«Είναι σκληρό να αναλογιστεί κανείς ότι μετά από τόσους αιώνες ανάπτυξης οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πώς να επιλύσουν διαφορές με άλλον τρόπο εκτός από τη βία». Αυτά τα λόγια, τα οποία θα μπορούσαν να είναι και σημερινά, απηύθυνε η Μαρία Κιουρί στη βρετανή φίλη της Χέρθα Εϊρτον (Hertha Ayrton) σε γράμμα που της έστειλε λίγες ημέρες προτού ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και στην πρωτότοκη κόρη της Ιρέν, η οποία βρισκόταν στην εξοχή, έγραφε μια εβδομάδα μετά την κήρυξη του πολέμου: «Ολοι οι Γάλλοι έχουν υψηλές προσδοκίες και πιστεύουν ότι ο αγώνας, παρ’ ότι σκληρός, θα λήξει καλά. Αλλά τη σφαγή που πρόκειται να δούμε… Τι τρέλα να έχουμε επιτρέψει να ξετυλιχθεί όλο αυτό».
* Τα παιδικά χρόνια
Τη Μαρία Κιουρί την έχουμε συνδέσει όλοι, και δικαίως, με επιστημονικά επιτεύγματα. Είναι γεγονός ότι η οικογένειά της και το εργαστήριό της αποτέλεσαν τους κεντρικούς άξονες στη ζωή της γυναίκας που μετανάστευσε στη Γαλλία προκειμένου να αναζητήσει ευκαιρίες σπουδών που δεν θα τις έδινε ποτέ η δική της πατρίδα, η Πολωνία. Το να πιστεύει κανείς όμως ότι η Μαρία Κιουρί, η οποία πράγματι εργαζόταν με αυταπάρνηση και αφοσίωση, ήταν η μονολιθική επιστήμονας η οποία δεν είχε καμία σχέση με τα τεκταινόμενα της εποχής της, θα την αδικούσε.
Οι συνθήκες της παιδικής ηλικίας της Μαρίας Σλοντόφσκαγια, όπως ήταν το πατρικό όνομά της, ήταν τέτοιες που δεν θα της επέτρεπαν αδιάφορη στάση στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Γεννημένη στις 7 Νοεμβρίου 1867 στη Βαρσοβία, ήταν το πέμπτο παιδί της Μπρονισλάβα Μπόγκουσκα και του Βλάντισλαφ Σλοντόφσκι, εκπαιδευτικών και διανοουμένων οι οποίοι φρόντισαν να μεταδώσουν στα παιδιά τους τον πατριωτισμό τους (η Πολωνία βρισκόταν υπό ρωσική κατοχή) αλλά και ένα σύστημα αξιών το οποίο θα την ακολουθούσε σε όλη τη ζωή της.
Η παιδική ηλικία της Μαρίας Κιουρί σημαδεύτηκε από θανάτους αγαπημένων προσώπων: η πρωτότοκη αδελφή της πέθανε από φυματίωση όταν η Μαρία ήταν 8 χρόνων, ενώ δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε και η μητέρα της, θύμα της ίδιας ασθένειας. Από τότε η Μαρία δεν ξεπέρασε ποτέ τον φόβο της για τη φυματίωση. Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον θάνατο της μητέρας της και ως την αναχώρησή της για το Παρίσι ήταν μάλλον σκληρά: αφενός η ρωσική κατοχή και αφετέρου οι περιορισμένες δυνατότητες που είχαν οι γυναίκες της εποχής βάραιναν τους ώμους κάθε κοριτσιού, πόσο μάλλον ενός ιδιαίτερα έξυπνου κοριτσιού. Η μοναδική επαγγελματική προοπτική για τη Μαρία ήταν το να διδάξει, πράγμα το οποίο έκανε όταν τελείωσε τη βασική εκπαίδευσή της (κάτι σαν το λύκειο). Στη συνέχεια εργάστηκε ως γκουβερνάντα προκειμένου να υποστηρίξει την αδελφή της, Μπρόνια, η οποία έφυγε για ανώτατες σπουδές στο Παρίσι (ένα κοινό όνειρο των δύο κοριτσιών), προτού τελικά την ακολουθήσει και η ίδια τον Νοέμβριο του 1891.
