Η έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα από το τμήμα Ιστορίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφορικά με τον εφοδιασμό της χιτλερικής Γερμανίας από την Τουρκία κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με χρώμιο και άλλα μέταλλα, γεγονός που συνέβαλε στην ενίσχυση της πολεμικής μηχανής των ναζιστών, φέρνει για μία ακόμη φορά στην επιφάνεια την τουρκική στάση στον πόλεμο, αλλά και τη συμπεριφορά της γειτονικής μας χώρας έναντι των Εβραίων.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, που συντάχθηκε υπό την εποπτεία του υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Στούαρτ Αϊζενστάτ και με βάση στοιχεία που δόθηκαν από τη CIA και τα υπουργεία Εξωτερικών, Αμυνας, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εμπορίου, τα απαραίτητα για την κατασκευή όπλων μέταλλα οι Γερμανοί τα πλήρωναν στην Τουρκία με χρυσό που έκλεβαν από τις κατακτημένες χώρες. Ενα μέρος δε του χρυσού αυτού προερχόταν από τα θύματα κυρίως Εβραίους της ναζιστικής βαρβαρότητας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στις καταγγελίες αντέδρασε η τουρκική κυβέρνηση. Και ο υπουργός Εσωτερικών και εκπρόσωπος Τύπου Σουκρού Γκιουρέλ ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο η χώρα του δεν συμμετείχε στη ρευστοποίηση του χρυσού που άρπαξαν οι ναζιστές από τους Εβραίους, αλλά και ότι η Τουρκία «συγκαταλέγεται στις χώρες που αντιπαρατάχθηκαν στη ναζιστική Γερμανία».
Οι κυβερνώντες στην Αγκυρα φαίνεται να «ξεχνούν» ποια ήταν η στάση της επίσημης Τουρκίας έναντι των χιτλερικών καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την ώρα δηλαδή που ο ελληνικός λαός μέσα από τις αντιστασιακές του οργανώσεις, όπως και οι λαοί των υπόλοιπων υπόδουλων ευρωπαϊκών λαών, πολεμούσαν με νύχια και με δόντια κατά των χιτλεροφασιστών κατακτητών. Ας θυμηθούμε σύντομα τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Γερμανία του Χίτλερ:
Οταν στις 6 Απριλίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα εισέβαλαν στα Βαλκάνια και η Αγγλία ζήτησε από την Αγκυρα να διακόψει τουλάχιστον τις διπλωματικές της σχέσεις με τον Αξονα, ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Ελληνες, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ρουστού Σαράτσογλου όχι μόνο αρνήθηκε να προσχωρήσει η χώρα του στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων, αλλά απέρριψε ακόμη και μια απλή συμβολική διπλωματική αποδοκιμασία της επίθεσης κατά της Ελλάδος.
Το σύμφωνο με τη Γερμανία
Αθετώντας τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει τόσο με το Βαλκανικό Σύμφωνο και το πλέγμα των ελληνοτουρκικών συμφωνιών όσο και από την αγγλογαλλοτουρκική συνθήκη συμμαχίας του 1939, η Τουρκία υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τη Γερμανία, τον Ιούλιο του 1941, σε μια εποχή δηλαδή που ολόκληρη η Ευρώπη αγωνιζόταν κατά των δυνάμεων του Αξονα.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το διάστημα εκείνο, παρά τις περί «ουδετερότητας» διακηρύξεις της, η Τουρκία διαπραγματευόταν την έξοδό της στον πόλεμο στο πλευρό των ναζιστών έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων. Τα ίδια ανταλλάγματα η Αγκυρα ζητούσε κρυφά και από τη Βρετανία, παίζοντας ταυτόχρονα «σε δύο ταμπλό». Στις διαπραγματεύσεις οι Τούρκοι απαιτούσαν όχι μόνο εδάφη, όπως τη Θράκη, την Κριμαία, την Υπερκαυκασία, αλλά και δικαιώματα με το αναχρονιστικό σύστημα των «εντολών» στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο και στην Αλβανία. Επίσης, εξέφραζαν την επιθυμία να αποκτήσουν ελληνοκατοικημένες περιοχές, όπως τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και επιπλέον το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την ώρα ακριβώς που οι Ελληνες έδιναν ηρωικές μάχες κατά των χιτλεροφασιστικών δυνάμεων.
