Ο Κυριάκος Κρόκος που απεβίωσε την περασμένη εβδομάδα είχε γεννηθεί στη Σάμο το 1941 και σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜ Πολυτεχνείο ως το 1967. Το βιογραφικό του τελειώνει εδώ, δεν περιλαμβάνει άλλες εντυπωσιακές εμπειρίες. Μόνη εξαίρεση η παραμονή για ένα χρόνο στο Παρίσι, μετά το τέλος των σπουδών του, όπου μαθητεύει κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη. Το όνομα αυτό, παράδοξο για έναν αρχιτέκτονα, είναι εν τούτοις ενδεικτικό των ανησυχιών και των προσανατολισμών που θα καθόριζαν στη συνέχεια την ιδιότυπη πορεία του προικισμένου και ευαίσθητου Σαμιώτη.
Η περίοδος διαμόρφωσης της αρχιτεκτονικής συνείδησης του Κρόκου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική αρχιτεκτονική. Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 χαρακτηρίζονται από την καθοριστική επίδραση της κληρονομιάς του Δημήτρη Πικιώνη σε ένα μεγάλο αριθμό αρχιτεκτόνων. Χαρακτηρίζονται επίσης από την εμπειρία ενός δημιουργού υπολογίσιμου βεληνεκούς για την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου όπως ο Αρης Κωνσταντινίδης. Μετά το τέλμα της αρχιτεκτονικά συντηρητικής και πολεοδομικά ανεξέλεγκτης αστικοποίησης του χώρου μέσω της περιβόητης «ανοικοδόμησης» της δεκαετίας του ’50, το μάθημα του Le Corbusier και του Mies van der Rohe γίνεται πλέον υποχρεωτικό σημείο αναφοράς για τη νέα γενιά των αρχιτεκτόνων που ξεφυλλίζουν μανιωδώς τα ξένα περιοδικά προσπαθώντας να ορίσουν τις συντεταγμένες μιας αναγνωρίσιμης σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Η πορεία του Κρόκου είναι μονήρης και έξω από οποιοδήποτε προδιαγεγραμμένο σχήμα, γι’ αυτό και θα απαιτήσει πολλά χρόνια για να οδηγήσει σε μια αναγνώσιμη ποιητική. Ο ίδιος εξομολογείται ότι «κάποια στιγμή αισθάνθηκα την ανάγκη να δω τον εαυτό μου, να δω γύρω μου, όχι για την αρχιτεκτονική αλλά για μένα. Εγκατέλειψα λοιπόν τα περιοδικά, δεν ήθελα να ξεκινήσω από το τι είναι ή τι δεν είναι αρχιτεκτονική, τι είναι αυτοί οι -ισμοί, πού να ενταχθώ, πράγμα που ποτέ δεν με ενδιέφερε. Ηθελα να δω πιο λυτρωμένα τα πράγματα, έζησα πολλά χρόνια έτσι». Οδηγείται λοιπόν σε μια προσωπική ερευνητική πορεία μιας περίπου δεκαετίας με κατάληξη την απόσπαση του πρώτου βραβείου στον διαγωνισμό για το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης (1977), το πιο γνωστό μάλλον και αντιπροσωπευτικό έργο του και ένα από τα σημαντικότερα δημόσια έργα της μεταπολεμικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στη συνέχεια, και ενώ θα προχωρήσει στην πραγματοποίηση ενός όχι μεγάλου αριθμού ιδιωτικών κυρίως έργων (Θέατρο οδού Κυκλάδων, κατοικία – μουσείο Φασιανού στην Αθήνα κ.ά.), ενισχύει τις σχέσεις του με προσωπικότητες της πνευματικής ζωής του τόπου, στους χώρους κυρίως της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας. Το 1990 αποσπά έπαινο στον διεθνή διαγωνισμό για το Μουσείο της Ακρόπολης. Το 1996 το έργο του αναγνωρίζεται ευρύτερα: εκπροσωπεί μόνος την Ελλάδα στην 6η Διεθνή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
Η ποιητική του Κρόκου συνοψίζει με εξαιρετικά διορατικό και εμπνευσμένο τρόπο τις συντεταγμένες της προβληματικής δεκαετιών της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κεντρικό στοιχείο της έρευνάς του είναι η αποκάλυψη της αρχέτυπης ουσίας της φύσης και της παράδοσης του ελληνικού τόπου, του χρόνου και του φωτός που το διέπει. Ο Κρόκος δεν αναζητεί την πρωτοτυπία, δεν μηρυκάζει διεθνείς επιρροές στις οποίες είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς πολλοί από τους συναδέλφους του. Η έρευνά του είναι