Εορτάζουμε εφέτος το «ευρωπαϊκό έτος γλωσσών». Τιμούμε δηλ. με διάφορες εκδηλώσεις (ομιλίες, συζητήσεις, μελέτες, αναφορές, εκτιμήσεις κ.λπ.) τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη, τιμώντας στην πραγματικότητα τους λαούς που μιλούν αυτές τις γλώσσες και τον πολιτισμό αυτών των λαών, όπως δηλώνεται μέσα από τη γλώσσα τους τα γραπτά κείμενά τους και την προφορική τους παράδοση. Γιατί η γλώσσα είναι το πιο εμφανές γνώρισμα τής εθνικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας ενός λαού και, μέσα από τα γραπτά κείμενα, το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα τού πολιτισμού ενός λαού, αυτό που ξεπερνάει τον χρόνο και τον χώρο.
Η Ενωμένη Ευρώπη, η οποία αποτελεί ένα κεφαλαιώδες πολιτικό γεγονός τού σύγχρονου κόσμου μετά την κατάρρευση τού ανατολικού συνασπισμού, είναι από τη φύση της θεσμός πολυεθνικός, άρα και πολυπολιτισμικός και, κατ’ ανάγκην, πολυγλωσσικός. Αν η Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι χοάνη αφομοίωσης και αποπροσωποποίησης των λαών που εντάσσονται σ’ αυτήν· αν, όπως πιστεύεται, είναι ένωση και συνεργασία εθνών τής Ευρώπης που διατηρούν τη διαφορετικότητά τους και τις εθνικές τους επιλογές (στον πολιτισμό, στην παιδεία, στον τρόπο ζωής, στη νοοτροπία, στη θρησκευτική τους πίστη κ.λπ.), τότε η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι, εξ ορισμού, και χώρος συνάντησης περισσοτέρων γλωσσών, των γλωσσών που μιλούν οι λαοί οι οποίοι απαρτίζουν την Ενωμένη Ευρώπη.
Κύρια πρόκληση για τους πολίτες τής Ενωμένης Ευρώπης, η πιο χαρακτηριστική, η πιο πνευματική και ηθικά η πιο ανιδιοτελής, είναι η πρόκληση τής πολυγλωσσίας: η πρόκληση, τα κίνητρα και η δημιουργία δυνατοτήτων να μάθουν οι πολίτες τής Ευρώπης περισσότερες γλώσσες, ώστε να γνωρίσουν, να καταλάβουν και να εκτιμήσουν βαθύτερα και ουσιαστικά, μαθαίνοντας τη γλώσσα τους, τον πολιτισμό, τη νοοτροπία και την ανθρώπινη διάσταση των λαών με τους οποίους ζουν μαζί, συνεργάζονται και συναποφασίζουν για ποικίλα θέματα. Δεν υπάρχει πιο άμεσος, πιο ουσιαστικός και πιο σύντομος δρόμος να γνωρίσεις έναν λαό από το να μάθεις τη γλώσσα του. Γιατί η γλώσσα κάθε λαού είναι ο τρόπος που βλέπει, συλλαμβάνει, ταξινομεί και δηλώνει τον κόσμο. Κάθε εθνική γλώσσα είναι και μια άλλη ταξινομία τού κόσμου, μια άλλη προσέγγιση, ένα σύνολο επιλογών, που δίνει ξεχωριστή αξία σε κάθε γλώσσα, την αξία που έχει καθ’ εαυτήν η συλλογική έκφραση ενός λαού, η εθνική του λαλιά. Κάθε εθνική γλώσσα είναι μια αυταξία, αντικείμενο μελέτης και σεβασμού από τους άλλους λαούς. Και, όπως λέμε οι γλωσσολόγοι, δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες γλώσσες· υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι που εκφράζονται διαφορετικά μέσα από τις δυνατότητες που δίνει στον άνθρωπο το κυριότερο βιολογικό του γνώρισμα: η νόηση και η έκφραση τής νόησης, η γλώσσα. Η μόνη διάκριση, που από την πράξη μπορεί να γίνει και γίνεται, είναι η διάκριση σε πολιτισμικά (λογοτεχνικά, φιλολογικά και επιστημονικά) περισσότερο ή λιγότερο καλλιεργημένες γλώσσες. Σε γλώσσες οι οποίες σε μια περίοδο τής ιστορίας τής χρήσης τους έδωσαν ή πήραν γλωσσικά στοιχεία (λέξεις κυρίως που αποτελούν τα λεγόμενα «λεξιλογικά δάνεια»), πράγμα που συμβαίνει πάντοτε στη συνάντηση λαών και πολιτισμών. Ετσι λ.χ. παλιότερα η Ελληνική και η Λατινική, πρόσφατα η Αγγλική για να αναφερθούμε σε λίγα μόνον παραδείγματα τέτοιων γλωσσών έδωσαν ή δίνουν λέξεις που τις χρησιμοποιούν οι ομιλητές άλλων γλωσσών. Αυτό δεν είναι ούτε μειωτικό, ούτε ολέθριο, φτάνει μόνο να γίνεται σε περιορισμένη έκταση, ώστε να μην αλλοιώνεται η σύσταση τής γλώσσας που λειτουργεί ως λήπτης και να γίνεται κατά τρόπον που να εξυπηρετεί πραγματικές επικοινωνιακές ανάγκες και όχι επίπλαστες (λόγους επίδειξης, ξενομανίας ή γλωσσικού γοήτρου που εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες).
Τέλος, η πρόκληση τής πολυγλωσσίας γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία σε ευρύτερη κλίμακα με την ευρύτερη συνάντηση των λαών που πραγματοποιείται στα χρόνια μας, με την περίφημη παγκοσμιοποίηση. Η παγκόσμια συνεργασία των λαών στα πλαίσια τής οικονομίας, τής επικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τής τεχνολογίας, τής γνωριμίας με τις διάφορες χώρες και τον πολιτισμό τους αποτελεί το ισχυρότερο κίνητρο για την εκμάθηση περισσοτέρων γλωσσών παράλληλα προς την επιμονή και την προσπάθεια για καλύτερη γνώση τής μητρικής γλώσσας που παραμένει έργο ζωής. Για να μην αλλοτριωθείς και αφομοιωθείς γλωσσικά και κατ’ επέκταση πολιτισμικά και εθνικά μέσα στον εξισωτισμό και την άμορφη αγαλματοποίηση, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να έχεις τη δική σου γλωσσική ταυτότητα που είναι συνάμα και κύριο χαρακτηριστικό τής εθνικής σου ταυτότητας. Η πιο υγιής προσέγγιση στην πραγματικότητα τής παγκοσμιοποίησης είναι η συνάντηση ατόμων και λαών μέσα από τη γλωσσική πολυμορφία. Η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάρει τον χαρακτήρα τού γλωσσικού εξισωτισμού μέσα από την αναγωγή μιας οποιασδήποτε γλώσσας σε παγκόσμια γλώσσα. Μια τέτοια γλωσσική παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε στον ηγεμονισμό μιας γλώσσας εις βάρος όλων των άλλων, πράγμα που θα ήταν ολέθριο για την πολιτισμική πολυμορφία τού κόσμου μας και για την ίδια την έννοια τής παγκοσμιοποίησης, η οποία θα προσλάμβανε έτσι μορφή ανεπίτρεπτης γλωσσικής και πολιτισμικής τυραννίας.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.