Βλέποντας τις πρώτες επιτυχίες των στρατιών της Βέρμαχτ, οι τούρκοι ιθύνοντες αποφασίζουν να αγνοήσουν συμφωνίες και συμμαχίες που είχαν συνάψει, προσδοκώντας καιροσκοπικά οφέλη ανάλογα με την έκβαση του πολέμου. Η βρετανική κυβέρνηση, δυσαρεστημένη έντονα από την τουρκική στάση, στέλνει τον Φεβρουάριο του 1941 στην Αγκυρα τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Ιντεν. «Φυσικά, οι πιο ειλικρινείς συμπάθειές μας είναι με το μέρος της Αγγλίας, δυστυχώς όμως οι πρακτικές βάσεις της αγγλογαλλοτουρκικής συμφωνίας έχασαν την ισχύ τους. Η Γαλλία είναι κατεστραμμένη, ενώ η Βρετανία δεν είναι ισχυρή στον βαθμό που πρέπει για να μας προσφέρει βοήθεια, ακόμη και με την προμήθεια όπλων και άλλου εξοπλισμού» δηλώνει ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ρ. Σαράτσογλου.
Οι σύμμαχοι διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να ελπίζουν σε βοήθεια της Τουρκίας για αντίσταση στη γερμανική εισβολή στα Βαλκάνια. Αντίθετα, τέσσερις ημέρες πριν από την επίθεση της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ενωσης, και συγκεκριμένα στις 18 Ιουνίου 1941, υπογράφτηκε μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Φον Πάπεν και στην τουρκική κυβέρνηση γερμανοτουρκική συμφωνία «μη επιθέσεως». Με βάση τη συμφωνία που ακυρώνει την αγγλοτουρκική συνθήκη του 1939, εξασφαλίζεται η νοτιοανατολική πτέρυγα της Γερμανίας, ενώ με το εμπορικό σύμφωνο, στις 9 Οκτωβρίου 1941, η Τουρκία μετατρέπεται σε πηγή πρώτων υλών για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία, καθώς αναλαμβάνει να εφοδιάσει τη Γερμανία με δεκάδες χιλιάδες τόνους χρωμίου και μερικές άλλες πρώτες ύλες την περίοδο 1943-44.
Το φλερτ όμως Αγκυρας – Βερολίνου δεν σταματάει εκεί. Ετσι, κατά την επιδρομή των ναζιστικών ορδών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ο Αδόλφος Χίτλερ και ο τούρκος πρόεδρος Ισμέτ Ινονού ανταλλάσσουν μηνύματα. Στην απάντησή του, με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1941, ο Ινονού τονίζει ότι «δεν υπάρχουν αιτίες για οποιαδήποτε σύγκρουση ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και στα στρατεύματα του Ράιχ».
Στις 15 Δεκεμβρίου 1941, κι ενώ ο ελληνικός λαός γνωρίζει το μαρτύριο της πείνας, λόγω της καταλήστευσης των ειδών διατροφής από τις αρχές κατοχής, καταφθάνει στο λιμάνι του Πειραιά το φορτηγό πλοίο «Κουρτουλούς», μεταφέροντας βοήθεια της τουρκικής «Ερυθράς Ημισελήνου», κυρίως σε τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Η ανθρωπιστική χειρονομία της Τουρκίας, που επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές και χαιρετίστηκε δεόντως από τους πεινασμένους Αθηναίους της εποχής, διακόπηκε ανεξήγητα από τις τουρκικές αρχές.
Τελικά, μόνο το ένα τρίτο των ειδών που συγκεντρώθηκαν μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Σύμφωνα δε με την «Ελληνική Ενωση Κωνσταντινουπολιτών», από τους 50.000 τόνους της βοήθειας που είχε συγκεντρωθεί, χάρη κυρίως στην πρωτοβουλία των κοινοτικών, φιλανθρωπικών, πολιτικών και θρησκευτικών συλλόγων των Ελλήνων της Πόλης, μόνο οι 17.500 τόνοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Τον Δεκέμβριο του 1941 το τουρκικό υπουργικό συμβούλιο απαγόρευσε την περαιτέρω μεταφορά τροφίμων στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να περιέλθουν στο τουρκικό κράτος σημαντικές ποσότητες σιταριού που είχαν συγκεντρωθεί στις αποθήκες της τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου και στο λιμάνι του Γαλατά.
Το επόμενο διάστημα οι τουρκικές αρχές, υιοθετώντας την άποψη των πιο ακραίων σοβινιστικών κύκλων ότι οι υπαίτιοι της άθλιας οικονομικής κατάστασης της χώρας ήταν οι Ελληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι έμποροι, επέβαλαν στις 11 Φεβρουαρίου 1942, με πρόσχημα την πάταξη της κερδοσκοπίας και την αντιμετώπιση των οικονομικών συνθηκών που δημιούργησε ο πόλεμος, έκτακτο φόρο επί της περιουσίας, τον γνωστό φόρο «βαρλίκ βεργκισί».
