Από τα πιο όμορφα νησιά των Κυκλάδων η Αμοργός έχει κατορθώσει να διατηρήσει αμόλυντη τη φύση της και άθικτο τον χαρακτήρα της πρωτεύουσάς της, της Χώρας Αμοργού, που είναι κτισμένη ψηλά στο βουνό, λες για να ελέγχει το πηγαινέλα των καραβιών στο λιμάνι των Καταπόλων. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την 3η π.Χ. χιλιετία, το νησί χάρη στον ασφαλή λιμένα του και στη γεωγραφική θέση του υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του κυκλαδικού πολιτισμού. Αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, άνθησαν στην Αμοργό τρεις πόλεις. Οι γραπτές μαρτυρίες και οι επιγραφές μαζί με τα κτιριακά κατάλοιπα καθώς επίσης και τα κινητά ευρήματα τεκμηριώνουν την ιστορία της Αμοργού και των πόλεών της από τον 11ο αι. π.Χ. ως τον 4ο αι. μ.Χ. Ο φόβος από τις επιδρομές των Αράβων στα χρόνια του Βυζαντίου έκανε τους Αμοργιανούς να κτίσουν τα χωριά τους και τα μοναστήρια τους σε δυσπρόσιτες και συχνά απροσπέλαστες περιοχές. Μετά, το νησί ξεχάστηκε.
Στις ημέρες μας η Αμοργός είναι ένας από τους τελευταίους σταθμούς της άγονης γραμμής. Ετσι σώθηκε από τις επιπτώσεις της τουριστικής λαίλαπας που σάρωσε τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και ο τόπος έμεινε αγνός και… φτωχός. Σε αυτό το νησί των Κυκλάδων όμως διατηρείται ολοζώντανος ο πλούτος των παραδόσεων και ανέγγιχτο το κυκλαδικό τοπίο, μαζί με την αίσθηση ότι, παρά τις εντυπωσιακές αρχαιότητες που έφεραν στο φως οι αρχαιολόγοι, έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε για την ιστορία του.
Στην αρχαιότητα η Αμοργός είχε τρεις πόλεις, τη Μινώα, την Αρκεσίνη και την Αιγιάλη, και από τις τρεις η Μινώα σήμερα είναι η περισσότερο γνωστή και η πιο μελετημένη. Βρίσκεται στο μέσον περίπου της βόρειας ακτής της Αμοργού, κτισμένη στην πλαγιά του λόφου Μουντουλιά, πάνω ακριβώς από το λιμάνι των Καταπόλων. Για να φθάσει ο επισκέπτης στον αρχαιολογικό χώρο πρέπει να κάνει μια ανηφορική πορεία μισής ώρας σε έναν κακό χωματόδρομο από όπου με δυσκολία περνάνε ακόμη και τα πιο ψηλά αυτοκίνητα. Φθάνοντας όμως επάνω, η θέα προς το λιμάνι και τα γύρω βουνά είναι μοναδική ενώ σε πρώτο πλάνο ορθώνονται οι τοίχοι των κτιρίων της πόλης, κυρίως των ελληνιστικών χρόνων. Στις λιγοστές μνείες των αρχαίων γεωγράφων και λεξικογράφων η Μινώα συνδέεται με τον αποικισμό των Σαμίων και με έναν μισογύνη ποιητή, τον Σιμωνίδη τον Αμοργίνο, ο οποίος έγραψε τον ίαμβο κατά των γυναικών και φέρεται ως ιδρυτής των πόλεων της Αμοργού.
Στα νεότερα χρόνια, πρώτος ο Λουδοβίκος Ρος το 1837 αναγνώρισε και ταύτισε τα εντυπωσιακά αρχαία ερείπια που στέκονταν ακόμη όρθια στον λόφο πάνω από το λιμάνι με την αρχαία Μινώα και έδωσε την πρώτη περιγραφή της πόλης. Αρκετά χρόνια αργότερα, ένας γάλλος αρχαιολόγος, ο Gaston Deschamps, αναζητώντας «αρχαϊκά αγάλματα και επιγραφές… de la bonne epoque» διενήργησε ανασκαφές που σήμερα χαρακτηρίζονται από τους αρχαιολόγους καταστρεπτικές για τα αρχαία κατάλοιπα. Ο Deschamps έμεινε έξι εβδομάδες στην Αμοργό, έσκαψε και στις τρεις αρχαίες πόλεις και μας άφησε μια δισέλιδη συνοπτική έκθεση με τα αποτελέσματα των ανασκαφών του. Σε αυτήν, όπως υποστηρίζουν οι σημερινοί μελετητές, «η έλλειψη στοιχειωδών πληροφοριών για τις θέσεις και τους χώρους που ανέσκαψε, ο εκλεκτικός τρόπος αναφοράς των κινητών ευρημάτων κατά κανόνα χωρίς διαστάσεις, η απουσία σχεδίων και φωτογραφιών των κτιριακών λειψάνων και οι συνεχείς θησαυροθηρικές δραστηριότητες (…) δεν επιτρέπουν την ταύτιση των αποκαλυφθέντων κτισμάτων και στις τρεις πόλεις των ιστορικών χρόνων».
