Ο δάσκαλος της καχυποψίας
Η μεγάλη φήμη του Νίτσε, που τόσο γρήγορα απλώθηκε στο ευρύ κοινό, μετέτρεψε τη φιλοσοφία του σε ιδεολογία, σε ένα χαλαρό δηλαδή πλέγμα αντιλήψεων που ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Ισως αυτή να είναι η μοίρα όλων των φιλοσοφικών έργων που ενώ νιώθουμε ότι αφορούν τη ζωή μας διαισθανόμαστε ταυτοχρόνως ότι την απειλούν, σε ό,τι αφορά τις συνήθειές μας και τη βολή μας. Ετσι εξηγείται, κατά πάσα πιθανότητα, η ορμή με την οποία διαβάζουμε τα έργα του φιλοσόφου: τον καταδικάζουμε ή τον εκμεταλλευόμαστε αλλά σπανίως ακούμε τι μας λέει. Στην προοπτική αυτή, πολλοί είναι όσοι αρνήθηκαν στον Νίτσε τον τίτλο του φιλοσόφου, υποστηρίζοντας ότι το ποιητικό, αφοριστικό και αποσπασματικό ύφος που χαρακτηρίζει τα κείμενά του τον κατατάσσει μάλλον στην κατηγορία του εμπνευσμένου προφήτη παρά σε εκείνη του απρόσωπου και νηφάλιου στοχαστή. Αν στην προηγούμενη προοπτική συνυπολογίσουμε την ασθένεια και την τελική κατάρρευση του Νίτσε, δεν είναι δύσκολο να αποφασίσουμε ότι το έργο του συνιστά έναν μακρύ κατάλογο παθολογικών ευρημάτων. Σε όλα τα προηγούμενα μπορούμε να προσθέσουμε την οικειοποίηση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας εκ μέρους του ναζιστικού καθεστώτος και να κλείσουμε οριστικά τους λογαριασμούς μας με τη σκέψη του Νίτσε: τούτη ‘δώ αποτελεί ένα είδος ιδιότροπου και επικίνδυνου ανορθολογισμού, ο οποίος μπορεί κάλλιστα να χρησιμεύσει ως μήτρα παραγωγής αποτρόπαιων ιδεολογημάτων.
Οι ερμηνείες των φιλοσόφων
Πολλοί είναι όμως αυτοί που αντιστάθηκαν στην προηγούμενη αντίληψη και αναγνώρισαν στη φιλοσοφία του Νίτσε όχι μόνο μια από τις συνιστώσες της φιλοσοφικής σκέψης του 20ού αιώνα αλλά, πολύ περισσότερο, της απέδωσαν ρόλο αρχιτέκτονα. Στην προοπτική αυτή, ο Νίτσε γίνεται, μαζί με τον Φρόιντ και τον Μαρξ, ένας από τους μεγάλους δασκάλους της καχυποψίας, δηλαδή του τόνου που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη σκέψη. Ο ποιητικός, αποφθεγματικός και αποσπασματικός λόγος θεωρείται το ύψιστο φιλοσοφικό επίτευγμα του Νίτσε, γιατί αποτελεί το τέχνασμα με το οποίο ο φιλόσοφος έκρινε ότι έπρεπε να κρύψει τις ριζοσπαστικές αλήθειες που είχε ανακαλύψει. Το γεγονός ότι οι αλήθειες αυτές δεν παρουσιάζονται με τη μορφή συστήματος σε τίποτα δεν ανατρέπει τον συστηματικό χαρακτήρα τους, γιατί ο τελευταίος εμφανίζεται με όλη τη λαμπρότητά του στη συνοχή του έργου, όταν το διαβάσουμε στο σύνολό του.
