Το 1911, μέσα σε ένα κλίμα σφοδρής ιδεολογικής σύγκρουσης, το Σύνταγμα που ψηφίστηκε από την Αναθεωρητική Βουλή περιέλαβε το περίφημο άρθρο 107 για τη γλώσσα: «Επίσημος γλώσσα του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα· πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται». Η συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους, που εκτιμήθηκε ως πράξη «συμβιβασμού» του Βενιζέλου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αποτελεί ένα από τα σημεία καμπής στην αντιπαράθεση δημοτικιστών και αρχαϊστών κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η αντιπαράθεση αυτή ξεπερνούσε κατά πολύ τη γλωσσική επιλογή και συνδεόταν με γενικότερες ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Ανερχόμενες κοινωνικές δυνάμεις, φορείς ενός γενικού αιτήματος για ανόρθωση της ελληνικής κοινωνίας και για μεταρρυθμιστικές τομές, εκφράστηκαν μέσα από το ορμητικό πνευματικό κίνημα του δημοτικισμού αλλά κατέληξαν σε ποικίλες και συχνά αντιφατικές πολιτικές επιλογές από τον σοσιαλισμό ώς τον δραγουμικό εθνικισμό. Μέσα από τις θυελλώδεις αντιπαραθέσεις, ωστόσο, και τις θεωρητικές συζητήσεις διαγράφηκαν τα κεντρικά στοιχεία ενός διχασμού, του γλωσσικού διχασμού, που τροφοδότησε και ενσωματώθηκε στον πολιτικό διχασμό των χρόνων 1915-1920. Αυτή μάλιστα η όψη του διχασμού, με τη μορφή της διγλωσσίας, αποδείχθηκε ακριβώς επειδή αντανακλούσε βαθύτερες ρωγμές στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας μακροβιότερη της συγκυρίας του Μεγάλου Πολέμου αλλά και του ίδιου του Εθνικού Διχασμού.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, το γλωσσικό πήρε τον χαρακτήρα εθνικού προβλήματος: αφενός συνδέθηκε με την κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση και την «πρόοδο» του ελληνικού έθνους και αφετέρου εμπλεκόταν στο μείζον ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης. Και στις δύο περιπτώσεις, η γλώσσα με την αρχαΐζουσα ή την ομιλούμενη μορφή της ήταν το μέσο και συμπύκνωνε συμβολικά τις ιδεολογικές επιλογές των δύο παρατάξεων. Ετσι, για τους μεν αρχαϊστές, η πρόοδος θα επιτυγχανόταν με μια γλώσσα «καθαρή» από τα «ράκη της δουλείας», που θα θύμιζε την ένδοξη αρχαία πρόγονό της. Για τους δημοτικιστές, αντίθετα, η επιβολή της δημοτικής συμβάδιζε με την εφαρμογή των αρχών του φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού και του εκσυγχρονισμού. Η μόρφωση του λαού αποτελούσε, άλλωστε, βασικό στοιχείο της αστικής αντίληψης για την εκπαίδευση ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Ως προς το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης εξάλλου, ιδιαίτερα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι πίστευαν ότι η ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στον εθνικό κορμό θα επιτυγχανόταν μέσω της ενοποιητικής δράσης μιας γλώσσας απλής και κατανοητής που θα εξέφραζε τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Η δημοτική συνεπώς ήταν το μέσο για την εκπλήρωση του αλυτρωτικού οράματος.
