Η διαμάχη για την «υπόθεση Κίσινγκερ»

Η διαμάχη για την «υπόθεση Κίσινγκερ» Με αφορμή μια δήλωση που αποδόθηκε στον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Χένρι Κίσινγκερ και η οποία χρησιμοποιήθηκε από μια μερίδα του Τύπου προτού καταγγελθεί ως πλαστή, καθώς και από σχετικά δημοσιεύματα των «Νέων Εποχών», «Το Βήμα» έλαβε από τον καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά και δημοσιεύει την ακόλουθη επιστολή. Στον κ. Γιανναρά απαντούν εν συνεχεία οι συνεργάτες




Με αφορμή μια δήλωση που αποδόθηκε στον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ κ.
Χένρι Κίσινγκερ και η οποία χρησιμοποιήθηκε από μια μερίδα του Τύπου προτού καταγγελθεί ως πλαστή, καθώς και από σχετικά δημοσιεύματα των «Νέων Εποχών», «Το Βήμα» έλαβε από τον καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά και δημοσιεύει την ακόλουθη επιστολή. Στον κ. Γιανναρά απαντούν εν συνεχεία οι συνεργάτες της εφημερίδας κκ. Αντ. Λιάκος και Ι. Κ. Πρετεντέρης.


* Σε δύο διαδοχικά φύλλα του «Βήματος» (28.9 και 5.10.97) δημοσιεύτηκαν άρθρα του κ. Ι. Κ. Πρετεντέρη (με τίτλο «Το εθνικό μας κατενάτσιο») και του καθηγητή κ. Αντώνη Λιάκου (με τίτλο «Η πλαστογραφία στην υπηρεσία της συνωμοσίας»). Τα κείμενα αυτά αναφέρονταν άμεσα και επώνυμα στο πρόσωπό μου και, αν υπάρχει στη νομοθεσία περίπτωση προσβολής διά του Τύπου της προσωπικότητας ενός πολίτη (της εντιμότητας και του ήθους του), νομίζω ότι βρίσκει την ακριβή εφαρμογή της στα δημοσιεύματα αυτά. Γι’ αυτό και σας παρακαλώ να καταχωρήσετε στην εφημερίδα σας την παρούσα απάντησή μου.


Τόσο ο κ. Πρετεντέρης όσο και ο κ. Λιάκος με κατηγορούν απερίφραστα για «πλαστογραφία», «επιστράτευση και εκμετάλλευση πλαστού κειμένου για την τεκμηρίωση ιδεολογικών επιχειρημάτων», «χρήση πλαστού ή παραποιημένου αποδεικτικού υλικού, που δεν αποτελεί και την εντιμότερη πνευματική πράξη» κλπ. Αφορμή για το βαρύτατο αυτό κατηγορητήριο ήταν επιφυλλίδα που δημοσίευσα στις 24.8.97 στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» με έναυσμα (και μόνο) απόφθεγμα του Χένρι Κίσινγκερ, το οποίο και δήλωνα ότι παραθέτω κατά πιστή αντιγραφή από το περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος» τής 14.8.97.


Το απόφθεγμα αυτό του Κίσινγκερ, προτού δημοσιευθεί στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και παρατεθεί στην επιφυλλίδα μου, είχε διαψευσθεί από τον ίδιο σε ιδιωτική επιστολή και η είδηση της διάψευσης είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» (13.6.97). Τόσο ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» όσο και εγώ που εμπιστεύθηκα την εγκυρότητα του δημοσιεύματός του οφείλαμε να είμαστε ενήμεροι για τη διάψευση του αποφθέγματος Κίσινγκερ. Γι’ αυτό και μόλις έλαβα γνώση (καθυστερημένα) της διάψευσης, δημοσίευσα στην επιφυλλιδογραφική μου στήλη τη σχετική γνωστοποίηση (21.9.97), αν και δεν είχα διεκδικήσει ειδησεογραφική «αποκλειστικότητα» της δήλωσης Κίσινγκερ, αλλά μόνο δηλωμένη αντιγραφή από έγκυρο περιοδικό του ίδιου δημοσιογραφικού συγκροτήματος στο οποίο ανήκει και η εφημερίδα σας.


Αλλά από τη δημόσια ομολογημένη ελλιπή ενημέρωση ως την εσκεμμένη χρήση πλαστού κειμένου ή και την ωμή «πλαστογραφία» που, κατά τους αρθρογράφους σας, «επιστρατεύεται» για να «τεκμηριωθούν ιδεολογικά επιχειρήματα», η απόσταση είναι μάλλον μεγάλη. Εναπόκειται βεβαίως στους νοήμονες αναγνώστες να κρίνουν τη σκοπιμότητα του άλματος. Συνοδεύεται άλλωστε το άλμα από τόσες και τέτοιες λοιδορίες (του τύπου «την πάτησαν οι Ελληνάρες») όσο και από σαφείς υπαινιγμούς για «φασισμό» ανάλογον με αυτόν του Μεσοπολέμου («μείγμα συνωμοσιολογίας, κομφορμισμού, προθέσεων ηγεμονίας στο εθνικό ακροατήριο» κλπ.).