απόλυτα προσωπική, αλλά τα αποτελέσματά της συνίστανται σε μιαν αρχιτεκτονική αποκαλυπτική και σύγχρονη. Η παράδοση, όπως την εννοεί ο Κρόκος, δεν είναι η λαϊκή: είναι κυρίως η νεοκλασική που αποτελεί τη γονιμοποιό μήτρα του σχεδιαστικού του ήθους και τροφοδοτεί την ευαισθησία του. Μια προσεκτική ωστόσο ανάλυση του έργου του οδηγεί προς μια καλά επεξεργασμένη διαχρονική συνείδηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου. Οδηγεί σε αρχαϊκά πρότυπα, στις μνήμες της Κνωσού και της Δήλου, σε τυπολογίες ελληνικές και μεσογειακές, σε σχήματα και μορφές που αναφύονται και ταυτίζονται με το φυσικό περιβάλλον του τόπου επί τρεις χιλιετίες. Πουθενά όμως δεν θα διαπιστωθούν ρομαντικός μανιερισμός, εκλεκτικιστική καλλιέπεια ή σκηνογραφική νοσταλγία. Η αρχιτεκτονική του Κρόκου είναι νέα: κάνει απτές μορφές και σχήματα που σε όλους είναι οικεία, που όλοι μας κατέχουμε ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούμε να διατυπώσουμε χωρίς ευτέλεια. Το ίδιο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης είναι οικείο χωρίς να υποκύπτει σε οποιονδήποτε βυζαντινότροπο ακκισμό που θα το έκαναν εύκολα αρεστό στους πνευματικά πιο οκνηρούς χρήστες.
Ο Κρόκος ταυτόχρονα χτίζει, δεν οικοδομεί. Αφηγείται την αρχιτεκτονική μέσω των υλικών τα οποία κάνουν περιττή κάθε διακόσμηση. Φροντίζει για την ακεραιότητα του αρχιτεκτονήματος ως φορέα αξιών που θα πρέπει να επιβιώσουν στο μέλλον ερείπιο. Χτίζει με το τσιμέντο, με τα χρωματιστά κονιάματα, με τα σύγχρονα υλικά τα οποία υφίστανται μιαν επεξεργασία που οδηγεί στην υπέρβαση των πεπερασμένων δομικών τους ιδιοτήτων και στη μετατροπή τους σε γλυπτά στοιχεία του χωρικού κελύφους. «Η κατασκευή είναι αρχιτεκτονική» δηλώνει, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι «το ιδεώδες για μένα θα ήταν ό,τι κοιτάξω σε μια αρχιτεκτονική να είναι κάτι, να αισθανθώ ότι κάποιος είδε παντού. Να μην υπάρχουν πράγματα αμφίβολα». Η ποιότητα των υλών και η καθαρότητα της λεπτομέρειας ταυτίζονται για τον Κρόκο με το ήθος του αρχιτεκτονημένου χώρου, είτε πρόκειται για ένα αρχαίο μνημείο είτε για έναν πίνακα του Vermeer.
Ο ίδιος συνόψιζε πρόσφατα με ιδιαίτερη ενάργεια την προσωπική του στάση: «Δεν πρέπει να εντάσσεσαι, πρέπει να αδιαφορείς για τα κινήματα. Να κάνεις κάτι αν είναι δυνατόν για να σωθείς, κάτι για να αντισταθείς στα πράγματα του συρμού, στη χυδαιότητα, μόνο γι’ αυτό, όχι για την αρχιτεκτονική. Προσωπικά θέλω να μου δίνει χαρά ζωής αυτό που κάνω. Αισθάνομαι ότι αν κάποιος προσπαθεί να βάλει λίγη τάξη, ήδη κάτι κάνει. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια μέσα σε αυτή τη βοή και την αταξία. Είναι δυνατόν οπουδήποτε στην Ελλάδα να χτίζονται τα πράγματα τόσο τερατώδη; Δεν θέλω να πιστεύω ότι όλα έχουν τελειώσει, έχω ανάγκη αυτή την ψεδαίσθηση»*. Η «λυρική αυστηρότητα» της ποιητικής του Κρόκου, το παράδειγμα και οι σχεδιαστικές του αρχές διαφοροποιούν το έργο του από εκείνο άλλων σημαντικών δημιουργών που αναμετρήθηκαν με τα ίδια προβλήματα στη διάρκεια του αιώνα. Παρά το γεγονός ότι η αρρώστια δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την πορεία του, μια διακεκριμένη θέση στην ιστορία της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής δικαιωματικά του ανήκει.
* Τα αποσπάσματα ανήκουν σε συνέντευξη του Κ. Κρόκου προς τον γράφοντα που περιέχεται στο τεύχος 27/1996 του περιοδικού «Θέματα Χώρου + Τεχνών» και στον κατάλογο της επίσημης ελληνικής συμμετοχής στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (1996).
Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.