Ως πρώτο σημείο του μεταρρυθμιστικού τους προγράμματος οι δημοτικιστές έθεσαν την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ηταν όμως σαφές ότι η πραγματοποίηση αυτού του, πολιτικού, στόχου απαιτούσε τη συνεργασία με την κεντρική εξουσία. Συσπειρώθηκαν λοιπόν γύρω από τον βενιζελισμό, απομακρυνόμενοι ταυτόχρονα από την ψυχαρική ορθοδοξία αλλά και περιορίζοντας την επαναστατική κοινωνική δυναμική του δημοτικιστικού κινήματος αποκλειστικά στον χώρο του σχολείου. Οι τρεις κεντρικές φυσιογνωμίες του Εκπαιδευτικού Ομίλου (που ιδρύθηκε το 1910), ο Δ. Γληνός, ο Μ. Τριανταφυλλίδης και ο Αλ. Δελμούζος, συνεργάστηκαν με τον Βενιζέλο μέσα στη δεκαετία του 1910 για την εφαρμογή της φιλελεύθερης αστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση. Οι πρώτες απόπειρες ήταν αποτυχημένες. Το πείραμα του Αλ. Δελμούζου στο Σχολείο του Βόλου (1908-1911) κατέληξε στη Δίκη του Ναυπλίου (1914), όπου οι κατηγορίες για αθεΐα, έλλειψη πατριωτισμού και ανηθικότητα ενορχήστρωναν την αντίδραση των παραδοσιακών δυνάμεων. Τα μεταρρυθμιστικά νομοσχέδια του υπουργού Ιω. Τσιριμώκου (1913), που είχε συντάξει ο Δ. Γληνός, δεν ψηφίστηκαν ποτέ: έμειναν ένας «άταφος νεκρός». Ο φόβος για μια ουσιαστική, και συνεπώς επικίνδυνη, διεύρυνση των μεταρρυθμίσεων αποδείχθηκε αρκετά ισχυρός ώστε να μην επιτρέψει την υιοθέτηση κάποιων μάλλον μετριοπαθών και οπωσδήποτε όχι καινοφανών για την Ελλάδα εκπαιδευτικών αλλαγών.
Η ώρα για τη μεταρρύθμιση σήμανε τελικά μέσα στον Διχασμό, το 1917. Τότε, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης νομοθέτησε την υποχρεωτική διδασκαλία της δημοτικής «απηλλαγμένης παντός αρχαϊσμού και ιδιωτισμού» στο δημοτικό σχολείο. Με βάση το διάταγμα αυτό, που μετά την άφιξη του Βενιζέλου στην Αθήνα έγινε νόμος του κράτους, συντάχθηκαν τα πρώτα διδακτικά βιβλία στη δημοτική γλώσσα: Τα Ψηλά Βουνά, το Αλφαβητάρι με τον Ηλιο. Ο Δ. Γληνός από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Παιδείας και οι Μ. Τριανταφυλλίδης και Αλ. Δελμούζος ως Ανώτεροι Επόπτες της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως εργάστηκαν για την εφαρμογή της Μεταρρύθμισης. Μιας μεταρρύθμισης που αφορούσε μόνο το δημοτικό σχολείο και που, επίσης, ήταν μόνο γλωσσική. Οι αντιδράσεις εν τούτοις χρωματίστηκαν με τον φανατισμό που διέκρινε από την αρχή του αιώνα τις γλωσσικές διαμάχες αλλά και πλέον, κυρίως, τη σύγκρουση βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Ως έργο βενιζελικό, η Μεταρρύθμιση καταδικάστηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου το 1920. Τα διδακτικά βιβλία που μόλις είχαν κυκλοφορήσει κατηγορήθηκαν για «μπολσεβικισμό» και γιατί, κατά την εκτίμηση του γλωσσολόγου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Γ. Ν. Χατζιδάκη, περιφρονούσαν «τα μεγάλα ιδανικά, την πατρίδα, την θρησκεία». Η Επιτροπεία που διορίστηκε «προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων» δεν περιορίστηκε στην κατάργηση του βενιζελικού νομοθετικού έργου. Πρότεινε «να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι των προς διαφθοράν της ελληνικής γλώσσης και παιδείας τελεσθέντων πραξικοπημάτων» και «να καώσι» τα αναγνωστικά βιβλία της δημοτικής. Η αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917 έκλεισε λοιπόν με μια συμβολική πράξη εξαγνισμού, την διά της πυράς καταστροφή του γραπτού δημοτικού λόγου.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.