Την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα η Αρχαιολογική Εταιρεία ανέθεσε στον Χρήστο Τσούντα την πρώτη συστηματική ανασκαφή στην Αμοργό, που έφερε στο φως τα λαμπρά κατάλοιπα του κυκλαδικού πολιτισμού της. Οι έρευνες του Τσούντα δεν διήρκεσαν πολύ και μετά, για μία ακόμη φορά, οι αρχαίες πόλεις της Αμοργού ξεχάστηκαν ώσπου, το 1981, πάλι η Αρχαιολογική Εταιρεία ανέθεσε στην καθηγήτρια Λίλα Μαραγκού τη συνέχιση των αρχαιολογικών ερευνών στη Μινώα. Αμοργιανή και μάλιστα Αμοργιανή που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο νησί και γνωρίζει την κάθε γωνιά και κάθε πέτρα του, η κυρία Μαραγκού μαζί με μια ομάδα φοιτητών της του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων εργάστηκε επί δέκα ανασκαφικές περιόδους στη Μινώα αποκαλύπτοντας το ένα μετά το άλλο τα διάφορα κτίσματα της ελληνιστικής πόλης. Από το 1991 που τελείωσε το ανασκαφικό πρόγραμμα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, οι εργασίες καθαρισμού, συντήρησης και στερέωσης των ανασκαφέντων κτισμάτων και των ευρημάτων, πάντα από το Τμήμα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, συνεχίζονται και έχουν ενταχθεί στα Προγράμματα Ανάδειξης Αρχαιολογικών Χώρων του υπουργείου Αιγαίου.
Τα παλάτια του Μίνωα στα… χαλάσματα
Γυρνώντας όμως πίσω στη Μινώα και στην ιστορία της καλό είναι να θυμόμαστε ότι η ονομασία αυτής της πόλης είναι παραπλανητική και δεν έχει καμία σχέση με τον μινωικό πολιτισμό. Κανένα μινωικό ίχνος δεν βρέθηκε στα χώματά της, υποστηρίζει σήμερα η καθηγήτρια Λίλα Μαραγκού. Η ονομασία, που έχει απασχολήσει τους ερευνητές και τους απασχολεί ακόμη, είναι δημιούργημα μεταγενέστερο που απορρέει από τη λατρεία του ηρωικού παρελθόντος και τον μυθικό βασιλιά Μίνωα. Αλλωστε δύο ακόμη πόλεις των Κυκλάδων αναφέρονται με το ίδιο όνομα, η μία στην Πάρο και η άλλη στη Σίφνο. Μόνη όμως η Μινώα της Αμοργού έχει με βεβαιότητα ταυτιστεί, ενώ είναι γνωστό ότι υπήρξαν και άλλες Μινώες εκτός των Κυκλάδων, στη Σάμο, στην Παλαιστίνη, στα Μέγαρα και στη Σικελία. Αν όμως η Μινώα της Αμοργού δεν υπήρξε ποτέ κατά τους αρχαιολόγους μινωική πόλη, η λαϊκή παράδοση του νησιού μιλούσε με επιμονή για «τα θερινά παλάτια του Μίνωα» που αναγνώριζε στα μνημειακά λείψανα ενός κτιρίου το οποίο στέκει ακόμη στη θέση του. Αργότερα η αρχαιολογική έρευνα απέδειξε ότι πρόκειται για μια μεγάλη ρωμαϊκή δεξαμενή που σώζει αρκετά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ο μύθος όμως ήταν ζωντανός και ήταν η αιτία για αρκετές λαθροσκαφές που έγιναν παλιά σε αναζήτηση του… απαραίτητου θησαυρού του βασιλιά της Κρήτης. Θησαυρός βεβαίως δεν βρέθηκε, φαίνεται όμως ότι βρέθηκαν αρκετά χρυσά που πήραν τον δρόμο για τα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού. Αυτά όμως είναι παλιές ιστορίες.
