Στη διάρκεια μιας αρχαιοσυλλεκτικής περιοδείας στη Δυτική Μακεδονία ο καθηγητής Α. Κεραμόπουλος επισκέφθηκε το Δισπηλιό, όπου κοντά στην όχθη υπήρχαν κατάλοιπα ενός αρχαίου τείχους και άλλων αρχαίων κτισμάτων. Λίγο πιο πέρα, εκεί όπου είχαν τραβηχθεί τα νερά, μια πληθώρα πασσάλων που ήταν μπηγμένοι στον βυθό είχε έρθει τώρα στο φως αποκαλύπτοντας τα ίχνη ενός προϊστορικού λιμναίου οικισμού. Ηταν το 1932, μια χρονιά ξηρασίας που η στάθμη της λίμνης της Καστοριάς είχε κατεβεί αισθητά αποκαλύπτοντας τα επί χιλιετίες καλά διατηρημένα μέσα στο νερό ξύλινα υποστυλώματα μιας προϊστορικής εγκατάστασης. Επάνω σε αυτούς τους πασσάλους τα νεολιθικά χρόνια οι άνθρωποι της περιοχής έκτιζαν τις καλύβες τους. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο καθηγητής Κεραμόπουλος αντίκριζε τα κατάλοιπα μιας από τις παλαιότερες εγκαταστάσεις της προϊστορικής Ελλάδας.


Στις σημειώσεις του για εκείνη την πρώτη επίσκεψη ο Κεραμόπουλος έγραφε ότι στη νότια όχθη της λίμνης και σχεδόν απέναντι από την πόλη της Καστοριάς στο χωριό Δουπιάκοι (σημερινή ονομασία Δισπηλιό) θα πρέπει να υπήρχε ένας προϊστορικός λιμναίος οικισμός κτισμένος επάνω σε πασσάλους. Πιο συγκεκριμένα σημείωνε ότι το ενδιαφέρον του είχε προσελκύσει μια μικρή ταινία γης που θα μπορούσε άλλοτε, όταν η στάθμη των νερών της λίμνης ήταν υψηλότερη, να ήταν μια χαμηλή νησίδα σε μικρή απόσταση από την όχθη της λίμνης. «Η ταινία αυτή εδείχθη ότι εν προϊστορικοίς χρόνοις είχεν είς τινα σημεία λιμναίας επί πασσάλων στηριζομένας κατοικίας. (…) Ενταύθα σχηματίζεται μικρά ελαφρώς υψηλοτέρα της λίμνης επίπεδος νησίς, εφ’ ης είναι η εκκλησία της Αναλήψεως. Αλλοτε περιέπλεον την νησίδα διά λέμβων (…) και η μεταξύ της νησίδος και των υδάτων της λίμνης ξηρανθείσα νυν ταινία γης είναι προς το μέρος της και εν μέρει εντός των υδάτων αυτής κατάσπαρτος υπό εξεχόντων πασσάλων των λιμναίων κατοικιών». Μετά φαίνεται ότι τα νερά της λίμνης ανέβηκαν και σκέπασαν για μία ακόμη φορά τους πασσάλους.



Αργότερα, το 1938, μια άλλη χρονιά που η στάθμη της λίμνης είχε υποχωρήσει αισθητά, ο Κεραμόπουλος επέστρεψε στο Δισπηλιό και σε δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές που έκανε στις θέσεις όπου είχαν βρεθεί οι πάσσαλοι συνέλεξε τμήματα οψιανού και όστρακα (κομμάτια) από χονδρά χειροποίητα αγγεία. Η ανασκαφική έρευνα συνεχίστηκε δύο χρόνια αργότερα, το 1940, οπότε, όπως σημειώνει στο ημερολόγιο της ανασκαφής, «ανέσκαψα μεγάλην έκτασιν της λιμναίας πασσαλοπήκτου κώμης παρά την νοτίαν όχθην της λίμνης της Καστοριάς» και συμπληρώνει ότι «πάντα τα σημεία της κώμης ταύτης υπήρξαν εξ ίσου γόνιμα εις ευρήματα νεολιθικής εποχής. Συνελέξαμεν περί τα 530 λίθινα εργαλεία και τινάς λίθους ειργασμένους και απερριμμένους».