Η προηγούμενη προοπτική ανοίγει τον δρόμο στις θετικές ερμηνείες της νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Ο Γιάσπερς, για παράδειγμα, θεωρεί ότι η φιλοσοφία του Νίτσε έχει κριτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, εντάσσεται στη διαδρομή που άνοιξε η φιλοσοφία του Καντ. Σε διάκριση όμως με τον τελευταίο, ο Νίτσε βαδίζει στη διάλυση όλων των σταθερών γνωρισμάτων της σκέψης, δηλαδή όλων των κλασικών διχοτομήσεων, οι οποίες τελικά την παραλύουν: είναι και γίγνεσθαι, ουσία και φαινόμενο, υπόσταση και κατηγορήματα, καλό και κακό. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Γιάσπερς, η σκέψη του Νίτσε έμεινε, κατά κάποιον τρόπο, στη μέση: περιορίζεται στην αρνητική κριτική και αρνείται να βαδίσει στην κατασκευή ενός νέου οικοδομήματος. Ετσι εξηγούνται, προφανώς, ο αποσπασματικός χαρακτήρας του έργου καθώς και το αποφθεγματικό ύφος του φιλοσόφου. Η ερμηνεία του Γιάσπερς διατηρεί στο ακέραιο την ένταση του νιτσεϊκού στοχασμού αλλά το αντίτιμο που πληρώνει είναι πολύ βαρύ, καθώς στερεί από τη φιλοσοφία του Νίτσε το θετικό της απόβαρο.
Πολύ εντυπωσιακότερη είναι η ερμηνευτική απόπειρα του Χάιντεγκερ, ο οποίος επιχειρεί να εκτιμήσει τη φιλοσοφία του Νίτσε ως προς το σύνολο της δυτικής φιλοσοφίας, από τους προσωκρατικούς ως τις μέρες μας. Ο διάλογος του Νίτσε με τη φιλοσοφία, έτσι όπως τον ακούει ο Χάιντεγκερ, αποδεικνύει το μέγα φιλοσοφικό ανάστημα του Νίτσε αλλά και τον εγκλωβισμό του στα όρια της μεταφυσικής. Πράγματι, παρ’ όλο που ο ίδιος ο Νίτσε θεωρεί τον εαυτό του τον ιδρυτή μιας πραγματικά νέας αρχής στη φιλοσοφία, ο Χάιντεγκερ βλέπει σ’ αυτόν, αντίθετα, τη δραματική και μεγαλειώδη ολοκλήρωση της δυτικής μεταφυσικής, στο μέτρο που η νιτσεϊκή πρωτοκαθεδρία της αξίας αποκαθηλώνει, και αυτή, την έννοια του όντος. Με άλλα λόγια, ο Νίτσε εντάσσεται, ως τελευταίος κρίκος, στη μακρά ιστορία της «λήθης του όντος». Αλλά ο κρίκος αυτός, που δεν έκλεισε ποτέ, μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε στον Νίτσε όχι μόνο την ολοκλήρωση της δυτικής μεταφυσικής αλλά και το άνοιγμα στην προοπτική του θεμελιώδους ερωτήματος για το είναι.
Η αντιπαράθεση με τον Χέγκελ
Ανάμεσα στις ερμηνείες της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, σημαντική θέση κατέχει η ερμηνευτική απόπειρα του Ντελέζ. Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο Νίτσε είναι ο φιλόσοφος της κατάφασης και, στο μέτρο αυτό, η νιτσεϊκή φιλοσοφία βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του Χέγκελ και τη διαλεκτική μέθοδο, η οποία εμπιστεύεται την άρνηση. Από τη σκοπιά αυτή, ο Νίτσε θα παρουσιαστεί ως ένας από τους αποτελεσματικούς αντίλογους στην παντοκρατορία του χεγκελιανού συστήματος και, κατά συνέπεια, μια από τις διεξόδους που προσφέρονται στην εποχή μας και της επιτρέπουν αν δεν την υποχρεώνουν να αποποιηθεί τη βαριά κληρονομιά του Χέγκελ.