Θα μου επιτρέψετε να υπογραμμίσω ότι την παράθεση του αποφθέγματος Κίσινγκερ στην επιφυλλίδα μου δεν τη συνόδευε η παραμικρή αναφορά ή νύξη, άμεση ή έμμεση, σε διεθνή ή άλλη συνωμοσία διαφαινόμενη μέσα από το παρατιθέμενο απόσπασμα. Αντίθετα, το κείμενό μου δήλωνε ρητά ότι αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η θεματική μου ήταν τελείως άλλη: επικεντρωνόταν στην προσπάθεια ερμηνείας έκδηλων συμπτωμάτων μειονεξίας του δήθεν «προοδευτικού» σημερινού Νεοέλληνα.


Θα περίμενα απάντηση των αρθρογράφων σας σε αυτήν ακριβώς τη θεματική και όχι τόσο κατάφωρη μετάθεσή της. Οι γόνιμες θέσεις ανέχονται αντίλογο, δίχως καταφυγή στην τεχνητή και πληθωρική κατασυκοφάντηση του αντιλέγοντος.


Με εξαιρετική τιμή,


Χρήστος Γιανναράς


* Η απάντηση του κ. Αντ. Λιάκου έχει ως εξής:


Η επιφυλλίδα του κ. Γιανναρά (24.8.97) είχε τον εύγλωττο τίτλο «Κίσινγκερ: Ελλην προοδευτικός». Το απόφθεγμα, δηλαδή, του Κίσινγκερ δεν χρησιμοποιήθηκε ως έναυσμα αλλά ως δομικό στοιχείο του κατηγορητηρίου εναντίον των «προοδευτικών ελλήνων διανοουμένων», πως τάχα «υλοποιούν τη στρατηγική» που εισηγείται ο πρώην αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, απεργαζόμενοι την καταστροφή του Ελληνισμού. Το κείμενο, όπως εξήγησα στο άρθρο μου («Το Βήμα», 5.10.97), φαίνεται ύποπτο πλαστότητας από την πρώτη ανάγνωση. Αν ο κ. Γιανναράς δεν είχε τη δυνατότητα να το καταλάβει, θα είχε πληροφορηθεί ασφαλώς ότι η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (26.8.97), δύο μόλις ημέρες μετά την επιφυλλίδα του, χαρακτήρισε το κείμενο «ανύπαρκτο» και περιέγραψε τις περιπέτειες της εμφάνισής του. Ο κ. Γιανναράς όμως εσιώπησε. Συνέχισε να σιωπά και όταν υποστηρικτές των απόψεών του, αφορμώμενοι από το άρθρο του, τόνιζαν με νόημα την εβραϊκή καταγωγή του Κίσινγκερ και ζητούσαν να «απομονωθούν» αυτοί οι κακοί διανοούμενοι («Καθημερινή», 9.9.97). Αναγκάστηκε μετά από πέντε εβδομάδες να παραθέσει σε υποσημείωση μιας επιφυλλίδας του ότι το κείμενο έχει διαψευσθεί από τον συντάκτη του, αφού προκλήθηκε από τον κ. Νίκο Αλιβιζάτο, ο οποίος παρέθετε τα σχετικά στοιχεία («Καθημερινή», 17.9.97). Δεν ανασκεύασε όμως το αρχικό του επιχείρημα και προπαντός την ενοχοποιητική σύνδεση που στηριζόταν στο πλαστό κείμενο. Αυτή η σύνδεση ήταν που προκάλεσε τις αντιδράσεις και όχι απλώς η παράθεση ψευδών στοιχείων. Ετσι κι αλλιώς ο κ. Γιανναράς μάς έχει συνηθίσει σ’ αυτό, ιδιαίτερα κάθε φορά που χρησιμοποιεί την Ιστορία στα επιχειρήματά του. Αλλά ο κ. Γιανναράς συνέχισε να σιωπά και όταν ο κ. Σαρτζετάκης λοιδορούσε τον κ. Αλιβιζάτο και τον χαρακτήριζε, μεταξύ άλλων, «απολογητή» του Κίσινγκερ («Καθημερινή», 24.9 και 2.10.97). Προφανώς ούτε τότε δεν συνέτρεχε «περίπτωση προσβολής διά του Τύπου της προσωπικότητας του πολίτη», ούτε όταν οι κατηγορίες για εθνική μειοδοσία απευθύνονται, με εβδομαδιαία συχνότητα, στους διανοουμένους που αρθρογραφούν στα «προοδευτικά κυριακάτικα φύλλα». Τελικά η επιστολή του κ. Γιανναρά αποδεικνύει δυστυχώς ότι ο ίδιος εμφορείται από μια εξαιρετικά ελαστική αντίληψη του ήθους και της εντιμότητας.


