Το κείμενό μου της 23ης Ιανουαρίου για το βιβλίο του N. Σβορώνου Το ελληνικό έθνος προκάλεσε την απάντηση των κκ. A. Λιάκου και N. Δεμερτζή. Οι δύο καθηγητές, θεωρητικοί της εθνοσυγκρότησης, σωστά αισθάνθηκαν ότι η επίκρισή μου των κυρίαρχων σήμερα, στο πανεπιστημιακό μας επίπεδο, απόψεων για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης αφορούσε και αυτούς. Οι αντιδράσεις τους στο βιβλίο του Σβορώνου ελπίζω ότι θα προκαλέσουν γονιμότερη συζήτηση επί του θέματος.
H νηφάλια απάντηση του κ. Δεμερτζή προωθεί τη συζήτηση. Θα συμφωνούσα, γενικά, με τις διευκρινίσεις της, οι οποίες, όπως σωστά παρατηρεί ο κ. Δεμερτζής, «δεν απέχουν πολύ από την ουσία της ανάλυσης του ίδιου του Σβορώνου». Ομως η φρασεολογία του στα κύρια σημεία των θέσεών του δεν συνάδει με το περιεχόμενό τους. Λ.χ. γράφει ότι «δεν υπάρχει ένας εθνικισμός αλλά πολλοί εθνικισμοί», όμως το βιβλίο του έχει τίτλο Ο λόγος του εθνικισμού· αναγνωρίζει ότι το έθνος «δεν είναι μια κατασκευή εκ του μηδενός», όμως συγχρόνως γράφει ότι πριν από τον Διαφωτισμό «το σημαίνον [του όρου] έθνος είναι άδειο». Αν ο εθνικισμός δημιουργεί το έθνος και όχι το έθνος τον εθνικισμό, τότε ποιο είναι αυτό που δημιουργεί τον εθνικισμό;
H απάντηση του κ. Λιάκου είναι, πιστεύω, σπασμωδική. Διότι το να υποστηρίζει ένας ιστορικός ότι ένας φιλόλογος δεν μπορεί, εξ ορισμού, να είναι εξοικειωμένος με ιστορικά θέματα, δηλώνει απώλεια ψυχραιμίας· πολλώ μάλλον όταν ο κ. Λ. αισθάνεται εξοικειωμένος με τη φιλολογία τόσο, ώστε να καταπιάνεται και με λογοτεχνικά θέματα (βλ. τις ενασχολήσεις του με τη γενιά του ’30).
Ο κ. Λ. αμφισβητεί την παρατήρησή μου ότι υπάρχουν Ελληνες ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι πριν από το τέλος του 18ου αιώνα δεν υπάρχουν άνθρωποι που να αυτοπροσδιορίζονται, σε επίπεδο εθνότητας, ως Ελληνες, και ζητά να «προσκομιστεί η παραπομπή» της.
Προσκομίζω δύο παραπομπές. H πρώτη είναι άρθρο μιας ιστορικού, η οποία σε κείμενό της στην Αυγή (8/10 και 28/10/2000) αποκαλεί «Ελληνες» (εντός εισαγωγικών) τους Ελληνες ως το 1800, γιατί – σύμφωνα με τη θεωρία – πιστεύει ότι ως τότε δεν αισθάνονταν τον οθωμανικό ζυγό και, ως εκ τούτου, «δεν είχαν συνείδηση της ύπαρξής τους ως έθνους». H δεύτερη είναι του κ. Λιάκου, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Κύπρου δεν ήταν ελληνικός και ότι η ελληνοποίησή του «προετοιμάστηκε από τον 19ο αιώνα με την εμφύσηση [sic] σε αυτόν ελληνικής συνείδησης» (Το Βήμα, 22/9/1996).
