Τώρα που, μετά τη λαίλαπα των καταλήψεων, μπορούμε νηφάλια να σκεφτούμε πάνω στα μεγάλα και ουσιαστικά θέματα τής παιδείας μας, αξίζει να σταθούμε σ’ ένα καίριο ζητούμενο, τόσο παλιό όσο και η ίδια η παιδεία· εννοώ την Τέχνη και τη θέση που έχει μέσα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Θα ήταν αφοριστικό ή αυθαίρετο να πούμε ότι στη σημερινή σχολική παιδεία τού Ελληνα η επαφή τού μαθητή με την Τέχνη είναι ανεπαρκής έως ανύπαρκτη; Εχει ο Ελληνας μαθητής μέσα από 12 χρόνια σπουδών μια ουσιαστική γνωριμία με το θέατρο; Εχει το ελληνόπουλο, που τελειώνει το Λύκειο μετά από περίπου 11.000 ώρες σπουδών, αποκτήσει κάποια καλλιέργεια στη μουσική; Ή μήπως έχει αποκτήσει μια στοιχειώδη καλλιέργεια και ευαισθησία στη ζωγραφική και στα εικαστικά γενικότερα; Ετοιμάζει το σύγχρονο ελληνικό σχολείο τους αυριανούς θεατές τού θεάτρου; Προετοιμάζει στον τόπο μας τους αυριανούς φίλους τής μουσικής που θα πάνε σε μια συναυλία ή που θα επιλέξουν συνειδητά τη μουσική, την οποία θέλουν να ακούσουν πέρα από αυτήν που επιβάλλουν οι δισκογραφικές εταιρείες; Ετοιμάζουμε τους αυριανούς επισκέπτες των εκθέσεων, που θα μπορούν να απολαύσουν ένα έργο Τέχνης, έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα χαρακτικό, ένα γλυπτό ή που θα στολίσουν το σπίτι ή τον χώρο εργασίας τους με κάτι ωραίο, μακριά από τη συνήθη κακογουστιά; Η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα είναι ­ πλην εξαιρέσεων ­ αρνητική. Κι αυτό όχι από ανεπάρκεια των διδασκόντων ­ αυτοί κάνουν ό,τι μπορούν και, κατά κανόνα, πολύ περισσότερα απ’ ό,τι υποχρεούνται ­ αλλά από ανεπάρκεια τού προγράμματος που έχει να κάνει με τις επιλογές και τις προτεραιότητες τις οποίες έχει υιοθετήσει το ελληνικό σχολείο.


Οι επιλογές αυτές πηγάζουν από μιαν αντίληψη ότι η καλλιέργεια τής προσωπικότητας τού ανθρώπου εδράζεται στη γνώση. Πρώτα και πάνω απ’ όλα πρέπει ο μαθητής να ξέρει γράμματα και μάλιστα τόσα και τέτοια μόνο που θα τού επιτρέψουν να πετύχει στις Γενικές Εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Τι να τις κάνει τις μουσικές, τα θέατρα, τις ζωγραφικές; Μπορεί να ζήσει και να προκόψει ο μαθητής αύριο μ’ αυτές; Αυτές είναι απλώς το αλάτι! Είναι πολυτέλεια. Η αντίληψη αυτή απηχεί μιαν ευρύτερη νοοτροπία για το τι είναι χρήσιμο και τι περιττό ή έστω λιγότερο χρήσιμο. Επίσης ­ ως μη ώφελε ­ στηρίζεται σ’ ένα ψευδοδίλημμα: ή απόκτηση γνώσεων και καλλιέργεια τού μυαλού ή καλλιέργεια τού συναισθήματος και τής αισθητικής ικανότητας τού ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, όπως δίδαξε έμπρακτα η ελληνική κλασική αρχαιότητα, γνώση και συναίσθημα, επιστήμη και ψυχική καλλιέργεια, νόηση και ομορφιά βρίσκονται σε συμπληρωματική σχέση, αν στόχος τής παιδείας είναι η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας.


Διαφορετική ­ αλλά, τελικά, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα ­ είναι η επιχειρηματολογία των περισσότερων σχεδιαστών τής Εκπαίδευσης: ναι, καλό είναι το θέατρο, άριστη η μουσική, χρειαζόμαστε πράγματι τα καλλιτεχνικά, αλλά πού θα χωρέσουν όλα αυτά μέσα στο πρόγραμμα των 30 διδακτικών ωρών; Θα το ξαναπούμε, λοιπόν, και μ’ αυτή την ευκαιρία. Αν ο σχολικός χρόνος δεν επιμηκυνθεί, αν δεν περάσουμε στο σχολείο που θα λειτουργεί μέχρι νωρίς το απόγευμα (με κατάλληλη διευθέτηση των υποχρεώσεων τού μαθητή, ώστε να μην εξουθενώνεται με πρόσθετη εργασία πέρα από τις δυνατότητες αντοχής του και με πρόβλεψη αναγκών στοιχειώδους ψυχαγωγίας), δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε μια σειρά από συσσωρευμένα προβλήματα. Οπως, εξάλλου, πρέπει αντικειμενικά να αναγνωρίσουμε ότι στην πρόσφατη μεταρρύθμιση έγινε ένα βήμα μπροστά για να αντιμετωπιστεί η αισθητική αγωγή των μαθητών. Εισήχθη η διδασκαλία για το θέατρο στην Α’ Λυκείου ­ έστω και κατ’ επιλογήν, έστω και για μία ώρα εναλλάξ με τη μουσική, έστω και χωρίς βαθμολογική βαρύτητα, έστω και χωρίς να αξιοποιηθούν οι απόφοιτοι των Θεατρολογικών Τμημάτων που θα μπορούσαν να ανεβάσουν το επίπεδο τού μαθήματος.