Η νιτσεϊκή κατάφαση είναι, πριν απ’ όλα, σύμφωνα με τον Ντελέζ, αποδοχή ενός συγκεκριμένου τύπου φιλοσόφου, ο οποίος βρίσκει το πρότυπό του στους προσωκρατικούς, στους φιλοσόφους δηλαδή για τους οποίους ο λόγος και ο βίος συνιστούσαν αυτονόητη ενότητα, ενώ το μέτρο του φιλοσοφικού λόγου ήταν ο φιλοσοφημένος βίος ενός ανθρώπου. Με ορμητήριο το πορτρέτο του προσωκρατικού φιλοσόφου, ο Νίτσε θα ξεκινήσει την εκστρατεία του εναντίον του φιλοσόφου που κυριαρχεί στην εποχή μας. Τούτος ‘δώ παρουσιάζεται πολύ περισσότερο ως δημόσιος υπάλληλος και, τις περισσότερες φορές, ως κρατικός λειτουργός. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ζούμε ορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Ως υπάλληλος του οποίου η επιβίωση εξαρτάται από το κράτος, ο φιλόσοφος είναι υποχρεωμένος να συνταχθεί με τις αποδεκτές αξίες και, στη χειρότερη περίπτωση, να τις υπηρετήσει. Η φιλοσοφία από πρακτική άσκηση ελευθερίας γίνεται θεωρητική εξάσκηση στην υποταγή. Ο φιλοσοφικός λόγος, υπό το πρόσχημα της αλήθειας, υποτάσσεται στα σχήματα της ιστορικής επικαιρότητας: κράτη, θρησκείες, ιδεολογίες, Ακόμη και στην περίπτωση ενός μεγάλου φιλοσόφου, όπως ήταν ο Καντ, η καταγγελία των ψευδεπίγραφων επιθυμιών για γνώση δεν τολμά να αμφισβητήσει την ίδια τη γνώση ως ιδανικό. Αλλά η γνώση, όπως υποστηρίζει ο Νίτσε, δεν έχει καμία σχέση με τα ιδανικά, τα οποία είναι πάντοτε ηθικολογικής τάξεως· η γνώση είναι το όπλο το μοναδικό μας όπλο για να αναμετρηθούμε με τη φύση και την ιστορία, αυτά τα θηρία που καμία πρόνοια δεν έχει φροντίσει να εξευμενίσει για χάρη μας. Το όπλο όμως αυτό δεν προσφέρεται ποτέ έτοιμο· καθένας είναι υποχρεωμένος να το φτιάξει για λογαριασμό του και το δημιούργημα εδώ, όπως και παντού αλλού, έχει τα στίγματα του δημιουργού: τις ατέλειες και την πληρότητά του, τους φόβους και την τόλμη του, τις κακίες και τις αρετές του. Μπορεί και έτσι να καταλάβει κανείς την περίφημη βούληση για δύναμη στον Νίτσε: όχι ως βούληση για επιβολή αλλά ως βούληση για σκέψη όλο και πιο δυνατή, δηλαδή για μια σκέψη που επιχειρεί μονίμως να αντισταθεί στις βεβαιότητες που προσφέρει κάθε εποχή.
Ισως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο φιλοσοφικός λόγος στον Νίτσε παρουσιάζεται πάντοτε υπό τη μορφή ανεπίκαιρων στοχασμών. Αν, ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η επικαιρότητα καθιερώνεται βαθμιαία ως μοναδικός ορίζοντας του καθωσπρέπει και μορφωμένου ανθρώπου· αν, όπως προφητικά το είχε δει ο Χέγκελ, η πρωινή προσευχή έχει αντικατασταθεί από την ανάγνωση της εφημερίδας, μπορούμε να δούμε γιατί ο Νίτσε γυρίζει την πλάτη στην επικαιρότητα και φτάνει στους προσωκρατικούς: τόση φόρα τού χρειάζεται για να μας συναντήσει σήμερα και να μας καμαρώσει, καθώς ετοιμαζόμαστε να τρέξουμε έξαλλοι στους δρόμους, για να βρούμε εκεί την ταυτότητά μας, τα όσια και τα ιερά μας.
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.