Από τους μεσοβυζαντινούς αιώνες, εποχή όπου εμφανίζονται οι πρώτες εξωτερικές επιστημονικές επιδράσεις (οι αραβικές επιστήμες και ιδιαίτερα η αστρονομία), οι λόγιοι του Βυζαντίου υιοθετούν μια ελληνοκεντρική στάση υποστηρίζοντας ότι η μόνη αξιόπιστη αστρονομία είναι αυτή των «παλαιών» (των αρχαίων Ελλήνων), αντιμετωπίζοντας με υπερβολική καχυποψία τις γνώσεις των «νεωτέρων» (των Αράβων) και θεωρώντας ότι οι ίδιοι είναι οι δικαιωματικοί κληρονόμοι των γνώσεων των Ελλήνων. Αυτή η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση των άλλων πολιτισμών δυσκόλεψε την αφομοίωση των νέων αραβικών γνώσεων από τους βυζαντινούς λογίους, οι οποίες όμως, παρ’ όλα αυτά, θα διεισδύσουν σταδιακά, εξαιτίας των στενών επαφών Αράβων – Βυζαντίου.
Στους παλαιολόγειους χρόνους, εποχή μεγάλης επιστημονικής άνθησης και ταύτισης της άρχουσας τάξης με τους λογίους, διαμορφώνεται μια ιδεολογία σε σχέση με τις μαθηματικές επιστήμες των αρχαίων Ελλήνων η οποία έχει τις ρίζες της στην προσπάθεια αναβίωσης του Βυζαντίου από την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η ιδεολογία αυτή θεωρεί βασικό στοιχείο του βυζαντινού πολιτισμού τις επιστήμες αυτές. Δημιουργούνται δύο αστρονομικές σχολές, η «ελληνική», της πτολεμαϊκής αστρονομίας, και η «νεώτερη», της περσικής αστρονομίας, με τους οπαδούς τους, ενώ υπάρχουν και λόγιοι που δέχονται και τις δύο. Οι «ελληνοκεντρικοί» συχνά στηρίζουν τις απόψεις τους με καθαρά ιδεολογικά επιχειρήματα (μεγαλείο της ελληνικής επιστήμης, κληρονομιά της από αυτούς που ομιλούν την ίδια γλώσσα), ενώ οι «νεωτεριστές» προσπαθούν να αμυνθούν με μαθηματικά επιχειρήματα (ούτως ή άλλως, λόγω των σφαλμάτων των δευτέρων, και οι δύο θεωρίες είναι εξίσου ισχύουσες ή μη). Τον τελευταίο αιώνα του Βυζαντίου διαμορφώνεται και μια τρίτη τάση, αυτή της εισαγωγής γνώσεων λατινικής παράδοσης (επιστήμες των εβραίων καραϊτών της Προβηγκίας, ισπανική αστρονομία), και τα σχετικά χειρόγραφα μεταφράζονται στα ελληνικά από λογίους οι οποίοι κατά κανόνα υποστηρίζουν την ένωση των Εκκλησιών. Η «ελληνοκεντρικότητα» φθίνει σταδιακά, με αποτέλεσμα μια πολύ ενδιαφέρουσα μείξη επιστημονικών γνώσεων διαφόρων πολιτισμών στο λυκαυγές της αυτοκρατορίας.
Η ανανέωση του Λουκάρεως
Τον 16ο αιώνα δύσκολα ανιχνεύουμε κάποιες ιδεολογικές τάσεις στις επιστήμες στον ελληνικό χώρο, ο συνολικός όμως αριθμός των λογίων αυτού του αιώνα (περί τους 50) δεν αφήνει και πολλά περιθώρια παρόμοιων διεργασιών στον συγκεκριμένο τομέα.
