Από τις 9 ως τις 19 Απριλίου 1906 (σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο) η Αθήνα υποδεχόταν τους «B´ Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες», τους αγώνες που έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως «Μεσολυμπιάδα». Επρόκειτο για ένα βραχύβιο θεσμό που προέκυψε ως συμβιβαστική λύση μετά την αποτυχία της Ελλάδας το 1896 να επιβάλει τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Αθήνα. H ιδέα για ενδιάμεσους Ολυμπιακούς Αγώνες, που θα τελούνταν στην Ελλάδα στο μέσον της κάθε Ολυμπιάδας, γεννήθηκε αμέσως μετά τους πρώτους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 1896.
H αδιαμφισβήτητη επιτυχία των αγώνων του 1896 δημιούργησε ένα κλίμα ευφορίας στους ξένους αθλητές και επισκέπτες αλλά κυρίως στους Ελληνες. Για πρώτη φορά η σύγχρονη Ελλάδα έμοιαζε να έχει πραγματώσει την ενδόμυχη επιθυμία της να συνδεθεί με την αρχαία πρόγονό της. Ταυτόχρονα θεωρήθηκε σχεδόν αυτονόητο ότι η Ελλάδα, πατρίδα των Ολυμπιακών Αγώνων, που απέδειξε ότι μπορεί να είναι και η πατρίδα της αναβιωμένης εκδοχής τους, θα έπρεπε να γίνει ο τόπος της μόνιμης πλέον περιοδικής τέλεσής τους. Το αίτημα αυτό, που διατυπώθηκε επίσημα από τον βασιλιά Γεώργιο, έβρισκε πρόσφορο έδαφος και στους περισσότερους από τους ξένους επισκέπτες, με πλέον ενθουσιώδεις τους αμερικανούς αθλητές. Ωστόσο ο Κουμπερτέν επέμεινε στις αρχικές αποφάσεις της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) για περιοδική ανά τετραετία τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων σε διαφορετικές πόλεις, προβάλλοντας σθεναρή – και εν τέλει αποτελεσματική – αντίσταση στις πιέσεις της ελληνικής δυναστείας και της ελληνικής κοινής γνώμης. Αλλωστε η επόμενη πόλη όπου θα τελούνταν Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το Παρίσι.
H Ελλάδα δεν εγκατέλειψε ωστόσο το ολυμπιακό της όραμα. Μετά τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 επανήλθε η ιδέα των ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1899 ψηφίστηκε ο νόμος BXKA, με τον οποίο οργανωνόταν η γυμναστική εκπαίδευση και συγκροτούνταν πάλι η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων (ΕΟΑ) με σκοπό να «μεριμνά περί της ανά τετραετίαν εξακολουθήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων, των τελεσθέντων εν έτει 1896». Ο ελληνικός νόμος, που αψηφούσε τις αποφάσεις της ΔΟΕ, αντιμετωπίστηκε με δυσφορία αλλά και ειρωνεία στο εξωτερικό. Τότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος πρότεινε ως συμβιβαστική λύση την τέλεση Μεσολυμπιάδων στην Αθήνα, επανερχόμενος σε μια πρόταση που είχε διατυπώσει ο Βικέλας σε επιστολή του προς τον Κουμπερτέν στις 19 Μαΐου 1896.