* Η απάντηση του κ. Ι. Κ. Πρετεντέρη έχει ως εξής:


Ακόμη αδυνατώ να αντιληφθώ τι είναι αυτό στα αναφερόμενα δημοσιεύματα του «Βήματος» που συνιστά «περίπτωση προσβολής διά του Τύπου της προσωπικότητας ενός πολίτη, της εντιμότητας και του ήθους του». Πόσο μάλλον που στο δικό μου τουλάχιστον δημοσίευμα ο κ. Χρ. Γιανναράς ανεφέρθη άπαξ, ακροθιγώς και μεταξύ άλλων ως μέρος ενός ευρύτερου ζητήματος. Αυτό είναι όλο.


Τι με απασχόλησε; Το υπενθυμίζω άλλη μία φορά: μια απίστευτη και τερατώδης δήλωση περί Ελληνισμού που αποδίδεται στον Χένρι Κίσινγκερ (δήλωση η οποία τελικώς απεδείχθη ανύπαρκτη!) έκανε τον γύρο του ελληνικού Τύπου και χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο μιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας. Ο κ. Γιανναράς έπεσε και αυτός θύμα μιας κατασκευής και μιας ανακύκλωσης; Ουδείς του καταλόγισε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Γεγονός είναι ότι (έστω εν αγνοία του…) έκανε χρήση πλαστού αποδεικτικού υλικού, πράγμα το οποίο παραδέχεται και στην επιστολή του.


Το ουσιαστικό, όμως, πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Γιατί άραγε τόσοι σοβαροί και αξιόλογοι άνθρωποι σπεύδουν να αγκαλιάσουν και να υιοθετήσουν υπέρ των απόψεών τους μια δήλωση που εξαρχής φάνταζε και βλακώδης και απίστευτη; Μήπως επειδή θεωρούν ότι αυτές οι κουταμάρες μπορεί να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Εκεί βρίσκεται η ουσία των πραγμάτων, αυτό επεσήμανα και δεν αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς προσβάλλει την προσωπικότητα του κ. Γιανναρά.


Σε αυτό το γεγονός (το οποίο ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει) στήριξα την κριτική ενός ολόκληρου τρόπου σκέψης που (ευτυχώς οριακά…) ευδοκιμεί στη χώρα μας. Υποστήριξα (τώρα και σε παλαιότερα δημοσιεύματά μου) ότι αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερος, πολιτικά παρθένος ή ιστορικά πρωτοεμφανιζόμενος: εγγράφεται σε μια υπεραιωνόβιο ιδεολογική παράδοση, η οποία στη διάρκεια του Μεσοπολέμου προμήθευσε το βασικό ιδεολογικό υπόστρωμα του φασισμού. Δεν πρόκειται για συκοφαντία αλλά για διαπίστωση. Και ούτε επ’ αυτού ανακαλύπτω τίποτα καινούργιο: υπάρχει μια ογκωδέστατη διεθνής βιβλιογραφία στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο κάθε ενδιαφερόμενος.


Κατανοώ την ενόχληση του κ. Γιανναρά να αποδεχθεί την εγγραφή των απόψεών του σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο. Η συναναστροφή δεν είναι και πολύ κολακευτική. Μόνο που γι’ αυτό δεν φταίω εγώ αλλά οι απόψεις του. Θα χαιρόμουν ιδιαίτερα αν η κατανοητή ενόχληση τον οδηγούσε στην επανεξέτασή τους.


Ο κ. Γιανναράς περιμένει, λέει, απαντήσεις στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει «έκδηλα συμπτώματα μειονεξίας του δήθεν «προοδευτικού» σήμερα Νεοέλληνα». Δεν ξέρω γιατί θα πρέπει να βαλθούμε όλοι μαζί, παρέα με τον κ. Γιανναρά, να διερευνούμε κάποια υποτιθέμενα «συμπτώματα μειονεξίας» που αυτός διαπιστώνει. Και δεν βλέπω γιατί συνιστά μειονεξία να θέλεις να εκσυγχρονίσεις τον τόπο σου, να τον κάνεις καλύτερο ή απλώς να τον αλλάξεις. Το αίτημα της αλλαγής, νομίζω, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της προόδου ­ χωρίς εισαγωγικά… Και οι «προοδευτικοί διανοούμενοι» θέλουν να τον αλλάξουν ακριβώς επειδή είναι προοδευτικοί.


Αντιθέτως, όποιος εμμένει στην άποψη ότι η ταυτότητα, τα πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, η πνευματική δομή μιας χώρας διατυπώθηκαν άπαξ διά παντός και παραμένουν αναλλοίωτα διά μέσου των αιώνων, πολύ φοβούμαι ότι εμπίπτει απολύτως (όπως σημείωνα και στο επίμαχο δημοσίευμα) στον ορισμό του «συντηρητισμού» κατά Ντισραέλι. Ολα αυτά, όμως, μου φαίνονται τόσο αυτονόητα και τόσο δεδομένα ώστε αναρωτιέμαι τι παραπάνω απάντηση αναζητεί ο κ. Γιανναράς.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.