Οι παρακάτω σκέψεις έχουν ως κίνητρο ένα θεμελιώδες ερώτημα θεολογικό ταυτόχρονα και αρχιτεκτονικό. Για ποιο λόγο η τυπολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν έχει μεταβληθεί στο πέρασμα των αιώνων και ιδιαίτερα στη διάρκεια του 20ού, συντηρώντας επίμονα μια χωρική αντίληψη που δεν παρουσιάζει σημάδια ανανέωσης ανάλογα με τις μεταβολές των κοινωνικών συνθηκών και των αιτημάτων του σύγχρονου πολιτισμού; Το ερώτημα θα μπορούσε να θεωρηθεί καινοφανές ή και προκλητικό, αν σε κάθε γωνιά του κόσμου η χριστιανική θρησκεία αλλά και άλλα δόγματα δεν έθεταν το ζήτημα με επιμονή και δεν επεδίωκαν να δώσουν μια απάντηση εναρμονισμένη με τις εξελίξεις του λειτουργικού και την ανάγκη πιο άμεσης επικοινωνίας της θρησκείας με το ποίμνιο. Αν η κατοικία του ανθρώπου υιοθετεί άπειρες χωρικές μορφές, δεν κατανοείται για ποιο λόγο η κατοικία του ορθόδοξου Θεού πρέπει να αποκρυσταλλώνεται σε μια χωρική λύση αμετάβλητη και ανελαστική, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές και πολιτισμικές, ακόμη και τις χωροταξικές, συνθήκες του περιβάλλοντος και του τοπίου. Δεν είμαστε ειδικοί του λειτουργικού της ορθόδοξης λατρείας, αλλά τα ερωτήματα που τίθενται έχουν μια λογική θεμελίωση και επιθυμούν να ανοίξουν διάλογο πάνω σε ένα τυπολογικό θέμα που ουσιαστικά δεν απασχολεί την Ορθόδοξη Εκκλησία και απουσιάζει από το σχεδιαστήριο των ελλήνων αρχιτεκτόνων.
Ο όρος «εκκλησία» (λατ. ecclesia) υιοθετήθηκε από τον χριστιανισμό μέσω των αποστολικών κειμένων για να καθορίσει την πράξη της «συνάθροισης», σε ενιαίο χώρο, του σώματος των πιστών μαζί με τον Θεό και τους αγίους. Στο κτίριο της εκκλησίας πραγματοποιείται η συμμετοχή του πιστού στη ζωή του Θεού και ταυτόχρονα στην κοινωνία του χριστεπώνυμου πληρώματος. Ο Απόστολος Παύλος ήδη αναφέρεται επανειλημμένα στην ανάγκη συγκεκριμένων χώρων για τη λατρεία. Από τον 2ο αιώνα και μετά, όταν σχηματοποιείται το θρησκευτικό τελετουργικό, οι χώροι αυτοί είναι ιδιωτικές κατοικίες, οι domus ecclesiae, που προσαρμόζονται στις λατρευτικές ανάγκες. Τα πρώτα παραδείγματα του είδους επισημαίνονται στη Μεσοποταμία μεταξύ του 3ου και του 4ου αιώνα και η τυπολογία τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική, της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, προέρχεται μάλλον από την επεξεργασία διαφόρων στοιχείων της παγανιστικής αρχιτεκτονικής προσαρμοσμένων στις νέες λειτουργικές απαιτήσεις.
Η εξέλιξη της ναοδομίας
Μετά τον Κωνσταντίνο η εκκλησιαστική τυπολογία εξελίσσεται με ποικίλους τρόπους, από τους οποίους το σχήμα της βασιλικής και εκείνο του κτιρίου κεντρικής κάτοψης συμβιώνουν με αξιοθαύμαστο τρόπο στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Η εξέλιξη της ναοδομίας πραγματοποιείται στη συνέχεια με διαφορετικά εκφραστικά μέσα στην Ευρώπη και στο Βυζάντιο, και συμβάλλει στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής από κάθε άποψη, κυρίως μορφοπλαστική και τεχνολογική-κατασκευαστική. Οι τυπολογικές λύσεις ωστόσο παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες ως το τέλος του 19ου αιώνα.