* Οι «επιτροπές εξωτερικού»
H οριστική απόφαση να διοργανώσει πάλι η Αθήνα διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες ελήφθη το 1904 και το 1905 αφιερώθηκε στην προετοιμασία των αγώνων. H εμπειρία της διοργάνωσης του 1896 στάθηκε πολύτιμη, δεδομένου μάλιστα ότι η οργανωτική ομάδα περιλάμβανε πολλά πρόσωπα που είχαν εμπλακεί και στους αγώνες του 1896. Γενικός γραμματέας της ΕΟΑ από το 1903 ήταν ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπυρίδων Λάμπρος και πρόεδρός της ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Το οργανωτικό σχήμα στηρίχτηκε στη συγκρότηση ειδικών επιτροπών σε κάθε χώρα, οι οποίες συντονίζονταν από την ΕΟΑ και είχαν αναλάβει την προετοιμασία των κατά τόπους αθλητικών αποστολών. Οι επιτροπές αυτές, γνωστές ως «επιτροπές εξωτερικού», συστήθηκαν με τη συνεργασία των ελληνικών προξενικών αρχών και χάρη στα προσωπικά δίκτυα αφενός των μελών της ΕΟΑ και αφετέρου του ελληνικού δυναστικού οίκου. Οι «επιτροπές εξωτερικού» δεν ήταν εξαρτημένες από εθνικές ολυμπιακές επιτροπές, οι οποίες εξάλλου εκείνη την εποχή είτε δεν είχαν ακόμη συσταθεί είτε δεν λειτουργούσαν με κανονικότητα σε όλες τις χώρες. Το γεγονός ότι παρόμοιες επιτροπές ιδρύθηκαν από τη Ρωσία ως την Κούβα και ότι μέλη τους ήταν εκπρόσωποι της κοινωνικής και αθλητικής ελίτ της εποχής επιβεβαιώνει πάντως την εντυπωσιακά ευρεία στήριξη που έλαβε διεθνώς η ελληνική πρωτοβουλία για τη διοργάνωση της Μεσολυμπιάδας στην Αθήνα το 1906. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ ήταν επίτιμος πρόεδρος της επιτροπής των Ηνωμένων Πολιτειών.
* H επιτυχία της Μεσολυμπιάδας
H επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων συνδέεται συνήθως με τον αριθμό και τις επιδόσεις των αθλητών, με τον αριθμό των επισκεπτών, με τους «επιφανείς» ξένους που ταξιδεύουν για να παρακολουθήσουν τους αγώνες, με τη λειτουργία των αθλητικών εγκαταστάσεων και με τη συνολική οργανωτική δομή. Από όλες αυτές τις απόψεις, οι αγώνες του 1906 δεν υστερούσαν σε τίποτα σε σχέση με τους «κανονικούς» Ολυμπιακούς Αγώνες. Στη Μεσολυμπιάδα μετείχαν 903 αθλητές, από τους οποίους οι 564 ήταν ξένοι προερχόμενοι από 18 χώρες ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις των εφημερίδων της εποχής, ήρθαν στην Αθήνα περί τους 20.000 επισκέπτες, Ελληνες και ξένοι. Το βασιλικό ζεύγος της M. Βρετανίας Εδουάρδος Z’ και Αλεξάνδρα παρίστατο εξάλλου, μαζί με την ελληνική βασιλική οικογένεια, την ημέρα της έναρξης των αγώνων στο πλήρως πλέον αναμαρμαρωμένο Στάδιο.
H πόλη που υποδέχτηκε τους αγώνες το 1906 είχε αλλάξει αρκετά σε σχέση με την Αθήνα του 1896. Είχε γύρω στους 150.000 κατοίκους, οι κεντρικοί δρόμοι της είχαν ασφαλτοστρωθεί, η πόλη φωτιζόταν με τη χρήση του ηλεκτρισμού ενώ και ο σιδηρόδρομος Αθήνας-Πειραιά και τα τραμ είχαν γίνει ηλεκτροκίνητα. Ειδικά για τους αγώνες, η Αθήνα και ο Πειραιάς διακοσμήθηκαν με λουλούδια, πολύχρωμους λαμπτήρες, σημαίες, θυρεούς όλων των εθνών και επιγραφές σε όλες τις γλώσσες. Με την έλευση των αθλητών και των επισκεπτών, η πρωτεύουσα της Ελλάδας μεταμορφώθηκε, σύμφωνα με τις διηγήσεις της εποχής, σε «νέα Βαβυλώνα», σε μια «μικρά υφήλιο». Ηταν μάλιστα τόσο μεγάλη η κοσμοσυρροή που ανάγκασε τους εστιάτορες να αναρτήσουν επιγραφή «παρακαλούμεν να γευματίζετε συντόμως».
