκεντρωθεί σε έναν τόμο οι μόνες αξιόλογες θεωρητικές μελέτες για τη σάτιρα, αυτές δηλαδή των σατιρικών συγγραφέων του 19ου αιώνα (Α. Σούτσου, Ανδρέα Λασκαράτου, Εμμανουήλ Ροΐδη κ.ά.).


2. Βλ. ενδεικτικά Κ. Θ. Δημαράς, «Από τη σάτιρα στην ευθυμογραφία», στον τόμο Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα, ό.π., σ. 307 και 322-323Ω Γ. Π. Σαββίδης, «Γιώργος Σεφέρης», Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα, ό.π., σ. 276. Η άποψη που εκφράζεται και στις δύο περιπτώσεις αποδεικνύει μια περιορισμένη και άρα παρωχημένη αντίληψη για τη σάτιρα, που ουσιαστικά είναι η αντίληψη του 19ου αιώνα.


Η κυρία Κατερίνα Κωστίου είναι διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.