Η ιστορία της ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής δυτικής και ανατολικής διαμορφώθηκε σε άμεση σχέση με την εξέλιξη του τυπικού της λειτουργίας. Το τυπικό αυτό αποτέλεσε ένα είδος «οικοδομικού κανονισμού» για τον σχεδιαστή του εκκλησιαστικού κτιρίου, έτσι ώστε να ικανοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο οι τελετουργικές και λατρευτικές ανάγκες. Οι κανόνες όμως αυτοί που διέπουν το τυπικό της λειτουργίας, επειδή αφορούν μια κοινότητα πιστών με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση, δραστηριότητες και συμμετοχή, δεν θεωρούνται απόλυτα σταθεροί και αναλλοίωτοι αλλά μεταβλητοί, για να ανταποκριθούν ακριβώς στις ανάγκες κάθε ιστορικής περιόδου, στις ανάγκες της κοινωνίας στις οποίες η Εκκλησία με την πάροδο των ετών (είναι σκόπιμο να) προσαρμόζεται. Το λειτουργικό τυπικό βέβαια δεν μπορεί να υπόκειται σε συνεχή μεταβολή και είναι γνωστό ότι σε όλα τα δόγματα, της Ανατολικής Ορθόδοξης ή της Δυτικής Εκκλησίας, διατηρείται ένα πλαίσιο απαράβατων θέσεων που καθορίζουν την πεμπτουσία των εξ αποκαλύψεως αρχών τις οποίες πρεσβεύουν.
Το κτιριακό κέλυφος
Στον χώρο του καθολικού δόγματος επιχειρήθηκε πάντως, με την οικουμενική σύνοδο του Βατικανού που ολοκληρώθηκε το 1965, να διαχωριστεί το σώμα των αμετάβλητων λειτουργικών κανόνων (θεϊκής προέλευσης) από εκείνους που είναι δυνατόν να μεταβληθούν, και για τον λόγο ότι αποτελούν αντικείμενο διαφορετικής θεολογικής ερμηνείας. Από τη δεκαετία του ’60, για παράδειγμα, η ίδια η ιταλική Επισκοπική Σύνοδος έχει αναλάβει την πρωτοβουλία διεξαγωγής αρκετών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα σε κάθε περιοχή της χώρας. Ο γερμανόφωνος χώρος αποτελεί πάντως από τις αρχές του αιώνα το πιο πρόσφορο έδαφος προβληματισμού με ενδείξεις πολύ ενδιαφέρουσας και ουσιαστικής ανανέωσης.