Ο Κεραμόπουλος είχε χαρακτηρίσει τότε αυτή την έξαρση γης, που ονόμασε νησίδα, τεχνητό έργο και με τις έρευνές του διαπίστωσε ότι η γη του «νησιού» ήταν «πάσα πλήρης οστράκων». Είχε μάλιστα χαρακτηριστικά δώσει στο «νησί» την ονομασία «γη επακτή», μπάζωμα δηλαδή που δημιουργήθηκε από πέτρες και άλλα δομικά υλικά που είχαν άτακτα ριφθεί εκεί για να κτιστούν οι καλύβες της παραλίμνιας κώμης. Επάνω σε αυτό το μπαζωμένο υπόστρωμα διατηρήθηκαν ίχνη και από μεταγενέστερη κατοίκηση: η χαμηλή γραμμή ενός ορατού τείχους, του οποίου οι λίθοι ήταν καλά επεξεργασμένοι με μετάλλινο εργαλείο ­ ο αρχαιολόγος παρομοίασε τη λιθοδομή με αντίστοιχες της Νοτίου Ελλάδος που χρονολογούνται μεταξύ του 6ου και του 4ου π.Χ. αιώνα. Κατά τον Κεραμόπουλο, το «νησί» δεν ήταν φυσικό αλλά ανθρώπινο έργο, ήταν με άλλα λόγια επίχωση που έγινε για τη δημιουργία υποδομής όπου επάνω κτίστηκαν οι καλύβες και στο ίδιο μέρος, κατά τους ιστορικούς χρόνους, κτίστηκε το τείχος και άλλα οικοδομήματα. Είχε μάλιστα τότε διατυπώσει την άποψη ότι τα κατάλοιπα των ιστορικών χρόνων μπορεί να ήταν έργο του μακεδόνα βασιλιά Αρχέλαου, ο οποίος κατά τον Θουκυδίδη ήταν ένας άρχοντας που άνοιγε καινούργιους δρόμους καταργώντας τους παλιούς…


Νέες προσεγγίσεις



Με τον πόλεμο σταμάτησε η ανασκαφή του Κεραμόπουλου και φαίνεται ότι τα περισσότερα ευρήματά του σκορπίστηκαν δεξιά κι αριστερά, ενώ για ένα μεγάλο διάστημα το Δισπηλιό και οι λιμναίες προϊστορικές κατοικίες του ξεχάστηκαν. Το 1965, όταν η στάθμη της λίμνης κατέβηκε για μία ακόμη φορά αισθητά φανερώνοντας εκατοντάδες πασσάλους και πασσαλότρυπες, ο καθηγητής του Τμήματος των Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ν. Μουτσόπουλος πραγματοποίησε μια εκτεταμένη έρευνα, συνέλεξε πολύτιμα αρχαιολογικά στοιχεία και εκπόνησε την αποτύπωση του αρχαιολογικού χώρου. Χρειάστηκε να περάσουν και άλλες δεκαετίες και μόλις το 1992, εξήντα δηλαδή ολόκληρα χρόνια από τις πρώτες δοκιμαστικές έρευνες του Κεραμόπουλου, ο καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ κ. Γιώργος Χουρμουζιάδης ανέλαβε τη διεύθυνση των συστηματικών ανασκαφών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο Δισπηλιό και η αρχαιολογική έρευνα πήρε ξανά τον δρόμο της.


Κάθε καλοκαίρι, κοντά στον αρχαιολογικό χώρο του προϊστορικού οικισμού, σε ένα κτίσμα που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν Αποθήκη, εγκαθίσταται ο καθηγητής Χουρμουζιάδης με τους μόνιμους επτά αρχαιολόγους συνεργάτες του. Κατά την ανάπτυξη της έρευνας στην ερευνητική ομάδα της ανασκαφής προστίθενται αρχιτέκτονες, παλαιοπεριβαλλοντολόγοι και επιστήμονες όλων των αρχαιομετρικών ειδικοτήτων. Δίπλα στα γραφεία και στα εργαστήρια της Αποθήκης, σε έναν μικρό χώρο κατάλληλα διαμορφωμένο, έχει οργανωθεί μια έκθεση με ορισμένα από τα ευρήματα που έδωσε ο αρχαιολογικός χώρος. Τα εκθέματα πλαισιώνονται με έγχρωμες διαφάνειες άλλων ευρημάτων τα οποία φυλάσσονται στα πανεπιστημιακά εργαστήρια και επίσης από πινακίδες μεγάλες με επεξηγηματική τεκμηρίωση για τον νεολιθικό πολιτισμό και ειδικότερα για τον λιμναίο οικισμό έτσι ώστε ο επισκέπτης του Δισπηλιού να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα το αντικείμενο αυτής της έρευνας.


