Διευρύνονται συνεχώς οι μορφές του τουρισμού που είχαν εδραιωθεί στη χώρα μας, με τη σύμπραξη ή την ανοχή των κρατικών θεσμών της. Χωρίς ακόμη να γίνεται βάσιμα λόγος για ολοκληρωμένες προτάσεις περιηγητισμού, διαφαίνονται στον ορίζοντα του τριτογενούς τομέα της οικονομίας ορισμένα δείγματα που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Διεργασίες αναδιάρθρωσης και εξειδίκευσης των προσφερομένων υπηρεσιών ωθούν σε σχήματα εκπαιδευτικού, συνεδριακού, θεραπευτικού ή ανάρρωσης, αθλητικού, οικολογικού και χειμερινού τουρισμού, με έμφαση συχνά σε πρωτοβουλίες αγροτοτουρισμού και οικοτουρισμού. Ως προς τον τελευταίο, οι επιμέρους αποχρώσεις του συναρτώνται με τον τρόπο κατανόησης των οικολογικών ιδιαιτεροτήτων συγκεκριμένων περιοχών και με το πλέγμα δυνατοτήτων ένταξης ­ ομαλής και χωρίς αμοιβαίες παρενέργειες ­ οργανωμένων τουριστικών δραστηριοτήτων σ’ αυτές.


Από μια άποψη, ο οικοτουρισμός θα σήμαινε ότι οι φορείς του δημιουργούν ένα σύνολο συνθηκών «οικίας», να νιώθουν δηλαδή σαν στο σπίτι τους οι φιλοξενούμενοι στους κόλπους μιας κοινότητας. Και αυτή με τη σειρά της «θεσμοθετεί» και προφανώς τηρεί αυτογενείς «κανόνες» συλλογικής ευρυθμίας, με σημείο αναφοράς μικρότερα ή μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού της. Πρόκειται για την πάλλουσα κοίτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως μάλιστα ο ανοιχτός κατάλογός τους (από την εποχή κιόλας της «Declaration de droit de l’ homme et du citoyen») διαρκώς μεγεθύνεται για να καλύψει σύγχρονες μορφές ενδιαφερόντων και αναγκών. Για παράδειγμα, ως δικαίωμα υπολογίζεται η προστασία από την ηχορύπανση, από το κιτς και ό,τι προσβάλλει την καλλιτεχνική ευαισθησία, για να μην αναφερθώ σε μορφές αναψυχής και διασκέδασης που τυποποιούν τη χαμηλότερη βαθμίδα αισθητικής συγκίνησης και προσφέρονται ως ομοιογενή προϊόντα αθρόας κατανάλωσης.


Η δημιουργική αξιοποίηση ενός δεκαπενθήμερου ταξιδιού, τουλάχιστον, θα μπορούσε να ξεπερνά τα γνωρίσματα μιας εφήμερης εκτόνωσης ­ ως προς τις ιδιαίτερες δραστηριότητες, στο δακτύλιο ορεινών περιοχών, θα μπορούσαν να περιληφθούν το καγιάκ, το ράφτινγκ, η πεζοπορία σε μονοπάτια στις όχθες ποταμών, η ιππασία, η ορεινή ποδηλασία, το αλεξίπτωτο πλαγιάς, η εξερεύνηση σπηλαίων, το ορειβατικό σκι, οι χιονοδρομίες πίστας, η χιονοσανίδα, η ορεινή οικολογική κατασκήνωση, η φυσιολογία υψομέτρου, ο προσανατολισμός και η χαρτογραφία, ο πολιτισμικός τουρισμός, οι κύκλοι συζητήσεων, οι υπομνηματισμένες προβολές, η αναζωογόνηση της δυαδικής πληρότητας κτλ. ­ και κυρίως να θέτει από την αρχή και με αβίαστο τρόπο το σύνολο των σχέσεων ανάμεσα στον εργάσιμο και τον υπό διάθεση (συνήθως επιπόλαια ονομάζεται και «ελεύθερος») χρόνο. Τα ερεθίσματα για έναν τέτοιο προβληματισμό θα μπορούσαν να δοθούν σ’ ένα δεύτερο «σπίτι»: σ’ έναν χώρο μακριά από το καθημερινό πεδίο της εργασίας και συνάμα αρκετά κοντά στην οικογενειακή θαλπωρή και τις εγγενείς της φαντασιακές παραστάσεις. Μια μαθητεία στο «ταξιδεύειν» σημαίνει τη δυνατότητα να διπλασιάζεις τον κόσμο: πέρα απ’ αυτόν που σε καθηλώνει στις ανάγκες και τους καταναγκασμούς του επιούσιου, διανοίγεται ένας δεύτερος που μπορεί να φέρει και τη σφραγίδα σου ή έστω την αγρύπνια σου. Μια παρόμοια στάση σαφώς καταγράφεται ως «ποιητική», που την αποδίδει με ευστοχία ο Μικρός Ναυτίλος του Ελύτη: πρόκειται για το «δικαίωμα» στις «αναπάλσεις» και «ανατάσεις» προς το «βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος».


Η «αναψυχή», σ’ αυτή την περίπτωση, δεν εξαντλείται στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου και, πολύ περισσότερο, δεν υποτάσσεται στην αναγκαιότητα του εργάσιμου χρόνου που προφανώς τη χρηματοδοτεί και την ενθαρρύνει. Είναι, επίσης, αντιληπτή η πολυσχιδής σήμερα εκμετάλλευση του «ελεύθερου χρόνου» στους κόλπους μιας «μαζικής κουλτούρας» που εμπορευματοποιεί ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί αξία χρήσης και επομένως το μετατρέπει σε ανταλλακτική αξία. Η απάντηση στη γενικευόμενη τάση υπαγωγής τού υπό διάθεση στον εργάσιμο χρόνο, μολονότι συχνά ελλιπής και αποσπασματική, θα μπορούσε να συνδέεται με τα στοιχεία μιας νέας ευαισθησίας που συνάγονται από νέες μορφές συλλογικότητας μέσα σε «στέκια» αναψυχής και θα τείνουν να καταστούν εστίες πολιτικής παιδείας και κοινωνικών αντισωμάτων. Μάλλον οι επισημάνσεις αυτές μας φέρνουν πολύ κοντά στην πρόβλεψη των Grundrisse ότι ο «διαθέσιμος χρόνος και όχι ο χρόνος εργασίας συνιστά το μέτρο του πλούτου».


Είναι, τέλος, προφανές ότι μια τέτοια νοοτροπία προϋποθέτει, ευρύτερα, την άρνηση των κενών ιδεολογικών σχημάτων, την κριτική της «ανάπτυξης», την απόρριψη των καταναλωτικών προτύπων (ανάμεσα στα συνθήματα του γαλλικού Μάη ήταν: «Δεν πάω διακοπές στη Μύκονο»), την απομύθευση του πλέγματος των αναγκών και της θεσμικής τους ιεράρχησης, την αντικατάσταση του μέλλοντος από το παρόν και τη μεταφορά του ατημέλητου και αστοίχητου στο κέντρο των κοινωνικών ζυμώσεων και αναζητήσεων. Πρόκειται, μάλλον, για να θυμηθούμε πάλι τον Μικρό Ναυτίλο, για το «ειδικό θάρρος» που μας προσφέρει η αυτοαξιοποίηση του ανθρώπου: «Γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη κι όταν ουρανός δεν υπάρχει…».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.