Η λειτουργία δεν μπορεί να θεωρείται ένας άνυδρος και αφηρημένος κατάλογος τελετουργικών διαδικασιών οι οποίες θα πρέπει απλώς να διεκπεραιωθούν, αλλά ενσαρκώνει τον συλλογικό χαρακτήρα της θρησκευτικής μύησης σύμφωνα με τις ειδικές ανάγκες της κοινότητας των πιστών. Για τον σχεδιασμό μιας εκκλησίας δεν μπορεί λοιπόν να τίθεται το ζήτημα της μηχανικής εφαρμογής προκαθορισμένων κανόνων για την επίλυση του προβλήματος της σχέσης μεταξύ κτιστού κελύφους και ιερής ακολουθίας. Η λειτουργία εμπεριέχει την έννοια της «συμμετοχής» του κάθε μεμονωμένου πιστού, έννοια η οποία μεταβάλλεται ανάλογα με την ιστορική και πολιτισμική συγκυρία. Αν σήμερα με τον όρο «εκκλησία» καταφέρουμε να μην εννοούμε απλώς το κτιριακό κέλυφος, αλλά κυρίως το σύνολο των ανθρώπων οι οποίοι μεταβαίνουν στον συγκεκριμένο χώρο και συμμετέχουν στις διάφορες δραστηριότητες που αναπτύσσονται από τη θρησκευτική κοινότητα, τότε επιστρέφουμε στη γνήσια, πρωτοχριστιανική έννοια της «συνάθροισης». Τούτο σημαίνει ότι αναθεωρείται η συνολική αντίληψη για τον προκαθορισμένο χαρακτήρα του κελύφους και καθιερώνεται μια διαφορετική σχέση μεταξύ του αρχιτέκτονα, του ειδικού επί του λειτουργικού και της κοινότητας των πιστών. Η εκτέλεση ενός μεγάλου μέρους του τυπικού της ακολουθίας μπορεί να διεξάγεται ανεξάρτητα από προκαθορισμένες χωρικές δεσμεύσεις, ενώ ο κυρίως ναός για το εκκλησιαζόμενο πλήρωμα οφείλει να ανταποκρίνεται σήμερα στις έντονα διαφοροποιημένες κοινωνικές συνθήκες (ας σκεφθούμε μόνο την έννοια του «γυναικωνίτη» στη σύγχρονη ορθόδοξη εκκλησία ή το γεγονός ότι δεν τίθεται πλέον θέμα διαχωρισμού των φύλων στο συμμετρικά αξονικό εσωτερικό της). Οταν η πίστη δεν ταυτίζεται μηχανιστικά με ένα προδιαγεγραμμένο κτιριακό κέλυφος, τότε πιθανώς γίνεται πιο συμμετοχική και ουσιαστική για τον κάθε πιστό που σήμερα είναι πριν από όλα ένας συνειδητός πολίτης.
Η αίσθηση ελευθερίας
Οι εκκλησίες άλλωστε είναι κτίρια των οποίων η ζωή είναι μεγαλύτερη από εκείνη άλλων χρηστικών κατασκευών. Η ανέγερσή τους, κατά συνέπεια, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις τεχνικές παραμέτρους φυσικής αντοχής αλλά και πνευματικής διάρκειας, με την έννοια της διαμόρφωσης ενός κελύφους που να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις μελλοντικές ανάγκες όχι μόνο από την άποψη του λειτουργικού αλλά εξίσου από εκείνη της κοινωνικής χρηστικότητας και ανταπόκρισης, αν η θρησκεία επιθυμεί να βρίσκεται στο κέντρο της ζωής του πληρώματος και των αιτημάτων του σύγχρονου πολιτισμού. Το σύγχρονο κτιριακό κέλυφος της εκκλησίας πρέπει να χαρακτηρίζεται από έναν βαθμό «δημοκρατικής ελαστικότητας», να δίνει δηλαδή μια αίσθηση ελευθερίας στα μέλη της θρησκευτικής κοινότητας, πράγμα που δεν συνδέεται τόσο με χρηστικές παραμέτρους όσο με τον χωρικό πλούτο ενός κτιρίου ανοιχτού στον πνευματικό διάλογο με το θείο. Στην πρόσφατη ιστορία της δυτικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής υπάρχουν αρκετά παραδείγματα σχεδιασμένα από αρχιτέκτονες που ερμήνευσαν με ανανεωτικό τρόπο τη βαθύτερη έννοια του λειτουργικού της ιερής ακολουθίας, συμβάλλοντας έτσι σε μια γενικότερη, «επίσημη» υιοθέτηση αυτών των προσεγγίσεων.