Οι οικολογικές ισορροπίες


Σύμφωνα με τα ως τώρα συμπεράσματα της μελέτης τους, οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι το «νησί», το οποίο θεωρούν κεντρικό στοιχείο του λιμναίου οικισμού, ανήκει στη μέση νεολιθική εποχή και θα πρέπει να κατοικήθηκε από το 5500 ως το 3500 π.Χ. Υπολογίζεται ότι κατά την περίοδο της ακμής του οικισμού θα πρέπει να ζούσαν εκεί κάπου 5.000 άνθρωποι. Γύρω στο 3500 π.Χ. ο οικισμός πρέπει να εγκαταλείφθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του. Αυτή η εγκατάλειψη του οικισμού, υποστηρίζει ο κ. Χουρμουζιάδης, δεν φαίνεται να έγινε με βίαιο τρόπο καθώς δεν έχουν εντοπιστεί στρώματα καταστροφής που θα αποκάλυπταν κάποια ξένη εισβολή ή γενικότερα βίαιες απομακρύνσεις των κατοίκων του προϊστορικού Δισπηλιού. «Είναι δυνατόν επομένως να υποθέσουμε ότι οι προϊστορικοί Δισπηλιώτες μετακινήθηκαν για λόγους οικολογικούς (επισιτιστικούς-οικονομικούς) σε ορεινές ή άλλες πιο εύφορες ζώνες της περιοχής. Φαίνεται, με άλλα λόγια, ότι από κάποια εποχή και πέρα, γύρω στο τέλος ίσως της νεολιθικής περιόδου (3500 π.Χ.), άλλαξαν οι οικολογικές ισορροπίες στην περιοχή της λίμνης και οι κάτοικοι του λιμναίου οικισμού αναγκάστηκαν να αναζητήσουν την τύχη τους κάπου αλλού. Πήραν τα ζώα τους και τις φτωχικές οικοσκευές τους και άλλοι αναζήτησαν νέες θέσεις εγκατάστασης στην κοιλάδα του Αλιάκμονα, άλλοι ανέβηκαν με τα κοπάδια τους στα βουνά και άλλοι πέρασαν το στενό της Κλεισούρας και εγκαταστάθηκαν στα εύφορα οροπέδια της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης. Σίγουρα όμως δεν έφυγαν όλοι. Μερικοί έμειναν πίσω και συνέχισαν να ζουν στον συρρικνωμένο λιμναίο οικισμό» υποστηρίζει ο καθηγητής Χουρμουζιάδης.


Στην ίδια λοιπόν θέση αλλά σε μικρότερη έκταση συνέχισαν τη ζωή τους οι προϊστορικοί Δισπηλιώτες και τα κατάλοιπα της παλιάς μεγάλης πόλης και μαζί και τα άχρηστα υπολείμματα της δικής τους κατοίκησης, δηλαδή τα πολιτιστικά «σκουπίδια» τους που δεν ήταν άλλο από συντρίμμια από τις εγκαταλελειμμένες καλύβες, κόκαλα, πέτρες, σάπια ξύλα ή δέρματα, σιγά σιγά σχημάτισαν το έξαρμα της γης, το «νησί» που ο Κεραμόπουλος ονόμασε «επακτή γη», μπάζωμα δηλαδή. Ενα τεχνητό έργο, δηλαδή, το οποίο κατά την άποψή του κατασκευάστηκε από τους προϊστορικούς οικιστές ως υποδομή για το κτίσιμο του οικισμού τους.


Τα σημερινά δεδομένα της έρευνας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνουν εν μέρει τον ισχυρισμό του Κεραμόπουλου ως προς το ότι το έξαρμα της γης που σχηματίζει το «νησί» είναι τεχνητό. Σε αντίθεση όμως με αυτόν, ο καθηγητής Χουρμουζιάδης υποστηρίζει ότι το έξαρμα που διαμορφώνει το «νησί» δεν είναι προϊόν σκόπιμων ή κατασκευαστικών επιχώσεων αλλά δημιουργήθηκε από τις πολιτισμικές δραστηριότητες των ανθρώπων που κατοίκησαν την περιοχή.


Στη διάρκεια των οκτώ χρόνων που διαρκεί η ανασκαφή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο Δισπηλιό έχουν ανασυρθεί από τον υγρό βυθό χιλιάδες ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και ορισμένα μοναδικά δείγματα που φωτίζουν τις δραστηριότητες του νεολιθικού ανθρώπου και του πολιτισμού του. Από τον δεύτερο κιόλας χρόνο της συστηματικής ανασκαφής, το 1993, βρέθηκε στον βυθό της λίμνης μια ξύλινη πινακίδα με σκαλισμένα επάνω της «σήματα», η οποία χρονολογήθηκε με τη μέθοδο C14 στα 5260 π.Χ.