Ο φόρος υπολογιζόταν αυθαίρετα με τρόπο κατάφωρα άδικο για τους Εβραίους, τους Ελληνες και τους Αρμένιους, που κλήθηκαν να πληρώσουν ποσά πολλαπλάσια από όσα ζητήθηκαν από τους άλλους κατοίκους της χώρας. Στην πράξη, σύμφωνα με τον ανώτατο λειτουργό του τουρκικού υπουργείου Οικονομικών εκείνης της εποχής Faik Okte, ο φόρος αυτός έγινε όργανο φυλετικού κεφαλαίου, δεδομένου ότι καθοριστικό στοιχείο ήταν το θρήσκευμα και η εθνικότητα των φορολογουμένων. Οσοι δεν κατέβαλλαν μέσα σε 15 ημέρες τον φόρο, στέλνονταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, στο Askale, όπου απασχολούνταν καταναγκαστικά σε έργα οδοποιίας και εκχιονισμού. Οι μισοί περίπου από τους εκτοπισμένους ήταν Εβραίοι, ενώ οι Ντονμέδες, οι εξισλαμισμένοι από τον ΙΖ’ αιώνα Εβραίοι, έτυχαν δυσμενέστερης μεταχείρισης από τους άλλους μουσουλμάνους.
Η περίπτωση του «Στρούμα»
Ακολουθώντας μια ρατσιστική πολιτική, οι τουρκικές αρχές δεν χορηγούσαν όπλα στους Εβραίους που επιστρατεύθηκαν στα χρόνια του πολέμου (όπως και στους Ελληνες άλλωστε), ενώ αφαιρέθηκε η τουρκική υπηκοότητα από τούρκους Εβραίους που ζούσαν εκτός της χώρας, με τραγικές συνέπειες για όσους κατοικούσαν σε χώρες υπό γερμανική κατοχή. Επίσης, απαγορεύθηκε η διαμονή σε Εβραίους με ξένη υπηκοότητα που προσπάθησαν να καταφύγουν στο τουρκικό έδαφος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση του πλοίου «Στρούμα», που έφτασε από τη Ρουμανία στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1941, μεταφέροντας πάνω από 760 Εβραίους. Οι αρχές απαγόρευσαν στους επιβάτες να αποβιβαστούν και τον Φεβρουάριο του 1942 η τουρκική κυβέρνηση διέταξε να ρυμουλκηθεί με τη βία το πλοίο έξω από τα χωρικά της ύδατα, στη Μαύρη Θάλασσα, όπου παρέμεινε ακυβέρνητο, για να βυθιστεί από έκρηξη, με συνέπεια μόνο ένας από τους 760 επιβάτες του «Στρούμα» να σωθεί.
Μία από τις συνέπειες του νόμου «βαρλίκ» ήταν να υποστεί δεινό πλήγμα η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι οι Ελληνες αναγκάστηκαν, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, να πληρώσουν 80 εκατ. τουρκικές λίρες από το συνολικό ποσό των 435 εκατ. λιρών. Κι έτσι, ενώ οι 100.000 περίπου ομογενείς της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν το 0,5% του πληθυσμού της Τουρκίας, πλήρωσαν γύρω στα 20% του συνολικού φόρου βαρλίκ.
Την 1η Ιουνίου 1942 υπογράφεται μία ακόμη εμπορική συμφωνία Βερολίνου – Αγκυρας: η Γερμανία παραλαμβάνει 45.000 τόνους χρωμίου και στέλνει σε αντάλλαγμα οπλισμό. Ενώ από το 1943 ως το 1944 θα εξαχθούν από την Τουρκία στη ναζιστική Γερμανία άλλοι 90.000 τόνοι χρωμίου. Ο Χίτλερ, από τον οποίο δεν διαφεύγει η φασιστική τάση της ηγεσίας της Αγκυρας, δηλώνει στον Μουσολίνι, στις 29 Απριλίου 1942 στο Σάλτζμπουργκ, ότι η Τουρκία πολύ γρήγορα θα γίνει σύμμαχος και συζητείται να της παραχωρήσουν τα ελληνικά νησιά.