Το κτίριο της εκκλησίας δεν φιλοξενεί απλώς μια τελετή αλλά μεταποιεί την εσώτερη σημασία της. Η εκκλησία, θεωρητικά, μπορεί να έχει άπειρες μορφές και κάθε κέλυφος μπορεί να είναι κατάλληλο για αυτόν τον σκοπό, από τη στιγμή που υποβάλλει «πνευματική υπεραξία» στον χώρο στον οποίο συντελείται η ιερή ακολουθία. Τούτο δεν σημαίνει ότι από τη στιγμή όπου υπάρχουν κακά αρχιτεκτονικά παραδείγματα σε κάθε τυπολογική κατηγορία το θέμα του εκκλησιαστικού κτιρίου μπορεί να αναπτύσσεται ανεξάρτητα από έναν έλεγχο, που έχει όμως να κάνει περισσότερο με την κοινή λογική και το κάθε φορά γενικώς αποδεκτό θρησκευτικό αίσθημα παρά με δογματικές αντιλήψεις συντηρητικής προσκόλλησης σε πρότυπα που ουσιαστικά εξαιρούν τη ναοδομία από οποιονδήποτε σύγχρονο προβληματισμό.
«Το να σχεδιάζεις μια εκκλησία είναι λιγάκι σαν να επανασχεδιάζεις τη θρησκεία, σαν να επαναπροσδιορίζεις την ουσία της» σημείωνε σε ένα κείμενο της δεκαετίας του ’50 ο Gio Ponti. Ο ιταλός αρχιτέκτονας υπογράμμιζε έτσι την ανάγκη αποκάλυψης της ουσίας των πραγμάτων, της εγκατάλειψης κάποιων επιφανειακών συμβάσεων που είναι αποτέλεσμα περισσότερο πνευματικής αδράνειας. Χωρίς αμφιβολία το θέμα είναι από τα πιο απαιτητικά για τον σύγχρονο αρχιτέκτονα, από τον οποίο απαιτείται η ικανότητα υπέρβασης και αναμέτρησης με την ίδια την ιστορία και μια μακραίωνη, ισχυρότατη παράδοση.
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα η σχέση μεταξύ δυτικής ναοδομίας και αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας υπήρξε αντιφατική και για τον λόγο ότι το μοντέρνο κίνημα προσανατολίστηκε περισσότερο στην επίλυση «πολιτικών» και κοινωνικών προβλημάτων, όπως η εξασφάλιση βιώσιμων οικιστικών συνθηκών για τις μάζες των βιομηχανικών εργατών και η ανανέωση της αρχιτεκτονικής γλώσσας, σχετικής με τυπολογικά θέματα που αντιστοιχούσαν σε πιο πιεστικές ανάγκες του σύγχρονου πολιτισμού. Με ανάλογο τρόπο προσανατολίστηκαν και οι νεότερες γενιές των αρχιτεκτόνων, πλησιέστερων στα αιτήματα της νέας αρχιτεκτονικής και πάντως αποκλεισμένων από την επεξεργασία του κτιριολογικού θέματος του σύγχρονου ναού. Τα εκκλησιαστικά κτίρια, κατά συνέπεια, που εναρμονίζονταν με το κλίμα του σύγχρονου αρχιτεκτονικού διαλόγου πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη με σημαντική καθυστέρηση, που οφείλουμε να πούμε ότι οφείλεται τόσο στον ακαδημαϊσμό της αρχιτεκτονικής παράδοσης των τελευταίων αιώνων όσο και στον συντηρητισμό των εκκλησιαστικών αρχών.