* Η ζωή στη Γαλλία
Στη θετή πατρίδα της, όπως αποκαλεί τη Γαλλία στα ημερολόγια που κρατά, βρίσκει αυτό που αναζητεί: σπουδάζει στο Τμήμα Επιστημών της Σορβόννης και γνωρίζει έναν άνδρα, τον Πιερ Κιουρί, που θα της εμπνεύσει εμπιστοσύνη και έρωτα. Από τον γάμο τους (26 Ιουλίου 1895) θα γεννηθούν δύο κόρες, η Ιρέν και η Εύα, ενώ η συνεργασία τους στο εργαστήριο θα αποδώσει άλλου είδους παιδιά: το ζευγάρι θα ανακαλύψει τη ραδιενέργεια, γεγονός για το οποίο θα τιμηθεί με το Βραβείο Νομπέλ. Οι δυο τους, αν και δεν απολαμβάνουν τη δημοσιότητα που έχει επιφέρει η βράβευσή τους (ο γαλλικός Τύπος τους αναγάγει σε ήρωες, ενώ δέχονται συνέχεια προτάσεις για συνεντεύξεις από διεθνή έντυπα), είναι ιδιαίτερα ευτυχείς από τις προοπτικές των πειραμάτων. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια: ο συνεχώς αφηρημένος Πιερ πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος και η θλίψη γίνεται μόνιμη σύντροφος της Μαρίας. Τον Απρίλιο του 1907, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Πιερ, η Μαρία σημείωνε στο ημερολόγιό της: «Πέρασε ένας χρόνος. Ζω για τα παιδιά σου, για τον ηλικιωμένο πατέρα σου. Το πένθος είναι βουβό, αλλά είναι ακόμη εκεί. Το φορτίο είναι βαρύ στους ώμους μου. Πόσο γλυκό θα ήταν να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω. Πόσο μικρά είναι τα παιδιά μου. Και πόσο κουρασμένη νιώθω!».
Η κούραση της Μαρίας θα γίνει μεγαλύτερη τα επόμενα χρόνια. Θα καταλήξει δε σε μια πολύχρονη ασθένεια η οποία παραλίγο να της στοιχίσει τη ζωή. Εκτός από τα σωματικά αίτια, στην κατάρρευση της υγείας της συνέτεινε και η κοινωνική κατακραυγή που υπέστη όταν η υποκριτική κοινωνία της γαλλικής Μπελ Επόκ πληροφορήθηκε διά του Τύπου τη σχέση της με τον Πολ Λανζεβάν, παλιό μαθητή του συζύγου της, στον οποίο η εν διαστάσει σύζυγός του αρνιόταν το διαζύγιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γαλλικός Τύπος που την είχε αποθεώσει όταν τιμήθηκε με το πρώτο Νομπέλ σχεδόν αποσιώπησε το δεύτερο· οι περισσότερες γαλλικές εφημερίδες δεν αναφέρθηκαν σε αυτό και η μοναδική που έγραψε κάτι σχετικό το «έθαψε» με ένα μονόστηλο στην τέταρτη σελίδα της. Στα χρόνια της μακράς ανάρρωσής της, η Μαρία Κιουρί στηρίχθηκε σε λίγους πιστούς φίλους, μεταξύ των οποίων ο αδελφός του συζύγου της και η Χέρθα Εϊρτον, βρετανίδα επιστήμων η οποία πρωτοστατούσε στο κίνημα της γυναικείας χειραφέτησης στη χώρα της.