* Επιπόλαια ανάγνωση
H επιχειρηματολογία της απάντησης του κ. Λ., παρότι περιέχει μοντερνιστικά στοιχεία, είναι εκείνης της υφής, την οποία συναντούμε περισσότερο στους μεταμοντέρνους: βασιζόμενη σε ανακρίβειες και παραποιήσεις (ασύνειδες, υποθέτω) των απόψεων του συνομιλητή της κατασκευάζει έναν αχυρένιο αντίπαλο εύκολα ανατρέψιμο. Θα δείξω ορισμένες από αυτές:
1. Γράφει ο κ. Λ.: «Οι ιστορικοί δέχτηκαν με επιφυλακτικότητα την έκδοση του χειρογράφου του Σβορώνου».
Με επιφυλακτικότητα, υποθέτω, θα δέχτηκαν την έκδοση μόνο οι ιστορικοί που συμφωνούν με τις απόψεις του κ. Λ. Λέω υποθέτω, γιατί κανείς από τους ιστορικούς αυτούς, ως την ημέρα της δημοσίευσης του άρθρου μου, δεν κοινοποίησε τις επιφυλάξεις του. Από τους ιστορικούς που κοινοποίησαν τις απόψεις τους για το βιβλίο (Ασδραχάς, Βόγλης, Ελεφάντης, Καραμανωλάκης, Καραπιδάκης) κανείς δεν εξέφρασε επιφυλακτικότητα. Εκτός αν αυτούς ο κ. Λ. δεν τους θεωρεί ιστορικούς.
2. Γράφει ο κ. Λ.: «Ενδεχομένως, αν ζούσε σήμερα, ο Σβορώνος θα είχε επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα αυτής της έκδοσης».
Ο Σβορώνος δεν θα είχε καμία επιφύλαξη. Παρότι έγραψε το βιβλίο στα μέσα της δεκαετίας του ’60, τον Δεκέμβριο του 1988, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, δήλωνε σε συνέντευξή του στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα: «Ετοιμο είναι και θα βγει πολύ σύντομα». Οι νεότερες απόψεις, τις οποίες ο κ. Λ. χαρακτηρίζει «σύγχρονη σκέψη των ιστορικών», ήταν ήδη διαμορφωμένες το 1988. Ο Σβορώνος τις γνώριζε και τις αντέκρουε στην εν λόγω συνέντευξή του. Ο,τι πραγματικά νέο θεωρητικό εμφανίστηκε μετά το 1988 – πιο σύγχρονο από εκείνο που ο κ. Λ. θεωρεί σύγχρονη ιστορική σκέψη – ενισχύει (όπως παρατηρούσα στο άρθρο μου) τις απόψεις του βιβλίου του Σβορώνου. Οπως γράφει ο Σπ. I. Ασδραχάς, «είναι βέβαιο ότι, αν το κείμενο αυτό γραφόταν σε κοντινότερούς μας καιρούς, θα είχε την ίδια «φιλοσοφία της σύνθεσης», παρά την άνθηση των ερευνών και των συνθετικών δοκιμών γύρω από την έννοια και την πραγματικότητα του έθνους».
3. Γράφει ο κ. Λ.: «Ο κ. Βαγενάς υποστηρίζει ότι η ελληνική περίπτωση αποτελεί μια εξαίρεση, η οποία δεν εμπίπτει στις θεωρίες συγκρότησης του έθνους».
Πουθενά στο κείμενό μου δεν υποστηρίζω ότι η ελληνική περίπτωση αποτελεί εξαίρεση. Εκείνο που γράφω είναι ότι έχει «μιαν ιδιαιτερότητα» (εξαίρεση και ιδιαιτερότητα δεν είναι το ίδιο πράγμα). Και πουθενά δεν ισχυρίζομαι ότι η ιδιαιτερότητα αυτή δεν εμπίπτει στις θεωρίες συγκρότησης του έθνους. Εκείνο που λέω είναι ότι δεν εμπίπτει στη θεωρία του κ. Λ., η οποία δεν δέχεται ότι υπάρχουν ιδιαιτερότητες και εξαιρέσεις (γράφει ο κ. Λ.: «H ειρωνεία είναι ότι το επιχείρημα αυτό [της εξαίρεσης] αποτελεί ένα από τα συστατικά της ίδιας της ιδεολογίας του εθνικισμού»). H θεωρία του κ. Λ. είναι προκρούστεια ακόμη και με τους όρους των θεωρητικών του προτύπων, γιατί αυτά δέχονται ότι υπάρχουν εξαιρέσεις. Ο Gellner, λ.χ., ομολογεί (στο βιβλίο του Εθνη και εθνικισμός – σ. 242 – στο οποίο κυρίως παραπέμπει ο κ. Λ.) ότι «γενικεύσεις που δεν έχουν εξαίρεση είναι σπάνια εφικτές».
4. Ο κ. Λ. με παρουσιάζει να διαβάζω «κανονιστικά» τις απόψεις του Σβορώνου, «ως παρακαταθήκες αληθειών για το έθνος».
Από κανένα σημείο του κειμένου μου δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. H μόνη εκτίμηση της άποψης του Σβορώνου που κάνω είναι ότι τη θεωρώ «πειστικότερη από εκείνη των κυρίαρχων σήμερα στη χώρα μας, στο πανεπιστημιακό επίπεδο, μοντερνιστικών και μεταμοντερνιστικών σχημάτων». Πειστικότερη δεν σημαίνει αναγκαστικά πειστική.
* Μαρξιστής μεταφυσικός;
Επειτα απ’ όλα αυτά δεν είναι περίεργο ότι ο κ. Λ. παραποιεί (ανεπίγνωστα, πιστεύω) και τις απόψεις του ίδιου του Σβορώνου, όταν τον απεικονίζει ως μεταφυσικό ιστορικό, που για να περιγράψει τη διαμόρφωση του νέου ελληνισμού «καταφεύγει στο θεολογικό σχήμα του τριπρόσωπου της Αγίας Τριάδας».
H απεικόνιση αυτή είναι τόσο εξωφρενική, που αναρωτιέται κανείς κατά πόσο ο κ. Λ. γνωρίζει πραγματικά το έργο του Σβορώνου. Ο κ. Λ. την αιτιολογεί παραπέμποντάς μας σε ένα παλαιότερο κείμενό του (του 1994), από το οποίο διαπιστώνουμε ότι το παραναγνωστικό του πρόβλημα είναι χρόνιο. Αναφερόμενος στη ρομαντική «θεολογική αντίληψη της ιστορίας» του Ζαμπελίου, γράφει σε αυτό το κείμενο: «H ιδέα αυτή μεταπλάθεται και αποκτά μεγάλη διασπορά. Π.χ., πάνω από έναν αιώνα αργότερα ο N. Σβορώνος, ο οποίος κρατά τρεις ελληνισμούς (αρχαίο, μεσαιωνικό και νεώτερο), θα σκοντάψει στο ίδιο πρόβλημα: «Ο ελληνισμός», γράφει, «σαν κάποια μεταφυσική οντότητα, σαν ένα είδος «πράγμα καθ’ εαυτό», μένει αμέτοχος στη μεταβολή ενός περίγυρου και θεωρείται επομένως συνεχής, ταυτός εαυτώ και ποιοτικά αναλλοίωτος». H εθνική ιστοριογραφία, ακόμη και στη μαρξιστική της εκδοχή, έμεινε μεταφυσικά θεμελιωμένη».
Οι απόψεις του χωρίου που ο κ. Λ. παραθέτει εδώ από τα Ανάλεκτα του Σβορώνου (σ. 71) δεν είναι βέβαια του Σβορώνου. Ο Σβορώνος στο κείμενό του αυτό, αλλά και στο Ελληνικό έθνος, υποστηρίζει ακριβώς τα αντίθετα. Το χωρίο στα Ανάλεκτα τελειώνει με ερωτηματικό και αποτελεί το πρώτο σκέλος ενός βασικού προβλήματος της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, που ο Σβορώνος το περιγράφει υπό ερωτηματική μορφή (στην παράθεση του χωρίου από τον κ. Λ. το ερωτηματικό έχει εξαφανιστεί). Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος έχει ως εξής: «Ή αντίθετα τα επίθετα αρχαίος, μεσαιωνικός, νέος [ελληνισμός] έχουν, εκτός από τη χρονική τους σημασία, και ποιοτική προσδιοριστική δύναμη, […] έτσι που η εκάστοτε μεταβολή των συνθηκών να συνεπιφέρει και μεταβολή στην ουσία του ελληνισμού;». H απάντηση του Σβορώνου στο διαζευκτικό ερώτημα είναι ότι το περιεχόμενο της έννοιας του ελληνισμού μεταβάλλεται και ότι τα επίθετα «εκφράζουν τρεις καταστάσεις [του ελληνισμού] ποιοτικά διαφορετικές». Ο Σβορώνος δηλαδή – αναμενόμενο άλλωστε – απορρίπτει τη μεταφυσική θεμελίωση της ιστοριογραφίας· απόρριψη την οποία επαναλαμβάνει και στο Ελληνικό έθνος («Το έθνος είναι κι αυτό μια ιστορική κατηγορία. […] Κανένας πλέον σοβαρός μελετητής δεν ικανοποιείται με τις ρομαντικές αντιλήψεις που παρουσίαζαν το έθνος ως κάποια υπερβατή οντότητα δεδομένη από τα πριν»: σ. 22-23). Και αυτή τη «διαγραφή της πορείας του περιεχομένου του ελληνισμού» (Ανάλεκτα, σ. 72) επιχειρεί με το βιβλίο.
* Μεταμοντέρνα θεωρητικολογία
Αυτά ως προς το πραγματολογικό μέρος της απάντησης του κ. Λ. Σε ό,τι αφορά το θεωρητικό της μέρος, ο κ. Λ. ταυτολογεί. Αντί να αντικρούσει τις αιτιάσεις μου για την άκριτη μεταφορά στα καθ’ ημάς των ανιστόρητων περί νέου ελληνισμού απόψεων των θεωρητικών του προτύπων, αναλώνεται στη συνήθη θεωρητικολογία των μεταμοντέρνων, όταν τους τίθεται ένα δυσαπάντητο ερώτημα. Μας μιλάει για τις θεωρητικές προϋποθέσεις του κάθε λόγου. Μας λέει ότι οι ιστορικοί «χρειάζονται τα [σύγχρονα] θεωρητικά διαβάσματα για να ξέρουν πώς να θέτουν ερωτήματα στις πηγές τους». Αλλά αυτά – αυτονόητα ήδη για τη δεκαετία του ’70 – τα λέει ο Σβορώνος από το 1955 στο ίδιο κείμενο των Αναλέκτων στο οποίο παραπέμπει ο κ. Λ.: «Ο καθορισμός των κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων που προσδιόρισαν την οπτική τους γωνία», γράφει, είναι «βασική» προϋπόθεση για τους ιστορικούς. Ο Σβορώνος τα λέει αυτά πριν από την κατά κ. Λ. σύγχρονη θεωρία: πριν ακόμη τα διατυπώσει ο Hobsbawm, από τον οποίο ο κ. Λ. επίσης αντλεί.
Οι μαρξιστές ιστορικοί Hobsbawm και Σβορώνος δεν λένε επί του θέματος των πηγών κάτι το διαφορετικό. Εκείνο που τους διαφοροποιεί στην ελληνική περίπτωση είναι ότι ο Σβορώνος γνωρίζει την ελληνική ιστορία πολύ καλύτερα απ’ ό,τι ο Hobsbawm. Γι’ αυτό και η άποψή του ως προς την ελληνική περίπτωση είναι εγκυρότερη.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.