Το γεγονός αυτό οδήγησε, όχι σπάνια, σε παρανοήσεις και στην πραγματοποίηση εκκλησιαστικών κτιρίων που αφενός χαρακτηρίζονται από έναν μοντερνιστικό φορμαλισμό, αφετέρου από την εφαρμογή τυπολογικών λύσεων ουσιαστικά συμβατικών. Παρά τον υπολογίσιμο αριθμό «νέων» εκκλησιών, τα άξια παραδείγματα υψηλής αρχιτεκτονικής δεν είναι πολλά και συνήθως προέρχονται από ιδιαίτερα γνωστούς και ταλαντούχους μελετητές. Το θέμα άλλωστε είναι τόσο ευαίσθητο και ολισθηρό που δεν αφήνει περιθώρια για αβασάνιστους πειραματισμούς, ενώ ως πρόσφατα δεν περιλαμβανόταν στα ενδιαφέροντα της αρχιτεκτονικής κριτικής. Ακόμη όμως και όταν συμβαίνει αυτό, η ανάλυση έχει κυρίως μορφοπλαστικό χαρακτήρα, παραβλέποντας το ειδικό πνευματικό, υπερβατικό θα λέγαμε, περιεχόμενο που πρέπει να διέπει την οντολογία του εκκλησιαστικού κελύφους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από τα σημαντικότερα παραδείγματα της δυτικής «νέας ναοδομίας», πέρα από τα στοιχεία ανανέωσης που εισάγουν στο τυπολογικό επίπεδο και σε εκείνο της λειτουργίας (με τη διπλή έννοια της λέξης), βρίσκονται σε έναν αιρετικό διάλογο με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, με την έννοια ότι υπερβαίνουν τις συμβάσεις της και συμβάλλουν στον εμπλουτισμό αυτού καθαυτού του αρχιτεκτονικού πολιτισμού της εποχής τους.
Η δυτική τυπολογία
Η δυτική εκκλησιαστική τυπολογία σήμερα δεν έχει καταλήξει σε αποκρυσταλλωμένες λύσεις. Χαρακτηρίζεται από ένα καθεστώς ελεύθερων επιλογών που συνδέονται τόσο με τις τεχνολογικές εξελίξεις όσο και με την προσωπικότητα των μεμονωμένων αρχιτεκτόνων, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του δομημένου περιβάλλοντος στο οποίο ο ναός εντάσσεται. Το κτίριο της εκκλησίας είναι ένα σχεδιαστικό θέμα όπως όλα τα άλλα που συνθέτουν την ταυτότητα του ιστού της πόλης. Η ιδιαιτερότητά του επιτρέπει την επεξεργασία ενός διακεκριμένου αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, αλλά δεν συνιστά την απομόνωση ή την έλλειψη κάθε διαλόγου και οργανικής ένταξης στο αστικό (ή και στο φυσικό) πλαίσιο.
Είναι γνωστό ότι στη νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική το θέμα του χαρακτήρα της ορθόδοξης εκκλησίας, και αν ακόμη έχει τεθεί, δεν έχει οδηγήσει σε ουσιαστική αντιμετώπιση. Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε σε κάποιες προσπάθειες (ιδιαιτέρως σε μη πραγματοποιημένες μελέτες) που στο πλαίσιο της συνολικής αρχιτεκτονικής παραγωγής του αιώνα μας καταλαμβάνουν μια περιθωριακή θέση. Ο τελευταίος που ασχολήθηκε δημιουργικά με το θέμα είναι ο Αριστοτέλης Ζάχος (1872-1939), ο οποίος περιορίστηκε σε μια επεξεργασία του νεοβυζαντινού λεξιλογίου υιοθετώντας, σε λίγες περιπτώσεις, το οπλισμένο σκυρόδεμα. Η εκκλησιαστική κτιριολογία αποτελεί ταμπού για τους έλληνες αρχιτέκτονες, ενώ τα πρόσφατα χτισμένα παραδείγματα που μας περιβάλλουν είναι συχνά ανάξια οποιουδήποτε κριτικού σχολίου. Ισως σήμερα είναι καιρός η ελληνική Εκκλησία να προσεγγίσει με νέα αντίληψη το ζήτημα, όχι μόνο για να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής αλλά κυρίως για να επαναπροσδιορίσει την έννοια της πίστης σε διαφοροποιημένες κοινωνικές συνθήκες και να εξασφαλίσει την ουσιαστική συμμετοχή της στον αστικό και στον πνευματικό πολιτισμό της τρίτης χιλιετίας.
Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι ιστορικός της αρχιτεκτονικής.