Σήμερα, ακόμη και ο μη ειδικός επισκέπτης μπορεί, βάσει του τοπογραφικού που βρίσκεται στην είσοδο της ανασκαφής και στο οποίο σημειώνεται η διαδρομή από την Κάτω Πόλη στην Ακρόπολη, να αναπλάσει εν μέρει την εικόνα της πόλης από τους Πρώιμους Γεωμετρικούς Χρόνους (9ος αι. π.Χ.) ως και τον 3ο αι. μ.Χ. Ετσι, θα δει στην Κάτω Πόλη τη μνημειακή πύλη του 4ου αι. π.Χ. με τη λαξευμένη στον φυσικό βράχο κλίμακα των Γεωμετρικών Χρόνων, θα δει το Γυμνάσιο και παραδίπλα τη ρωμαϊκή δεξαμενή, αυτήν που η παράδοση τη συνέδεσε με τα παλάτια του Μίνωα κτλ.
Στην Ακρόπολη που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου (255 μ. από τη θάλασσα) αρχίζει το γεωμετρικό τείχος που χτίστηκε στο τέλος των Ομηρικών Χρόνων (8ος αι. π.Χ.) και φθάνει ως κάτω στο λιμάνι των Καταπόλων με τους προμαχώνες του. Από τα δημόσια οικοδομήματα της ελληνιστικής πόλης έχει αποκαλυφθεί το Γυμνάσιο με τον μαρμάρινο οικίσκο του αποχωρητηρίου που σώζεται σχεδόν ανέπαφος, λίγο πιο πέρα, κάτω από λιθοσωρούς, εντοπίστηκαν το Βουλευτήριο και η θέση του Θεάτρου, το Σαραπείο που έδωσε θαυμάσια κινητά ευρήματα, ενώ τελευταία βρέθηκε η θέση της αγοράς με τις στοές.
Η μεγάλη έκπληξη όμως είναι ο ναός των ελληνιστικών χρόνων όπου το λατρευτικό άγαλμα κάποιου προς το παρόν άγνωστου θεού στέκεται ακόμη στη θέση του. Είναι ένας μικρός δίστηλος ναός από τοπικό λευκό ημιμάρμαρο που χρονολογείται στο τέλος του 3ου αι. π.Χ., το μοναδικό μνημείο της Αμοργού το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί ακέραιο καθώς έχουν βρεθεί όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη του, άλλα σκορπισμένα στα γύρω χωράφια και άλλα εντοιχισμένα στις μάντρες της περιοχής. «Το άγαλμα φαίνεται ότι εικονίζει μια ανδρική θεότητα και αν πράγματι είναι έτσι, τότε πιστεύω ότι πρόκειται για τον Απόλλωνα. Αν δεν πρόκειται για θεότητα, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο ηρώο και στη λατρεία ενός ηγεμόνα» λέει η κυρία Μαραγκού.
Εκτός όμως από τα εντυπωσιακά κτίσματα της ελληνιστικής πόλης βρέθηκαν και παλαιότερα κατάλοιπα κατοίκησης. Στην κορυφή του λόφου εντοπίστηκαν νεολιθικά που χρονολογούνται στην 4η π.Χ. χιλιετία, κυκλαδικά κινητά ευρήματα και από τους Γεωμετρικούς Χρόνους ένας τειχισμένος οικισμός με το ιερό στην κορυφή.
Στην Κάτω Πόλη βρέθηκε ακόμη ο ταφικός περίβολος, το ιερό «των κεκμηκότων», της λατρείας των προγόνων δηλαδή, καθώς και ίχνη από τις πυρές-καύσεις των νεκρών. Για τον επισκέπτη που δεν είναι αναγκαστικά ειδικευμένος, το μεγάλο ενδιαφέρον στη Μινώα βρίσκεται στο κέντρο της ελληνιστικής πόλης και στα μεγάλα δημόσια κτίρια. Ο υπόλοιπος οικισμός με τα σπίτια τα λαξευμένα στη νότια πλαγιά του λόφου, αθέατα από τη θάλασσα και προστατευμένα από τους ανέμους, έχει εντοπιστεί αλλά ακόμη δεν μελετήθηκε. Οι προτεραιότητες είναι ξεκάθαρες για τους αρχαιολόγους του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συνοψίζονται στον καθαρισμό, τη συντήρηση και τη στερέωση των οικοδομημάτων του αρχαιολογικού χώρου και στη συντήρηση και μελέτη των πολλών κινητών ευρημάτων της ανασκαφής.