* Επαναστατική εφεύρεση
Η σχέση των δύο γυναικών βασιζόταν στον αλληλοσεβασμό, αλλά οι απόψεις τους δεν ήταν πάντοτε ταυτόσημες. Η Μαρία Κιουρί αισθανόταν ότι προσέφερε περισσότερα στο γυναικείο κίνημα εργαζόμενη σκληρά στο εργαστήριο, άποψη την οποία ενστερνίστηκε αργότερα και η Χέρθα. Ωστόσο, η ιστορική συγκυρία έσπρωξε τη Μαρία Κιουρί σε έναν πιο ενεργό ρόλο απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Με το ξέσπασμα του πολέμου αντιλαμβάνεται πόσο πολύτιμες μπορούν να είναι οι ακτίνες Χ στον εντοπισμό των θραυσμάτων βλημάτων τα οποία βρίσκονται στα πληγωμένα κορμιά των στρατιωτών. Μόνο που ούτε η χρήση των ακτίνων είναι διαδεδομένη ούτε όλα τα νοσοκομεία διαθέτουν ηλεκτρισμό για να μπορούν να παράγουν ακτινογραφίες. Επινοεί λοιπόν και κατασκευάζει με τη βοήθεια των συνεργατών της αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως η πρώτη κινητή μονάδα ακτινογραφιών. Το «ραδιολογικό αυτοκίνητο», όπως το ονομάζει, διαθέτει όλα όσα απαιτούνται για τη λήψη ακτινογραφιών, ενώ από το μοτέρ του παράγεται και η απαιτούμενη ηλεκτρική ενέργεια. Καθώς οι ανάγκες είναι μεγάλες, κατασκευάζεται ένα δεύτερο αυτοκίνητο. Ταυτόχρονα έχει να αντιπαλέψει την αντίδραση του υπουργείου Αμυνας το οποίο δεν βλέπει με καλό μάτι τη σφοδρή επιθυμία τής «ξένης γυναίκας» να πλησιάσει με το αυτοκίνητό της στο μέτωπο.
Ωστόσο επιτυγχάνει να πείσει τόσο τους αρμόδιους στρατιωτικούς όσο και τους αρμόδιους του υπουργείου Υγείας να της επιτρέψουν να εκπαιδεύσει νέες γυναίκες στην «τέχνη» της ακτινογραφίας. Σύμφωνα με τις σημειώσεις της οι αποδώσεις των μαθητριών της «υπήρξαν απολύτως ικανοποιητικές. Μερικές από αυτές αισθάνθηκαν την ανάγκη να παράσχουν τις υπηρεσίες τους εν τη απουσία των γιατρών και με τη συνέπειά τους κέρδισαν την εκτίμηση των ανωτέρων τους. Τη δουλειά αυτή οι γυναίκες μπορούν να την κάνουν καλά τόσο σε περιόδους πολέμου όσο και ειρήνης».
Το πέρας του πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου η Κιουρί απέδειξε την αφοσίωσή της στη θετή πατρίδα της πέραν πάσης αμφιβολίας, σήμανε μια νέα αρχή επαγγελματικής ικανοποίησης. Το όνειρό της να δημιουργήσει το Ινστιτούτο του Ραδίου έγινε πραγματικότητα και η Μαρία συνέχισε να ασχολείται με την επιστήμη της ως τον θάνατό της από λευχαιμία το 1934. Πέθανε έχοντας κερδίσει την εκτίμηση των συγχρόνων της και έγινε σύμβολο για τις επόμενες γενιές.
Η Μαρία Κιουρί υπερέβη της εποχής της και άνοιξε δρόμους για τις επόμενες γενιές γυναικών:
* Σε μια εποχή που το αναμενόμενο θα ήταν να γίνει δασκάλα, υπήρξε η πρώτη Ευρωπαία η οποία πραγματοποίησε διδακτορική διατριβή στις θετικές επιστήμες.
* Ηταν η πρώτη γυναίκα η οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ, το οποίο μοιράστηκε με τον σύζυγό της Πιερ και τον Ανρί Μπεκερέλ για την ανακάλυψη της ραδιενέργειας (1903).
* Ηταν η πρώτη γυναίκα λέκτωρ και διευθύντρια εργαστηρίου στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1906).
* Το 1911, όταν η Σουηδική Ακαδημία τής απένειμε και δεύτερο Βραβείο Νομπέλ (της Χημείας, για την ανακάλυψη και απομόνωση του καθαρού ραδίου), έγινε το πρώτο άτομο στην ιστορία του θεσμού που τιμήθηκε με δεύτερο Νομπέλ.
* Υπήρξε η πρώτη μητέρα βραβευμένη με Νομπέλ που είδε την κόρη της να λαμβάνει το ίδιο βραβείο (η μεγαλύτερη κόρη της Ιρέν Ζολιό-Κιουρί τιμήθηκε με το Νομπέλ Χημείας το 1935).
* Τέλος μεταθανάτια πρωτιά είναι η μόνη γυναίκα η οποία αναπαύεται στο Πάνθεον, το μαυσωλείο στο οποίο βρίσκονται θαμμένοι οι «μεγάλοι άνδρες» της Γαλλίας.