Με το σπινθηροβόλο και χαρίεν πνεύμα του σε πλήρη ακμή και ενώ συνέχιζε στα 89 του χρόνια τη δημιουργική του επιστημονική δραστηριότητα έφυγε την πρώτη μέρα της άνοιξης (1.3.98) ο Ακαδημαϊκός Μανόλης Χατζηδάκης, Επίτιμος Γενικός Εφορος Αρχαιοτήτων, Πρύτανης των Ελλήνων Βυζαντινολόγων με διεθνή αναγνώριση και ακτινοβολία.


Η πολυεδρική του προσωπικότητα, το πολύπλευρο έργο του, η μακροχρόνια ενεργός επιστημονική παρουσία του δυσκολεύουν και το σχηματικό ακόμη περίγραμμα της προσφοράς του, που θα το επιχειρήσουμε όμως, έστω και αν σχηματοποιούμε και απλουστεύουμε τα πράγματα.


Αν και ξεκίνησε την καριέρα του (1934) από ένα ιδιωτικό μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, στο οποίο και υπηρέτησε 40 χρόνια δίνοντάς του ξεχωριστή αίγλη, γρήγορα εντάχθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία (1943) στον τομέα των Βυζαντινών Μνημείων. Ταυτίστηκε με τη δύσκολη αποστολή της προστασίας των μνημείων, που απαιτεί επιστημονική κατάρτιση και μεθοδικότητα αλλά και υπαλληλικό ήθος και ευθύνη. Εφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου (με ρήγμα την περίοδο της δικτατορίας), Γενικός Εφορος Αρχαιοτήτων. Αποστολές στη Ζάκυνθο, για να περισώσει τις εικόνες από το χάσμα του σεισμού και τον όλεθρο της φωτιάς. Στο Σινά, στον Πανάγιο Τάφο.


Κορύφωση της μουσειακής του πείρας, της γνώσης του αντικειμένου, της υψηλής του καλαισθησίας η οργάνωση της έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στα 1964 στο Ζάππειο. Ο τίτλος της έκθεσης «Η Βυζαντινή Τέχνη, Τέχνη Ευρωπαϊκή» δείχνει τους στόχους και τις αντιλήψεις του Χατζηδάκη για τη βυζαντινή τέχνη.


Σημαντικότερη ίσως προσφορά του: η οργάνωση για πρώτη φορά της συντήρησης με σύστημα και μέθοδο με την ίδρυση του Κεντρικού Εργαστηρίου Συντηρήσεως στο Βυζαντινό Μουσείο, από όπου ξεκινούν συνεργεία με επικεφαλής τους άξιους συντηρητές Φ. Ζαχαρίου, Τ. Μαργαριτώφ, Στ. Μπαλτογιάννη, τον αείμνηστο Γ. Κολέφα κ.ά., για να συντηρήσουν τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, εικόνες σε όλη την Ελλάδα αλλά και πέρα από αυτή, στο Σινά, στην Κύπρο, στην Παλαιστίνη. Τα εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα τοιχογραφιών που αποκαλύφθηκαν, οι εικόνες και τα ψηφιδωτά που καθαρίστηκαν και συντηρήθηκαν πλούτισαν τη γνώση μας για τη βυζαντινή ζωγραφική.


Τηλεγραφική καταγραφή μιας υπεργόνιμης προσφοράς με συνέπεια και σταθερότητα, αλλά χωρίς ακρότητες και άσκοπες συγκρούσεις.


Το επιστημονικό έργο


Παρ’ όλη αυτή την υπερβολική πρακτική απασχόληση, ο Χατζηδάκης δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά, να ερευνά, να ερμηνεύει τη βυζαντινή τέχνη. Σε δύο όμως τομείς η επιστημονική συμβολή του υπήρξε καθοριστική.