Ο Πύργος του Βασίλη στην Αρκεσίνη
Η Μινώα όμως δεν είναι το μοναδικό μνημείο που μελετάται από τους αρχαιολόγους στην Αμοργό, όπως δεν είναι μοναδική και η ιστορία για τον θησαυρό που ήταν θαμμένος στο παλάτι του Μίνωα. Στην Αμοργό οι ιστορίες για παλάτια, βασιλιάδες και κρυμμένους θησαυρούς έδιναν κι έπαιρναν ως πρόσφατα. Ετσι λοιπόν ένας άλλος θησαυρός, σύμφωνα πάντα με τη λαϊκή παράδοση, ήταν θαμμένος στον Πύργο του Βασίλη, στην Αρκεσίνη, όπου μάλιστα «τον φύλαγε ένας αράπης». Εσκαψαν λοιπόν οι Αμοργιανοί στην αυλή του πύργου αναζητώντας τον θησαυρό αλλά κανένας δεν τόλμησε να μπει στον ίδιο τον πύργο που, σκεπασμένος με χώματα και τεράστιους λίθους και πνιγμένος στην άγρια βλάστηση, στέκεται κοντά στην Αγία Τριάδα έξω από την Αρκεσίνη εδώ και 2.300 χρόνια. Χρειάστηκε να έλθουν οι αρχαιολόγοι στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε για να… λυθούν τα μάγια.
Το μνημείο όμως που χρονολογείται από το τέλος του 4ου αι. π.Χ. ήταν γνωστό στους αρχαιολόγους από παλαιότερα και μάλιστα το 1975 αποτυπώθηκε από τον αρχιτέκτονα και μελετητή του Παρθενώνα κ. Μανόλη Κορρέ. Τότε ο Μανόλης Κορρές με τη βοήθεια του αρχαιοφύλακα της Αμοργού Μανόλη Δεσποτίδη αλλά και της κυρίας Μαραγκού κατόρθωσε να σχεδιάσει το μνημείο και τα γύρω κτίσματα που ήταν σκεπασμένα από την αυτοφυή βλάστηση. Σήμερα, καθώς οι εργασίες καθαρισμού και στερέωσης έχουν προχωρήσει και το σωζόμενο ύψος του μνημείου φθάνει τα 6,5 μ., ο Πύργος της Αρκεσίνης αποτελεί ένα από τα λαμπρότερα δείγματα μιας κατηγορίας κτισμάτων των οποίων η χρήση και ο προορισμός απασχολούν από χρόνια τους μελετητές.
Πολλές εικασίες έχουν γίνει για τη χρήση αυτών των αρχαίων πύργων που έχουν βρεθεί στις Κυκλάδες, στην Αττική και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Πιστεύεται ότι είναι κτίσματα που είχαν φυλακτικό χαρακτήρα, τα περισσότερα χτισμένα μακριά από τις πόλεις, σε επίκαιρες θέσεις στρατηγικής σημασίας για να ελέγχουν οδικά δίκτυα και να φυλάνε τη σοδειά της περιοχής. Πολλοί από αυτούς τους πύργους διατηρούν οπτική επαφή μεταξύ τους και είναι βέβαιο ότι ήταν φρυκτωρίες και μετέδιδαν σήματα, ενώ άλλοι χρησιμοποιούνταν απλώς ως οχυρωμένες αγροικίες. Ο Πύργος στην Αγία Τριάδα της Αρκεσίνης είναι ο καλύτερα σωζόμενος ορθογώνιος πύργος στις Κυκλάδες και το μοναδικό άριστης διατήρησης αρχαίο μνημείο στην Αμοργό. Οι εργασίες που γίνονται τα τελευταία χρόνια εκεί με χρηματοδότηση του υπουργείου Αιγαίου τον αναδεικνύουν ένα εξαιρετικό μνημείο.
Το περασμένο καλοκαίρι, οι αρχαιολόγοι και οι αρχιτέκτονες με τη βοήθεια γερανού και με τον φύλακα Σίμο Γιαννακό κατόρθωσαν να απομακρύνουν 86 τόνους κατεργασμένους λίθους από το εσωτερικό του πύργου, όπου τώρα είναι ορατή η εσωτερική διαρρύθμιση, οι διαχωριστικοί τοίχοι, τα παράθυρα κλπ. Αυτόκλητος φύλακας του Πύργου είναι η Μαρία Πατινιώτη-Ρούσσου, η οποία οδηγεί χειμώνα καλοκαίρι τους επισκέπτες στο μνημείο. Εδώ στην Αρκεσίνη φθάνουν εύκολα από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που διασχίζει όλη την Αμοργό. Είναι η άλλη, αναλλοίωτη όψη της Ελλάδας που χάθηκε στα νησιά με τον ανεπτυγμένο τουρισμό.