Ωστόσο, το πρόβλημα που θίγουμε σ’ αυτό το κείμενο παραμένει: Η αισθητική αγωγή ­ θέατρο, μουσική, καλλιτεχνικά ­ στο σχολείο είναι εντελώς ανεπαρκής. Πού είναι οι θεατρικές παραστάσεις που θα έπρεπε να αποτελούν μόνιμο μέλημα κάθε σχολείου; (εξαιρέσεις που υπάρχουν επιβεβαιώνουν τον κανόνα και δεν είναι αποτέλεσμα προγραμματισμένης μέριμνας αλλά προϊόν περισσεύματος ψυχής). Πόσο γνωρίζουν τα παιδιά καλό θέατρο; Πού είναι οι μαθητικοί θίασοι; Πού είναι οι θεατρικοί όμιλοι; Πόσα σχολεία ­ και δεν εννοώ εδώ μερικά ιδιωτικά ή εξειδικευμένα (μουσικά) σχολεία ­ έχουν να επιδείξουν αξιόλογες μαθητικές χορωδίες, για να μη μιλήσουμε για μαθητικές ορχήστρες; Σε ποιες ώρες τού σχολικού χρόνου μπορούν να ετοιμαστούν τέτοιες χορωδίες; Αλλά και σε ποιες ώρες τού ανύπαρκτου ή φορτωμένου (με γλώσσες και φροντιστήρια) εξωσχολικού χρόνου; Τι εργαστήρια καλλιτεχνικών διαθέτουν τα σχολεία; Πόσα σχολεία έχουν οργανώσει εκθέσεις με έργα μαθητών; Πόσο ενθαρρύνονται ή καθοδηγούνται σωστά ταλέντα στη μουσική ή τη ζωγραφική που θα μπορούσαν να διαπρέψουν με κατάλληλη καθοδήγηση και σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό;


Ποια μεταρρύθμιση θα αποτολμήσει την αύξηση τού σχολικού χρόνου και θα περιλάβει στους βασικούς στόχους τής σχολικής εκπαίδευσης την αισθητική καλλιέργεια των μαθητών; Και είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία, ως γονείς, ως πολίτες να δεχθούμε μια τέτοια μεταρρύθμιση; Προσπάθειες για ποιότητα ζωής, για ποιότητα ανθρώπου, για ποιότητα παιδείας μπορούν να νοηθούν ερήμην τής Τέχνης;


Υ.Σ.: Στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση των συναδέλφων Νάσου Βαγενά και Εμμ. Κριαρά για τη γλώσσα μας, που με αφορά ως προς το Λεξικό μου τουλάχιστον, θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής: α) Οι απόψεις τού κ. Βαγενά ­ με επιχειρήματα από τον χώρο τής λογοτεχνίας ­ στις γενικές τους γραμμές συμφωνούν κατά πολύ με ό,τι ο ίδιος από χρόνια και από γλωσσολογικής σκοπιάς έχω υποστηρίξει ως προς τη δομή τής σύγχρονης κοινής ελληνικής ή δημοτικής γλώσσας· β) Στο Λεξικό μου είναι αυτονόητο ότι έχω περιλάβει τύπους που διαφέρουν από τη λεγόμενη «ορθόδοξη» δημοτική, στον βαθμό που ως γλωσσολόγος δίνω μεγαλύτερο βάρος στη χρήση παρά στην κανονιστική ρύθμιση (δεν αναφέρω λ.χ. τύπους «γραμμάτισσα» ή «γραμματικίνα», ενώ, αντιθέτως, περιγράφω τύπους λόγιας προέλευσης που βρίσκονται ακόμη εν χρήσει στον προφορικό και στον γραπτό λόγο: εξανέστη όταν το άκουσε ­ εξελέγη βουλευτής ­ προσήχθη στον ανακριτή κ.τ.ό.). Οπωσδήποτε σήμερα, με λυμένο το γλωσσικό ζήτημα και με μια νηφαλιότητα που επικρατεί ευρύτερα, έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε ψύχραιμα για διάφορα μικροπροβλήματα.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.