Είναι μια πρώτη μορφή γραφής που προηγήθηκε της γραμμικής Α, η οποία επίσης ακόμη δεν έχει αποκωδικοποιηθεί; «Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ έχουμε μια προσπάθεια επικοινωνίας του νεολιθικού ανθρώπου που ελπίζουμε κάποτε να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε» λέει ο καθηγητής Χουρμουζιάδης, χωρίς να κρύβει τις επιφυλάξεις του, καθώς «για να αποκρυπτογραφήσει κανείς ένα κείμενο πρέπει δίπλα στα «σήματα» ή στα ιδεογράμματα να υπάρχει και κάτι το οποίο να του είναι ήδη γνωστό, όπως συνέβη με τον Σαμπολιόν και τη Ροζέτα, όπου επάνω στην πέτρα ήταν χαραγμένα σε αντιστοιχία τρία κείμενα: το ιερογλυφικό, το ελληνιστικό και το δημοτικό. Στην έφυδρη όμως πινακίδα του Δισπηλιού, στην πινακίδα δηλαδή που παρέμεινε στον βυθό της λίμνης 7.500 χρόνια, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα» λέει. Ανάλογα χαράγματα με αυτά της ξύλινης πινακίδας έχουν βρεθεί και σε μικρές κεραμικές πινακίδες που επίσης κρατούν, τουλάχιστον προς το παρόν, καλά φυλαγμένο το μυστικό τους.


Υπάρχουν όμως και άλλα ευρήματα λιγότερο… εχέμυθα. Ενα τέτοιο είναι οι τρεις ή τέσσερις οστέινες φλογέρες που βρέθηκαν στο Δισπηλιό και ειδικότερα μια φλογέρα μήκους 12 εκ. που είναι σκαλισμένη στο μηριαίο οστό κάποιου μεγάλου πουλιού, ίσως κάποιου πελεκάνου. Αν και μορφολογικά θυμίζει σύγχρονη φλογέρα, το εύρημα χρονολογείται στην 6η χιλιετία, που σημαίνει πως την κατασκεύασε κάποιος που είχε ήδη μέσα του το αίσθημα της μουσικής ή έστω την ανάγκη να παραγάγει ήχους. Βρέθηκαν επίσης και διάφορα ειδώλια γυναικείων και ανδρικών μορφών.


Καθώς προχωρούσε η έρευνα οι αρχαιολόγοι σκέφθηκαν ότι από την ανασκαφή δεν θα φαινόταν τίποτε που να μπορούσε να καταλάβει ο ανειδίκευτος επισκέπτης. Ετσι κατέληξαν να κάνουν μιαν αναπαράσταση του οικισμού, έστω και μερική, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα που είχαν συγκεντρώσει. Επελέγη ένας χώρος που διαμορφώθηκε ανάλογα και σε φυσικές διαστάσεις κτίστηκαν λίγες καλύβες, σύμφωνα πάντα με τις αρχαιολογικές πληροφορίες που έχει δώσει η ανασκαφή, ώστε ο επισκέπτης να μπορέσει να δει πώς ήταν οι κατοικίες και ποιος ήταν ο οικιακός εξοπλισμός σε έναν λιμναίο οικισμό της νεολιθικής εποχής. Ετσι, σε συνδυασμό με το μικρό μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο, ο επισκέπτης έχει μια πιο χειροπιαστή εικόνα της κατοίκησης εκείνης της μακρινής εποχής.


Η μελέτη, με βάση πάντα τα ανασκαφικά ευρήματα, έγινε από την αρχιτέκτονα Νάσια Χουρμουζιάδη και μια ομάδα δύο αρχαιολόγων και ενός μηχανικού και κτίστηκαν οκτώ καλύβες που «επιπλώθηκαν» με πιστά αντίγραφα από τα αρχαία σκεύη και εργαλεία που έφερε στο φως η ανασκαφή. Το πρόγραμμα, το οποίο αυτές τις ημέρες ολοκληρώνεται, χρηματοδοτήθηκε από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Life με συνολικό κόστος 300 εκατ. δρχ., από τα οποία 150 εκατ. δρχ. προέρχονται από το κοινοτικό ταμείο και τα υπόλοιπα είναι εθνική συμμετοχή. Ο εκθεσιακός υπαίθριος χώρος υπολογίζεται ότι θα εγκαινιαστεί το φθινόπωρο και ελπίζεται ότι μαζί με το μουσείο, τον αρχαιολογικό χώρο και διάφορα εύληπτα επεξηγηματικά έντυπα θα φέρει κοντύτερα στην εποχή του ανθρώπου του Διαστήματος τα καθόλου ευκαταφρόνητα επιτεύγματα του νεολιθικού λιμναίου οικιστή της Καστοριάς.