Το 1618 χειροτονείται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Κύριλλος Λούκαρις, ο πρώτος σε αυτόν τον θρόνο ο οποίος σπούδασε στην Ιταλία. Το νέο πνεύμα που εμφύσησε ο Λούκαρις στους εκκλησιαστικούς και αριστοκρατικούς ελληνικούς κύκλους (υποστήριξε τις προτεσταντικές ιδέες την κρίσιμη περίοδο του τριακονταετούς πολέμου) είχε σημαντικό αντίκτυπο στη διδασκαλία των επιστημών στα ελληνικά σχολεία, την οποία προώθησε ιδιαίτερα, εγκαινιάζοντας συγχρόνως μια ιδεολογία «ελληνικότητας» των επιστημονικών γνώσεων, δηλαδή αναβίωσής τους στον χώρο γένεσής τους, την Ελλάδα.
Πράγματι, στο πλαίσιο της γενικής ανανέωσης που προσπάθησε να επιβάλει, ο Λούκαρις εκάλεσε το 1622 τον Θεόφιλο» για να διδάξει στην Πατριαρχική Σχολή, όπου ο τελευταίος εισήγαγε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας, πράγμα που σημαίνει επίσης τη διδασκαλία της φυσικής, της γεωγραφίας και της αστρονομίας. Ο Κορυδαλέας, όπως και πολλοί άλλοι λόγιοι της εποχής του, σπούδασε στην Ιταλία, όπου του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας η γνώση την οποία έψαχνε: η επιστημονική γνώση των αρχαίων Ελλήνων, όπως αυτή βεβαίως διαμορφώθηκε στην Ιταλία ύστερα από την Αναγέννηση και τη συμβολή των βυζαντινών λογίων. Δάσκαλός του στη φυσική φιλοσοφία υπήρξε ο Τσέζαρε Κρεμονίνι, φανατικός αριστοτελικός, γνωστός αντίπαλος του Γαλιλαίου. Εμπνευσμένος από αυτή τη διδασκαλία αλλά και από το πνεύμα αναγέννησης των ελληνικών επιστημών στον γεωγραφικό τους χώρο, ο Κορυδαλέας θα επεξεργαστεί την αριστοτέλεια φυσική και θα μεταδώσει έναν νεο-αριστοτελισμό ο οποίος θα σημαδέψει τον βαλκανικό χώρο ως το τέλος του 18ου αιώνα. Ο αριστοτελισμός του Κορυδαλέα διαφέρει σημαντικά από αυτόν του Κρεμονίνι, και εδώ εισέρχεται η ιδεολογία μιας ταυτότητας η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ελληνική. Ο Κορυδαλέας αναγιγνώσκει τον Αριστοτέλη στην ευθεία ελληνική του παράδοση, ακολουθώντας τους σχολιαστές που έγραψαν στην ελληνική γλώσσα και όχι στη λατινική. Η ανάγνωση αυτή και η ισχυρή παράδοσή της για ενάμιση περίπου αιώνα διαφοροποιούν σαφώς τη φυσική φιλοσοφία που διδάσκεται στον ελληνικό χώρο από αυτήν που διδάσκεται στο πανεπιστήμιο όπου σπουδάζουν κυρίως οι Ελληνες, αυτό της Πάδοβας, μια διαφοροποίηση που έχει τις ρίζες της σε λόγους ταυτότητας: ο Κορυδαλέας θεωρεί τον εαυτό του συνεχιστή της αρχαίας ελληνικής επιστήμης, σε ευθεία παράδοση.
Η αναβάθμιση του χριστιανισμού
Η ταυτότητα αυτή είναι συνυφασμένη με έναν πολιτικό στόχο: την αναβάθμιση του χριστιανικού στοιχείου στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ανάδειξή του σε κύριο παράγοντα. Ενα από τα πλεονεκτήματα αυτού του στοιχείου σε σχέση με το μουσουλμανικό ήταν η παιδεία. Η επιστημονική παιδεία διαφοροποιούσε σαφώς τους χριστιανούς από τους μουσουλμάνους, μιας και οι μεντρεσέδες της αυτοκρατορίας, τα μουσουλμανικά δηλαδή σχολεία, υπό την άμεση εποπτεία των μουφτήδων, ουδέποτε κατάφεραν να προσφέρουν σπουδές σε αυτόν τον τομέα. Οι προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν από φωτισμένους μουσουλμάνους δασκάλους απέτυχαν πολύ γρήγορα, λόγω της άμεσης εκκλησιαστικής αντίδρασης. Ετσι, ως τα τέλη του 18ου αιώνα οι επιστήμες παρέμειναν «προνόμιο» των ελληνικών σχολείων, όπου φοιτούσαν όλοι οι χριστιανοί της αυτοκρατορίας.
Σαφής στόχος των ελλήνων λογίων που δίδαξαν τις μαθηματικές και φυσικές επιστήμες από την εποχή του Λουκάρεως και μετά υπήρξε η αναβίωσή τους στον ελληνικό χώρο, με το σκεπτικό ότι αυτός ήταν ο χώρος όπου γεννήθηκαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα οι έλληνες φοιτητές στη Δύση είχαν στόχο σπουδών τη μελέτη της αρχαίας επιστήμης (αριθμητική και γεωμετρία βασισμένη στις αρχές του Νικόμαχου, του Διόφαντου και του Ευκλείδη, πτολεμαϊκή αστρονομία, αριστοτέλεια φυσική). Τις σπουδές αυτές τούς τις παρείχε το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έφερε η διδασκαλία του Πολένι μετά το 1639, στην οποία αντιστάθηκαν για αρκετά χρόνια οι έλληνες σπουδαστές. Κατά τον 17ο και το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα οι Ελληνες που φοιτούν στην Ευρώπη έρχονται πολλάκις σε επαφή με τις νέες επιστημονικές ιδέες, αυτές όμως δεν εμπίπτουν στα ενδιαφέροντά τους, που είναι η μελέτη της αρχαίας επιστήμης. Ετσι, παρά την επαφή τους με τη «νεώτερη επιστήμη» (όπως αποκαλούν οι λόγιοι της εποχής τις ιδέες της επιστημονικής επανάστασης), οι Ελληνες δεν μεταφέρουν αυτές τις γνώσεις παρά παρεμπιπτόντως, ούτε και τις μελετούν. Απεναντίας, ως το ήμισυ του 18ου αιώνα δημιουργείται στον ελληνικό χώρο ένα υπόβαθρο μελέτης των αρχαίων ελληνικών επιστημών με συγγράμματα και διδασκαλία, ενώ συγχρόνως παρουσιάζεται η ιστορία των επιστημών ως ελληνική ιστορία. Στο κυριότερο επιστημονικό σύγγραμμα του πρώτου ημίσεος του 18ου αιώνα, την Οδό μαθηματικής των Μεθοδίου Ανθρακίτη και Μπαλάνου Βασιλόπουλου (πρώτη έκδοση το 1749 στη Βενετία), προτάσσεται μια «ιστορία περί ευρέσεως, αρχαιότητος, αυξήσεως, και κατά το τέλειον επιδόσεως της μαθηματικής», όπου οι Ελληνες παίζουν τον αποκλειστικό ρόλο. Η ιστορία της επιστήμης αυτής σταματά στον Πάππο (μαθηματικός των αρχών 4ου αι. μ.Χ.) και παρά τη δήλωση του τίτλου περί «κατά το τέλειον επιδόσεως» καμία νύξη δεν γίνεται για τις μετέπειτα εξελίξεις. Αλλά και το «προοίμιον» του βιβλίου, το οποίο πραγματεύεται τη σημασία συγγραφής του, είναι εμποτισμένο από την ιδέα της αναγέννησης και της συνέχειας των ελληνικών μαθηματικών. Ο συγγραφέας οικτίρει τους Ελληνες για τη σκλαβιά, αποθεώνει τους Αρχαίους που γέννησαν και ανέθρεψαν τις επιστήμες, οι οποίες «παρά πάσι θαυμάζονται».
Η μαθηματική παιδεία
Την ιδέα της αποδοχής της κληρονομιάς των επιστημών από τους σύγχρονους Ελληνες, η οποία σαφώς αναπτύσσεται στην Οδό μαθηματικής, βρίσκουμε όλο τον 18ο αιώνα στους οπαδούς της αρχαίας ελληνικής επιστήμης (υποστηρικτές του αριστοτελισμού και των γεωμετρικών μεθόδων επίλυσης προβλημάτων), αλλά και στους Διαφωτιστές, αυτούς δηλαδή που εισάγουν τις νέες επιστημονικές ιδέες στον ελληνικό χώρο.
Στα μαθηματικά του βιβλία ο Ευγένιος Βούλγαρις εκθειάζει τη μαθηματική παιδεία των Αρχαίων, παρουσιάζει και αυτός μια ιστορία των μαθηματικών η οποία τελειώνει στον Πάππο, και αναφέρεται στους «νεώτερους» (Βιέτ, Καρτέσιο) ως οφειλέτες των Ελλήνων. Την ιδέα του χρέους των Δυτικών προς τους Ελληνες όσον αφορά τις επιστήμες θα την αναπτύξουν οι λόγιοι οι οποίοι μετά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα διδάσκουν τη σύγχρονή τους ευρωπαϊκή επιστήμη.
Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Δημήτριος Γοβδελάς, ο Σπυρίδων Ασάνης και ο Βενιαμίν Λέσβιος προβάλλουν το μεγαλείο της ελληνικής επιστήμης (η οποία σε τομείς όπως η γεωμετρία δεν έχει ξεπεραστεί σύμφωνα με τον Λέσβιο) και το χρέος των Δυτικών προς τους Ελληνες, θεωρώντας ότι οι πρόσφατες εξελίξεις συνιστούν τη συνέχιση της προσπάθειας των Αρχαίων.
Από τον Θεόφιλο Κορυδαλέα, ο οποίος εκφράζει το πνεύμα του θρησκευτικού ουμανισμού στις αρχές του 17ου αιώνα, ως τον Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος εκφράζει το πνεύμα του ρομαντισμού στις επιστήμες (με το «πανταχηκίνητο», μια ενοποιητική θεωρία της φύσης) στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στους έλληνες λογίους οι οποίοι δίδαξαν τις επιστήμες στα σχολεία του ελληνικού χώρου: η παραδοχή ότι οι σύγχρονοί τους Ελληνες είναι απόγονοι των Αρχαίων (αν και κατά πολλούς παρηκμασμένοι απόγονοι), η παραδοχή ότι οι επιστήμες συνιστούν το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής σκέψης και δη ένα μεγαλείο το οποίο αναγνωρίζεται από τους συγχρόνους τους Δυτικούς, και η παραδοχή ότι οι επιστήμες αυτές πρέπει να αναβιώσουν στον γεωγραφικό τους χώρο, τον ελληνισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο και ο ρόλος του ως συντηρητή και διακομιστή στη Δύση της αρχαίας ελληνικής επιστήμης δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου από τους λογίους αυτούς (οι αναφορές στους Βυζαντινούς περιορίζονται κυρίως στον Ανθέμιο και στον Θεοδόσιο, την πρώιμη δηλαδή βυζαντινή εποχή). Αυτό δεν σημαίνει ότι πολλοί από αυτούς δεν μελετούν και δεν σχολιάζουν βυζαντινά επιστημονικά κείμενα (ιδίως αστρονομικά της παλαιολόγειας περιόδου). Προφανώς όμως αυτά δεν εμπίπτουν στο σχήμα του «μεγαλείου» της ελληνικής επιστήμης, θεωρούνται πιθανόν δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τα αρχαία κείμενα και σίγουρα όχι «αναγνωρίσιμα» από τα δυτικά πανεπιστήμια.
Η ιδεολογία αυτή, η οποία με μικρές παραλλαγές αναπτύχθηκε επί δύο αιώνες πριν από την ελληνική επανάσταση, θα υιοθετηθεί γρήγορα από το ελληνικό κράτος. Στην οργανωμένη πια, με ευρωπαϊκά πρότυπα, μέση και ανώτατη εκπαίδευση θα τη συναντήσουμε όλο τον 19ο αιώνα και μεγάλο μέρος του 20ού. Ενώ όμως στην περίπτωση του ελληνικού κράτους λειτούργησε αρνητικά στην εκπαίδευση, η ιδεολογία αυτή προσέφερε πριν από την επανάσταση ένα έναυσμα για να γενικευθεί η διδασκαλία των επιστημών στα ελληνικά σχολεία και βοήθησε στη δημιουργία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Ο κ. Θύμιος Νικολαΐδης είναι ερευνητής στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.