Ο πρώτος αφορά την αισθητική προσέγγιση της Βυζαντινής Ζωγραφικής. Οπλισμένος με πλατιά και βαθιά γνώση των έργων, με αυστηρή μέθοδο συνδυασμένη με μια σπάνια καλλιτεχνική διεισδυτικότητα, επέτυχε να εισέλθει στον μυστικό κόσμο των εικόνων, να ανακαλύψει το δικό τους κάλλος και να το διατυπώσει στα βιβλία του με λόγο διαυγή και καλλιεπή. Οι Εικόνες του Ινστιτούτου της Βενετίας, οι Εικόνες της Πάτμου, οι Εικόνες του Σινά είναι μερικά από τα βιβλία του όπου αποθησαύρισε την πολύτιμη εμπειρία του και τη βαθιά γνώση του. Είχε όμως και ένα άλλο χάρισμα: αυτή τη γνώση να την κάνει μεθεκτή στο ευρύτερο κοινό με βιβλία, που ενώ είχαν όλο το κύρος της επιστημονικής γνώσης και της πρωτοτυπίας, ήταν προσιτά στον μέσο αναγνώστη. Ο «Μυστράς» είναι ίσως το καλύτερο δείγμα αυτής της δουλειάς.


Ο δεύτερος τομέας είναι η Μεταβυζαντινή Ζωγραφική, η Κρητική κατά κύριο λόγο Σχολή. Εδώ οι γενικότερες για την περίοδο αυτή μελέτες του, καθώς και οι ειδικότερες, όπως για τον Θεοφάνη, είναι μοναδικές στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και φανερώνουν τον Χατζηδάκη ως τον αυθεντικότερο μελετητή της Κρητικής Σχολής με προεκτάσεις στο πρώιμο έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, όπου μάλιστα ευτύχησε να δει να δικαιώνονται οι «τολμηρές» του αποδόσεις έργων.


Τη μελέτη του όμως επεξέτεινε και στην τελευταία περίοδο της μεταβυζαντινής περιόδου, τον 18ο αι., που τον θεωρεί όχι πλέον ως παρακμή, αλλά ως μια περίοδο με τέχνη ζωντανή, εμπλουτισμένη από μια λαϊκή δροσερή αντίληψη. Το Λεξικό για τους μεταβυζαντινούς ζωγράφους καταγράφει αυτές του τις θέσεις, που ανοίγουν νέους δρόμους.


Ενας ακόμη τομέας που συνδέεται και με την εφημερίδα αυτή, «Το Βήμα», της οποίας υπήρξε συνεργάτης, είναι η κριτική της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Τα άρθρα του για τη νεοελληνική τέχνη έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν για τη βυζαντινή. Σωστή ανάλυση, ευθύβολη κρίση για καλλιτέχνες, που τη δικαίωσε η μετέπειτα πορεία τους. Οι λίγες ακόμη, αλλά τεκμηριωμένες, συνθετικές εργασίες του αποτελούν πολύτιμη συμβολή στην όχι και τόσο πλούσια βιβλιογραφία της νεοελληνικής τέχνης.


Ο δάσκαλος


Θα επιθυμούσα να επιγράψω στην παράγραφο αυτή ο καθοδηγητής, αν η λέξη δεν είχε φθαρεί από την πολιτική και κομματική ορολογία.


Ο Χατζηδάκης είχε το χάρισμα του συνομιλητή. Ηταν ο ευχάριστος καθοδηγητής της έρευνας του καθενός που εργαζόταν κοντά του, σύμφωνα με τις κλίσεις του και τις δυνάμεις του. Στα χρόνια 1960-67 το Βυζαντινό Μουσείο είναι ένα σωστό σπουδαστήριο. Εκεί φοιτούν οι περισσότεροι από τους σημερινούς Εφόρους Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και πολλοί από τους ακαδημαϊκούς δασκάλους της Βυζαντινής Τέχνης.


Εκεί μαθαίνουμε να «βλέπουμε» το έργο της ζωγραφικής, να το κατανοούμε, να το εντάσσουμε στην εποχή του, να το χαιρόμαστε. Με μεθοδικότητα που δεν νεκρώνει τους ζωντανούς χυμούς του έργου. Με καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά και ακριβή γνώση.


Ολοι όσοι βρεθήκαμε κοντά του πήραμε ό,τι ο καθένας μπορούσε να προσλάβει. Ισως η καλύτερη εξόφληση μέρους του χρέους θα είναι να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα, από εκεί όπου μας οδήγησε, με την προσωπική του καθενός μας διακινδύνευση.


Ο κ. Νίκος Ζίας είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων.