Το Σχέδιο Αναν ζητεί από την ελληνική πλευρά έναν επώδυνο συμβιβασμό. Ζητεί από τους Ελληνοκύπριους να αποδεχθούν τις συνέπειες του 1974 και να ξαναμοιραστούν την πολιτική και οικονομική ζωή της Κύπρου με την άλλη πλευρά. Τους δίνει, από την άλλη, την επανένωση του νησιού κάτω από μια χαλαρή συνομοσπονδία με τις εγγυήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου. H αποδοχή αυτού του συμβιβασμού ή όχι από τους Ελληνοκυπρίους αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη απόφαση, η οποία πρέπει να ληφθεί μάλιστα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Ακούγονται τώρα επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές. Κάποιοι προσβλέπουν στην οικονομική ανάπτυξη της Κύπρου μέσω της ενοποίησης. Αλλοι πιστεύουν – χωρίς να το λένε πάντα ανοιχτά – ότι το Κυπριακό λύθηκε με τη διχοτόμηση, αφού οι δύο κοινότητες έπαψαν να επικοινωνούν και άρα να απειλούν η μία την άλλη. Αλλοι πιστεύουν ότι θα μπορέσει να υπάρξει νέο, βελτιωμένο, σχέδιο αφού ενταχθεί η Κύπρος στην EE.
Στην πραγματικότητα όμως κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι καθοριστικό. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Δεν γνωρίζουμε αν η κοινή οικονομική ζωή θα αμβλύνει ή θα εντείνει τις αντιθέσεις, ιδίως σε συνθήκες κάποιας μελλοντικής οικονομικής κρίσης. Δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουμε αν οι δύο κοινότητες θα έρθουν κοντύτερα αποδεχόμενοι το Σχέδιο ή αν οι αντιφάσεις του νέου Συντάγματος θα τους σπρώξουν πίσω στη διαμάχη και στη βία. Οι απαισιόδοξοι θα πουν ότι οι περαιτέρω συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες, όπως το δείχνει η ιστορία της Κύπρου τα χρόνια 1960-1974. Οι αισιόδοξοι θα πουν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει αλλάξει όλα τα δεδομένα και υπόσχεται εμπιστοσύνη και ειρήνη, όπως έχει συμβεί σε όλη την έκταση της Ενωσης, ακόμη και στη Βόρεια Ιρλανδία. Δεν είναι απαραίτητα ανιστόρητοι οι αισιόδοξοι, ούτε απαραίτητα αδαείς οι απαισιόδοξοι. H επιλογή μεταξύ των δύο εκδοχών δεν εξαρτάται μόνον από λογικό υπολογισμό ή ιστορικές γνώσεις. Απαιτεί άλλου είδους κρίση.
* H αξία της επανένωσης
Τι είδους κρίση είναι αυτή; Πιστεύω ότι αφορά το κατά πόσον αξίζει να διακινδυνευθεί η επανένωση. Τόσο ο κίνδυνος αποτυχίας όσο και η ίδια η αξία της επανένωσης είναι αμφισβητούμενα μεγέθη. Ο κίνδυνος αποτυχίας – π.χ. από την κακή λειτουργικότητα του νέου ομόσπονδου κράτους – αφορά μεν εκτιμήσεις πραγματικών περιστατικών. H αξία της επανένωσης όμως είναι διαφορετικό ερώτημα. Αφορά, εν μέρει τουλάχιστον, δύο αντίθετες πολιτικές φιλοσοφίες σχετικά με το περιεχόμενο και την αξία των πολιτικών θεσμών.
H πρώτη φιλοσοφία παραμένει στα όρια ενός «κοινοτιστικού» πατριωτισμού, εκφράζει δηλαδή την ανάγκη για προστασία της κοινότητάς μας: υποστηρίζει ότι, δεδομένων των κινδύνων από το Σχέδιο Αναν, καλύτερα να παραμείνει η ελληνική Κύπρος στα χέρια Ελλήνων αποκλειστικά, έστω και αν είναι περιορισμένη σε μέγεθος. H δεύτερη φιλοσοφία, που είναι και η νεότερη, υποστηρίζει ότι η αξία του οποιουδήποτε κράτους δεν πηγάζει ποτέ μόνον από την προστασία μιας εθνικής κοινότητας αλλά και από την αναγνώριση δικαιωμάτων σε όλους εξίσου. H δεύτερη πολιτική φιλοσοφία, πιο φιλελεύθερη και πιο ευέλικτη από την πρώτη, θα νιώθει πολύ πιο άνετα σε μια πολυπολιτισμική Κύπρο, όπου το κύριο μέλημα δεν θα είναι η διαμάχη μεταξύ πλειονότητας και μειονοτήτων αλλά η προστασία των δικαιωμάτων του καθενός χωριστά, είτε αυτοί είναι γηγενείς είτε μετανάστες από την EE ή τρίτες χώρες.
Είναι φανερό ότι η ιδέα της πολυπολιτισμικότητας ενός πολιτικά φιλελεύθερου κράτους είναι νέα και ριζοσπαστική στην Ελλάδα. H παράδοσή μας είναι, αντίθετα, γεμάτη πολέμους και αγώνες εθνικής ολοκλήρωσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρύτερη περιοχή μας. Το ένα όμως δεν αναιρεί το άλλο. Ας μην ξεχνούμε ότι τα πρώτα συντάγματα της επαναστατικής Ελλάδας ευαγγελίζονταν κράτος δικαίου με ευρύτατες ατομικές εγγυήσεις και δικαιώματα. Για πολλούς εκεί βρισκόταν η υπεροχή του ελληνικού κράτους έναντι της αυθαίρετης εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τι μπορεί να σημαίνει το ιδεώδες της πολυπολιτισμικής Κύπρου; Είναι περίπου το εξής. Το νέο κράτος θα πρέπει να βασίζεται στις αρχές ότι κανένας πολιτισμός και καμία εθνική κουλτούρα δεν είναι ανώτεροι κάποιου άλλου, ότι στις αξίες υπάρχει πλουραλισμός και ότι το μόνο μέλημα του κράτους που καλύπτει πολλές πολιτισμικές κοινότητες θα πρέπει είναι όχι η προώθηση κάποιου πολιτισμού ή ηθικού μοντέλου αλλά η ενίσχυση ατομικών ευκαιριών μέσα στις κοινότητες που ο καθένας μας βρίσκει το σπίτι του. Αυτό σημαίνει καλλιέργεια της παιδείας και στις δύο ή περισσότερες κοινότητες, προσοχή στον σεβασμό ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και αυστηρή ισότητα στις οικονομικές ευκαιρίες. Το κράτος δεν θα ανήκει σε καμία από τις συστατικές του κοινότητες αλλά θα αφήνει τους πολίτες του να ζήσουν όσο μπορούν πλήρεις ζωές μέσα στις κοινότητες στις οποίες νιώθουν ότι ανήκουν.
H πεποίθηση ότι ένα τέτοιο κράτος έχει από μόνο του αξία αλλάζει αισθητά την κρίση για το Σχέδιο Αναν. Αν πιστέψουμε ότι το σχέδιο αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα της δημιουργίας μιας πραγματικά πολυπολιτισμικής Κύπρου – με τις πρόσθετες εγγυήσεις της EE και την πλήρη πλέον αναγνώριση του κοινοτικού δικαίου μετά τη μεταβατική περίοδο – ίσως δούμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το «ναι». Αντίστοιχη αισιοδοξία και αφοσίωση στο ιδεώδες της ενοποίησης έκανε πιθανή την προσέγγιση Γαλλίας και Γερμανίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το κτίσιμο της Ενωσης τα τελευταία πενήντα χρόνια βασίστηκε σε αυτό το ιδεώδες και στην ελπίδα ότι μια κοινή προσπάθεια θα οδηγήσει σε ένα εντελώς νέο αποτέλεσμα. Αντίστοιχα η επανένωση της Κύπρου μπορεί να εμπνέεται από ένα πολιτικό ιδεώδες και να μη σημαίνει μόνον έναν λογικό συμβιβασμό. Υπό αυτό το πρίσμα το Σχέδιο Αναν δεν σημαίνει μόνο τη λογική αποδοχή των συνεπειών του 1974 αλλά και μια νέα αρχή με βάση μια πραγματικά νέα φιλοσοφία.
* H σημασία του εγχειρήματος
Τα κέρδη μπορεί να είναι πολύ σημαντικά. Σε μια εποχή όπου κάποιοι θέλουν να παρουσιάζουν τη «Δύση» και το «Ισλάμ» σε θανάσιμη διαμάχη, μια ενωμένη Κύπρος θα αποτελέσει μοναδικό παράδειγμα στην πράξη συμφιλίωσης. Μια πετυχημένη νέα Κύπρος θα είναι ένα από τα ελάχιστα κράτη στον κόσμο όπου συνυπάρχουν ειρηνικά χριστιανικοί και μουσουλμανικοί πληθυσμοί που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, χωρίζονται από διαφορετικές εθνικές παραδόσεις και έχουν πρόσφατα βρεθεί σε πόλεμο. Οι δύο κοινότητες, αν συνυπάρξουν σωστά, θα προσφέρουν έναν πολύ δυνατό συμβολισμό, με τρόπο που μπορεί να γίνει οδηγός για χώρες όπως ο Λίβανος, η Βοσνία, το Κόσοβο ή ακόμη και το Ισραήλ. Το ηθικό βάρος της κυπριακής ηγεσίας και η επιρροή της στη διεθνή κοινή γνώμη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα στενά όρια της περιοχής μας.
Ο κ. Παύλος Z. Ελευθεριάδης είναι university lecturer στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.