Ο εφοδιασμός των ναζιστών καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από την Τουρκία με χρώμιο και άλλα απαραίτητα για την κατασκευή όπλων μέταλλα, θα οδηγήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να δώσει στη δημοσιότητα με καθυστέρηση μισού και πλέον αιώνα την έκθεση που προαναφέραμε. Στην έκθεση σημειώνεται ότι η Τουρκία και άλλες τρεις επίσης «ουδέτερες» εκείνη την εποχή χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία και Σουηδία) με τις εξαγωγές μετάλλων διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη συντήρηση της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ. Παρατίθεται δε ένα μνημόνιο του υπευθύνου του εξοπλιστικού προγράμματος των ναζιστών, Αλμπερτ Σπίερ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1943 ενημέρωνε τον Χίτλερ ότι αν τερματιζόταν η παροχή χρωμίου από την Τουρκία, ο πόλεμος θα τελείωνε σε δέκα μήνες, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1944. Σχετικά δε με τον χρυσό, με τον οποίο πλήρωναν οι Γερμανοί τους Τούρκους για τις υπηρεσίες τους, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι τα αποθέματα χρυσού της Τουρκίας από 27 τόνοι που ήταν στην αρχή του πολέμου έφτασαν στο τέλος του σε περισσότερους από 216 τόνους.
Η πρόταση του φον Πάπεν
Ακολουθώντας πιστή φιλογερμανική πολιτική κατά το μεγαλύτερο μέρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία επιτρέπει στα γερμανικά πολεμικά σκάφη να εισέρχονται στη Μαύρη Θάλασσα, σε αντίθεση με τη Συνθήκη του Μοντρέ για το καθεστώς των Δαρδανελίων, που υπογράφτηκε στις 30 Ιουλίου 1935, απαγορεύοντας τη διέλευση από τα Στενά πλοίων των εμπολέμων χωρών.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942 η τουρκική κυβέρνηση, κάτω από την επίδραση της γερμανικής επίθεσης στον Καύκασο, συμφωνεί με την πρόταση του Φον Πάπεν να συγκεντρώσει τουρκικά στρατεύματα στα νότια σύνορα της Ρωσίας. «Καμία πίεση από την πλευρά των Αγγλοαμερικανών δεν θα είναι σε θέση να υποκινήσει την Τουρκία να κάνει ακόμη και το πιο ασήμαντο βήμα προς ζημία των γερμανικών συμφερόντων» διαβεβαιώνει επίσημα ο πρόεδρος Ινονού τον φον Πάπεν.
Παρά τις βρετανικές και αμερικανικές πιέσεις για εγκατάλειψη της φιλογερμανικής «ουδετερότητας» και έξοδο της Τουρκίας στο πλευρό των συμμάχων, η Αγκυρα κωλυσιεργεί επιδιώκοντας να κερδίσει χρόνο, αν και βλέπει ότι η Γερμανία χάνει τον πόλεμο. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το Λονδίνο αναγκάζεται να διακόψει στις 4 Φεβρουαρίου 1944 τις σχετικές αγγλοτουρκικές διαπραγματεύσεις, ενώ τον Μάιο του ίδιου έτους ο Τσόρτσιλ δηλώνει: «… Διακόψαμε τη βοήθεια αφού δώσαμε 20 εκατ. λίρες στερλίνες σε αγγλικά και αμερικανικά όπλα μόνο για το έτος 1943. Δεν ενθαρρύνουμε πλέον την Τουρκία να βρίσκεται παρά τω πλευρώ των νικηφόρων εθνών».
Τελικά η Τουρκία θα εγκαταλείψει τη γερμανόφιλη «ουδετερότητα» και θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μόλις στις 23 Φεβρουαρίου 1945, όταν δηλαδή το βαριά λαβωμένο ναζιστικό θηρίο είναι έτοιμο να ξεψυχήσει. Ενώ στο τέλος του πολέμου ο τότε πρωθυπουργός Σουκρού Σαράκιογλου αποφαίνεται με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα: «Η Τουρκική Δημοκρατία από τις πρώτες στιγμές, με τις δηλώσεις της, τα όπλα της και την καρδιά της ήταν στο πλευρό των δημοκρατικών εθνών». Και όπως θα σχολιάσει μερικά χρόνια αργότερα ο διαπρεπής τούρκος εκδότης και συγγραφέας Καμουράν Μπεκίρ Χαρπουτλού, «αν ο φασισμός ήταν νικητής είναι φανερό ότι η ίδια φράση θα είχε λεχθεί υπέρ αυτού».
Ο κ. Σπύρος Κουζινόπουλος είναι γενικός διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.