«… μια αχρεία γενιά από Quislings – για να χρησιμοποιήσω τη λέξη, η οποία θα εκφράζει στο εξής την καταφρόνια της ανθρωπότητας – στρατολογήθηκαν για να κολακεύσουν με δουλοπρέπεια τον κατακτητή, για να συνεργαστούν με τα σχέδιά του και να επιβάλουν την εξουσία του στους συμπατριώτες τους, ενώ οι ίδιοι ταπεινώνονται με τη δουλικότητά τους».
Με αυτές τις σαιξπηρικού ύφους εκφράσεις χαρακτήρισε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ τον Κουίσλινγκ και τους ομοιοτύπους του την άνοιξη του 1940. Το επίθετό του στο εξής θα αποτελεί συνώνυμο του προδότη στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, ένα αρχέτυπο προσαρμοσμένο στους σύγχρονους καιρούς.
24 Οκτωβρίου 1945, λίγο μετά τις 2.00 το πρωί. Στο φρούριο Akershus, στο ίδιο αυτό οχυρό που ο Λάουριτς Ιμπσον Κουισίλινους (Laurits Ibsonn Quisilinus) – δανός πρόγονος και γενάρχης του νορβηγικού κλάδου του ονόματος – ήλθε ως ιερέας στα τέλη του 1600, ο Vidkun Abraham Lauirits Jonson Quisling, πρωθυπουργός της Νορβηγίας από το 1942 ως την άνοιξη του 1945, στήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κοιτάζοντας κατάματα το όριο του προσωπικού του χρόνου φώναξε: «Είμαι αθώος» και έπεσε από τα πυρά των σκοπευτών. H διακήρυξη της αθωότητάς του από ένα σημείο και μετά υπερβαίνει την απλή υπεράσπιση των θέσεών του έναντι των δικαστών και των συμπατριωτών του. H ομόφωνη καταδίκη του από τη νορβηγική δικαιοσύνη μετουσίωσε την πεποίθηση της αθωότητάς του στην εσώτερη αίσθηση ενός μάρτυρα καταδικασμένου για τα πιστεύω του. Ενιωθε ότι ήταν ο εκλεκτός.
* Τα πρώτα βήματα
Ο Βίντκουν Κουίσλινγκ γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1887 στο Φάιρσνταλ της Νορβηγίας. Ο πατέρας του Τζον υπήρξε γνωστός θεολόγος με τάσεις προς τον πιετισμό και τον πνευματισμό. Ο ίδιος ο Βίντκουν έδειχνε από μικρή ηλικία ιδιαίτερη κλίση προς τα μαθηματικά, την ιστορία και τη φιλοσοφία. H ευρυμάθειά του και ο έντονος ιδεαλισμός του τον διέκριναν από τους συνομηλίκους του.
Το 1905, έτος κορύφωσης της νορβηγικής εθνικής ευφορίας για την αποσκίρτηση από την εκατονταετή ένωση με τη Σουηδία, εγγράφεται ως εύελπις στην Πολεμική Σχολή (Krigsskolen) της Κριστάνια (το μετέπειτα Οσλο). Το 1906 συνεχίζει τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία. Αποφοιτεί μετά διετίας έχοντας επιτύχει την υψηλότερη βαθμολογία από το 1817, έτος ιδρύσεως της σχολής. Τοποθετείται στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, όπου ο τρόπος σκέψης και δράσης του διαμορφώνεται από τις επιχειρησιακές μεθόδους, γεγονός που τον σημάδεψε ως το τέλος.
Στα τέλη του 1929 ο Κουίσλινγκ επιστρέφει για μόνιμη εγκατάσταση στο Οσλο. Εχουν περάσει 12 χρόνια από τότε που άφησε την πατρίδα του για να εργαστεί ως στρατιωτικός ακόλουθος στη διπλωματική αντιπροσωπεία της Νορβηγίας στην Πετρούπολη. Εζησε στη Μόσχα, στο Ελσίνκι, στο Παρίσι, στην Αρμενία, στα Βαλκάνια, επισκέφθηκε το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Γενεύη. Εργάστηκε για τα υπουργεία Αμυνας και Εξωτερικών της Νορβηγίας, για την Κοινωνία των Εθνών, για τον ύπατο αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες Φρίτγιοφ Νάνσεν (Νομπέλ Ειρήνης 1923) και για τη Νορβηγοσοβιετική Εταιρεία Ξυλείας.
* Υπουργός Αμυνας
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ο Κουίσλινγκ ενεργοποιεί τα σχέδιά του για μια νέα πολιτική κίνηση με στόχο τη ριζική αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της χώρας και την αντικατάσταση του νορβηγικού κοινοβουλίου από δύο ανεξάρτητα σώματα, την κυβέρνηση και ένα αντιπροσωπευτικό όργανο των εργατικών σωματείων, κατά το μοντέλο των Σοβιέτ.
Με τη συνδρομή του φίλου του και ομοϊδεάτη Frederik Prytz αποκτά σημαντικές γνωριμίες και συντάσσει πολιτικά άρθρα τα οποία τον κάνουν γνωστό στην κοινή γνώμη. Την άνοιξη του 1931, όταν τη διακυβέρνηση ανέλαβε το Αγροτικό Κόμμα, διορίστηκε υπουργός Αμυνας. Καθώς εκδηλώθηκαν εργατικές αναταραχές ο νέος υπουργός σχεδίασε μυστικά αποτρεπτικά μέτρα για την καταστολή ενδεχόμενου κομμουνιστικού κινήματος.
Το καλοκαίρι του 1932, με αφορμή την αντιπολεμική προπαγάνδα στην οποία επιδίδονταν στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, ο Κουίσλινγκ επιχείρησε την εξουδετέρωση «των συνωμοτών του διεθνούς εργατικού κινήματος».
Το 1933 ιδρύει το Κόμμα της Εθνικής Ενότητας, το οποίο οργάνωσε υιοθετώντας τις πρακτικές του ναζισμού. Ονομάστηκε Forer και οι οπαδοί του αποδέχθηκαν τον χαιρετισμό «Heil og soel» («Ζήτω και καλή τύχη»), κατά το ναζιστικό «Sieg Heil». H ουσιαστική προσέγγιση του NS με τους Γερμανούς έγινε τον Φεβρουάριο του 1936, όταν το υπουργείο Προπαγάνδας του Βερολίνου έστειλε οικονομική ενίσχυση 10.000 μάρκων στην εφημερίδα του κόμματος «Fritt Folk». Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειές του, το κόμμα δεν κατάφερε να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα.
* Προς την εξουσία
Οταν, το 1939, ξέσπασε ο πόλεμος, οι νορβηγοί ηγέτες, θέλοντας να αποφύγουν την εμπλοκή στη σύρραξη, προσπάθησαν να τηρήσουν αυστηρή ουδετερότητα, πράγμα δύσκολο λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας. Τον Δεκέμβριο του 1940 ο Κουίσλινγκ φθάνει στον σταθμό του Στετίνο στο Βερολίνο. Αμέσως ξεκινά διαβουλεύσεις με τον ιδεολόγο του ναζισμού Alfred Rosenberg και τον αρχιναύαρχο Raeder, οι οποίοι του προετοιμάζουν ακρόαση από τον ίδιο τον Χίτλερ. Πράγματι στις 14 Δεκεμβρίου 1940 ο Κουίσλινγκ έφθασε στο κτίριο της καγκελαρίας του Ράιχ για την πιο καθοριστική συνάντηση της ζωής του. Τα διαμειφθέντα δεν είναι γνωστά με ακρίβεια. Ο Χίτλερ ξεκίνησε με έναν εικοσάλεπτο μονόλογο λέγοντας για την απόλυτη ανάγκη των χωρών του Βορρά να παραμείνουν ουδέτερες. Στην περίπτωση όμως που η Αγγλία επιχειρούσε να εγκαταστήσει παράκτιες βάσεις, τότε η Γερμανία θα απέστελλε τις αναγκαίες δυνάμεις ώστε να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο Νορβηγός έκανε με τη σειρά του μια παρουσίαση της κατάστασης και ανέλυσε τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε για το Ράιχ μια επικείμενη βρετανική επέμβαση, για την οποία ισχυρίστηκε πως είχε πληροφορίες. Υπενόησε ότι σχεδίαζε πραξικόπημα, μετά το οποίο θα προσχωρούσε στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Ο Χίτλερ τον απέτρεψε από ενέργειες οι οποίες θα έδιναν αφορμή στους Βρετανούς να επιτεθούν. Στις 18 του μηνός και αφού ο Κουίσλινγκ είχε συνεργασθεί με στρατιωτικούς του Γενικού Επιτελείου (…) οι δύο άνδρες συναντήθηκαν και συνόψισαν τα λεγόμενα της πρώτης συνάντησης.
Το πρωί της 8ης Απριλίου 1940 οι Βρετανοί ενημέρωσαν τον νορβηγό υπουργό Εξωτερικών ότι από τα χαράματα οι συμμαχικές δυνάμεις καταποντίζουν νάρκες στα νορβηγικά χωρικά ύδατα. Οι Νορβηγοί αντέδρασαν ζητώντας την απόσυρση των ναρκών και διαμαρτυρόμενοι για την παραβίαση της ουδετερότητάς τους. H κατάσταση όμως ήταν μη αναστρέψιμη και στις 04.30 της 9ης Απριλίου ο γερμανός εντεταλμένος ζήτησε από τον υπουργό Εξωτερικών την ειρηνική κατάληψη της Νορβηγίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε. «Αυτό σημαίνει πόλεμο και τίποτε δεν πρόκειται να σας σώσει» αποκρίθηκε ο Γερμανός, για να λάβει την ηρωική απάντηση: «H μάχη έχει ήδη αρχίσει».
Οι στρατιές των Γερμανών εφόρμησαν ταχύτατα με πολυάριθμες δυνάμεις. Καθώς ο βασιλιάς και η κυβέρνηση μετακινήθηκαν από την πρωτεύουσα φοβούμενοι κατάληψη, ο οπορτουνιστής Κουίσλινγκ αποφάσισε να επιχειρήσει πραξικόπημα θέλοντας να θέσει τους Γερμανούς προ τετελεσμένου γεγονότος. Με διάγγελμά του στο ραδιόφωνο ανακοίνωσε τον σχηματισμό κυβέρνησης από το κόμμα του. Εν τω μεταξύ η νόμιμη κυβέρνηση ενημέρωνε τους επιτιθεμένους ότι ήταν έτοιμη να αποδεχθεί την παρουσία τους ως ειρηνική – occupatio pacifica. Ο Χίτλερ όμως απαίτησε από τον βασιλιά να ορκίσει την κυβέρνηση του πραξικοπηματία, πράγμα που εκείνος αρνήθηκε. Ο Γκέμπελς σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Ο διαμεσολαβητής μας Κουίσλινγκ ανήλθε στην κορυφή». (…) Και όμως αυτός αδυνατούσε να επιτύχει μια έστω φαινομενική νομιμότητα καθώς το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών και συνεργατών του αρνήθηκαν τη συνεργασία μαζί του. Ο Χίτλερ, κουρασμένος από τον πολιτικό γόρδιο δεσμό, έστρεψε τα νώτα στον «διαμεσολαβητή» του και στις 24 Απριλίου όρισε κομισάριο του Ράιχ τον Josef Terboven.
Τον Σεπτέμβριο, έπειτα από πολύμηνες ατελέσφορες απόπειρες σχηματισμού κυβέρνησης, ο Terboven ορίζει μια ομάδα υπουργών υπό τον Κουίσλινγκ. Ο φορέας αυτός τεχνικά δεν ήταν κυβέρνηση αλλά ένα διοικητικό όργανο υπό την απόλυτη εποπτεία του κομισαρίου (Aufsichts verwaltung). Ο νέος «προεδρεύων» ξεκίνησε την προσπάθεια επιβολής των βάσεων της «Νέας Τάξης» εξοβελίζοντας αυτά που ονόμαζε «καταστροφικές αρχές της Γαλλικής Επανάστασης». Ο λαός με κάθε ευκαιρία διατράνωνε την αντίθεσή του στους κατακτητές και εκείνοι με εκτελέσεις προσπαθούσαν να κάμψουν την αντίσταση. Στον οργισμένο Χίτλερ ο Κουίσλινγκ εξηγούσε ότι μια νορβηγική κυβέρνηση με ταυτόχρονη άρση του εμπολέμου θα αντέστρεφε το κλίμα.
Πράγματι στις 30 Ιανουαρίου 1942 η εξουσία παραδίδεται στον Κουίσλινγκ, ο οποίος επιχειρεί να οικοδομήσει το νέο ολοκληρωτικό κράτος του ξεκινώντας εκστρατεία άλωσης και αλλοτρίωσης των επαγγελματικών συνδικάτων και της Εκκλησίας. Ολες όμως οι προσπάθειές του να χειραγωγήσει κάθε έκφανση της κοινωνικής, πνευματικής και πολιτικής ζωής αντιμετωπίζονται με απόρριψη και αντίσταση.
* Προς το τέλος
Στις 2 Φεβρουαρίου 1943 η 6η στρατιά του Φον Πάουλους συνθηκολογεί στο Στάλινγκραντ σηματοδοτώντας μεταστροφή στην εξέλιξη του πολέμου. Ο Κουίσλινγκ υπό το βάρος των περιστάσεων ακολουθεί πιστά τους συμμάχους του, τους οποίους συχνά υπερακοντίζει σε αναλγησία και φανατισμό. Αν και δεν εθελοτυφλεί, στη δημόσια φρασεολογία του ταυτίζεται με τους ηγέτες του ναζισμού μιλώντας για ολοκληρωτικό πόλεμο, για νίκη. Καθώς το τέλος πλησιάζει και η λαϊκή δυσαρέσκεια διογκώνεται, ο Terboven, αφουγκραζόμενος την απειλή του αντιστασιακού Πατριωτικού Μετώπου (Home Front), προειδοποιεί ότι θα πολεμήσει με τις πολυάριθμες δυνάμεις του μέχρι τέλους. Ο Κουίσλινγκ επιχειρεί να αποφύγει το αιματοκύλισμα φιλοδοξώντας να χρησιμοποιήσει την ισχυρή γερμανική στρατιά ως διαπραγματευτικό όπλο. Οταν ανακοινώνεται ο θάνατος του Χίτλερ, το ηθικό των γερμανών και των νορβηγών συνεργατών τους καταρρακώνεται. Στις 5 Μαΐου ο Κουίσλινγκ απευθύνεται στον νορβηγικό λαό και δηλώνει έτοιμος να διαπραγματευθεί με τις εξόριστες νορβηγικές αρχές μια ειρηνική και νόμιμη παράδοση της εξουσίας. H συνθηκολόγηση των συμμάχων του όμως ακυρώνει όλα τα περιθώρια ελιγμών και οι απεσταλμένοι του Πατριωτικού Μετώπου απαιτούν άνευ όρων παράδοση. Στις 9 Μαΐου το αυτοκίνητο του Κουίσλινγκ περνά την είσοδο του μεγάρου της αστυνομίας. Ο δικτάτορας τίθεται υπό κράτηση.
H δίκη του ξεκινά στις 20 Αυγούστου και διαρκεί ως τις 10 Σεπτεμβρίου 1945. Σε αυτή την τελευταία μάχη της ζωής του ο Κουίσλινγκ θα υπερασπιστεί τις επιλογές του προβάλλοντας τον πατριωτισμό ως εφαλτήριο των πράξεών του. Γνωρίζει εξαρχής το αποτέλεσμα αλλά, όπως δήλωσε λίγο πριν από τη σύλληψή του: «Ξέρω ότι ο νορβηγικός λαός με έχει καταδικάσει σε θάνατο και ότι ο πιο εύκολος δρόμος είναι η αυτοκτονία. Θέλω όμως η Ιστορία να καταλήξει στη δική της ετυμηγορία». Το δικαστήριο του επιβάλλει θανατική ποινή για εσχάτη προδοσία, για σειρά φόνων και για κλοπή της δημόσιας περιουσίας.