* Ο Τόφαλος
Οι αγώνες διήρκεσαν έντεκα ημέρες και διεξήχθησαν στις εγκαταστάσεις που υπήρχαν από το 1896, στο Στάδιο, στο Σκοπευτήριο της Καλλιθέας, και στο Ποδηλατοδρόμιο, ενώ οι αγώνες τένις έγιναν στον Ομιλο Αντισφαίρισης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1906 αναδείχθηκε, στους αγώνες αντισφαίρισης, η πρώτη ελληνίδα ολυμπιονίκης. (Σε σχέση εξάλλου με την καινοφανή εικόνα της αθλούμενης γυναίκας, η Μεσολυμπιάδα έδωσε την ευκαιρία στο αθηναϊκό κοινό να παρακολουθήσει την επίδειξη εκτός συναγωνισμού γυμναστικών ασκήσεων μέσα στο Στάδιο από ομάδα Δανίδων γυμναστριών.)
Ο ήρωας ωστόσο της Μεσολυμπιάδας ήταν ο Δημήτριος Τόφαλος. Αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών, πανελληνιονίκης και παγκόσμιος ρέκορντμαν της άρσης βαρών, είχε δημιουργήσει, λόγω των επιδόσεών του αλλά και του επιβλητικού του όγκου, έναν μύθο που κατέληξε και στη γνωστή παροιμιώδη έκφραση. Στη Μεσολυμπιάδα ο Τόφαλος αναδείχθηκε ολυμπιονίκης μέσα από μια δραματική αντιπαράθεση με τον Αυστριακό Στάινμπαχ και έγινε ο νέος εθνικός ήρωας, όπως ήταν ο Λούης το 1896. Στον Μαραθώνιο όμως, παρά την προσδοκία του ελληνικού κοινού, η οποία ήταν, σύμφωνα με την παρατήρηση του Π.Σ. Σαββίδη, «μια περίεργος ψύχωσις από εκείνας αι οποίαι άγνωστον πώς κατακτούν έδαφος παρ’ ενί λαώ», νικητής δεν ήταν Ελληνας αλλά ο Καναδός William J. Sherring.
* Το «φιλί της ζωής»
Με την οργάνωση της Μεσολυμπιάδας το 1906, η Ελλάδα επιδίωξε να επιβάλει την πρωταγωνιστική της παρουσία στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Μετά την αποτυχία της να καθιερωθεί ως μόνιμος τόπος τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, η Ελλάδα δημιούργησε λοιπόν έναν καθαρά και αποκλειστικά ελληνικό θεσμό που στην ουσία επιβεβαίωνε και υπενθύμιζε στους διεθνείς της εταίρους την ελληνικότητα των αγώνων. Ο θεσμός αυτός υποστηρίχτηκε τόσο από την ελληνική κοινή γνώμη όσο και από την ελληνική δυναστεία αλλά εξέπνευσε μετά την πρώτη διοργάνωση. Το εγχείρημα ήταν δυσβάστακτο για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα· ακυρώθηκε πάντως και από τη συνεχή εμπόλεμη κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μετά το 1912. Εν τούτοις η Μεσολυμπιάδα του 1906 οργανώθηκε με υποδειγματικό τρόπο από την ΕΟΑ και η διεθνής συμμετοχή ήταν ευρεία και ενθουσιώδης, ενισχύοντας το διεθνές γόητρο της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, μετά την αποτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1900 και του 1904, η Μεσολυμπιάδα της Αθήνας έδωσε το «φιλί της ζωής» σε έναν νεότευκτο διεθνή θεσμό που δεν είχε γνωρίσει ακόμη τη γενική αποδοχή και αναζητούσε την ταυτότητά του.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.