Ο προφήτης των τιμών
Αν υπάρχουν δύο πράγματα για τα οποία συμφωνούν οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, αυτά είναι το ότι η οικονομία της ελεύθερης αγοράς είναι ο μόνος πρακτικός τρόπος για να οργανωθεί η σύγχρονη κοινωνία και ότι η λέξη-κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη είναι «γνώση», σημείωνε πρόσφατα ο δημοσιογράφος John Cassidy στο περιοδικό «New Yorker», o οποίος στη συνέχεια παραθέτει την εμπειρία του από την επαφή του με το έργο του Φρίντριχ Αουγκούστ φον Χάγεκ. Τόσο εδραιωμένες είναι αυτές οι αντιλήψεις που κανένας δεν εξετάζει την προέλευσή τους, γεγονός που προκαλεί κατάπληξη, δεδομένου ότι η διατύπωση αυτών των δύο απόψεων αποδίδεται, ως έναν μεγάλο βαθμό, στον Φρίντριχ Αουγκούστ φον Χάγεκ, τον συντηρητικό αυστριακό οικονομολόγο που πέθανε το 1992. Τον Νοέμβριο του 1989, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, ο Χάγεκ ήταν ένας αδύναμος αλλά οξύνους 90χρονος που ζούσε στο Φράιμπουργκ, μια γραφική πόλη στον Μέλανα Δρυμό. Ο Χάγεκ δεν έκανε επίσημες ανακοινώσεις αλλά παρακολουθούσε με χαρά τα γεγονότα στο Βερολίνο, στην Πράγα και στο Βουκουρέστι από την τηλεόραση. «Το πρόσωπό του έλαμπε και σχολίαζε λέγοντας «σ’ το είχα πει»» είπε προσφάτως ο δρ Λόρενς Χάγεκ, ο γιος του Χάγεκ, ο οποίος ζει στο Ντέβον της Αγγλίας.
Ο Χάγεκ πράγματι «μας το έλεγε» και μάλιστα σε μια εποχή που οι απόψεις του δεν ήταν διόλου δημοφιλείς. Το 1937, την εποχή που ο καπιταλισμός και η δημοκρατία βρίσκονταν σε κατάσταση πολιορκίας από τον κομμουνισμό και τον φασισμό, δημοσίευσε ένα ακαδημαϊκό άρθρο με τίτλο «Οικονομικά και γνώση», στο οποίο υποστήριζε ότι η ελεύθερη αγορά δεν ήταν απλώς ένα πολιτικό κατασκεύασμα, όπως ισχυρίζονταν πολλοί επικριτές της, αλλά ο καλύτερος τρόπος για να συντονιστούν διασκορπισμένες πληροφορίες. Επτά χρόνια αργότερα, όταν οι περισσότερες οικονομίες του κόσμου τελούσαν υπό πρωτοφανή έλεγχο του κράτους, ο Χάγεκ κυκλοφόρησε τον «Δρόμο προς τη δουλεία», μια αυστηρή κριτική κατά του σοσιαλισμού και του κρατικού σχεδιασμού της οικονομίας, ένα έργο στο οποίο ανέπτυσσε τα θεμελιώδη προτερήματα της ελεύθερης αγοράς: δίνοντας τη δυνατότητα σε χιλιάδες κέντρα λήψης αποφάσεων να ανταποκριθούν το καθένα χωριστά σε ελεύθερα διαμορφούμενες τιμές, η αγορά κατανέμει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές εργασία, κεφάλαια, ανθρώπινη ευφυΐα με τρόπο που καμία κρατικά ελεγχόμενη οικονομία δεν μπορεί να πραγματοποιήσει.
Καθυστερημένη δικαίωση
Η άποψη αυτή είναι σήμερα ευρέως αποδεκτή αλλά, όταν κυκλοφόρησε «Ο δρόμος προς τη δουλεία», οι επικρίσεις που δέχθηκε ο Χάγεκ είχαν ως αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί και το επιστημονικό κύρος του. Πολλοί από τους συναδέλφους του χαρακτήρισαν το βιβλίο επικίνδυνη και απηρχαιωμένη επίθεση κατά των κρατών προνοίας τα οποία διαμορφώνονταν τον καιρό του πολέμου στη Βρετανία, όπου ζούσε ο Χάγεκ, και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι απόψεις του Χάγεκ δεν αντιμετωπίστηκαν θετικότερα με την πάροδο των ετών. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 η οικονομία της ΕΣΣΔ φαινόταν ότι παρουσίαζε άνθηση, ενώ οι σοσιαλδημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης με τους ευρείς δημόσιους τομείς ευημερούσαν. Το 1967 ο Ερικ Χόμπσμπαουμ, ο μαρξιστής ιστορικός, απέρριπτε τον Χάγεκ ως «προφήτη στην ερημιά».
Αν η οικονομική ιστορία είχε σταματήσει την εποχή που διαλύθηκαν οι Μπιτλς, ο Χάγεκ θα ήταν ένα μουσειακό κομμάτι το οποίο θα προτιμούσαν κυρίως οι εκκεντρικοί δεξιοί. Ακόμη και όταν εγώ άρχισα να σπουδάζω οικονομικά στην Οξφόρδη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Χάγεκ και οι απόψεις του εθεωρούντο απαράδεκτες. Ηταν αλήθεια ότι είχε τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ το 1974 αλλά το γεγονός αυτό είχε θεωρηθεί από τους οικονομολόγους πολιτική παραχώρηση καθώς το όνομα του Χάγεκ είχε συνδεθεί με αυτό του Γκούναρ Μίρνταλ, σουηδού αριστερού οικονομολόγου, με τον οποίο είχε μοιραστεί το βραβείο. Τελείωσα τις σπουδές μου χωρίς να έχω διαβάσει τα βιβλία του Χάγεκ και αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο. Ακόμη και σήμερα, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Χάγεκ, δεν υπάρχει καμία αναλυτική βιογραφία του. Τα περισσότερα βιβλία οικονομικών δεν τον αναφέρουν και η πνευματική κληρονομιά του συχνά παραγκωνίζεται, ακόμη και από τους θαυμαστές του.
Ο Γιάνος Κόρναϊ, ούγγρος οικονομολόγος, που κατέχει έδρα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σε άρθρο του που πρόκειται να δημοσιευθεί στην «Journal of Economic Perspectives» αναφέρει πως, μετά από δεκαετίες σύγκρισης του καπιταλισμού με τον σοσιαλισμό, έχει πειστεί για δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο καπιταλισμός είναι απαραίτητος στη δημοκρατία και, δεύτερον, ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας πραγματοποιείται γρηγορότερα στον καπιταλισμό επειδή το σύστημα ευνοεί την καινοτομία. Ο Κόρναϊ αναφέρει τον Χάγεκ, χωρίς όμως να υπενθυμίσει ότι ο αυστριακός οικονομολόγος διατύπωσε τις ίδιες ακριβώς θέσεις πριν από 50 χρόνια στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία» και τις ανέπτυξε σε επόμενα έργα του στη διάρκεια των επόμενων 45 ετών. Ο Χάγεκ έσφαλε σε ορισμένα πράγματα (π.χ., δεν διαπίστωσε εγκαίρως την ανάγκη λήψης μέτρων από το κράτος για τη μείωση της ανεργίας τη δεκαετία του 1930) και αμέλησε ορισμένα άλλα (όπως τα ζητήματα της ανισότητας και της μόλυνσης του περιβάλλοντος). Ως προς το σημαντικότερο όμως από όλα τα ζητήματα, τη ζωτικότητα του καπιταλισμού, δικαιώθηκε σε τέτοιον βαθμό που δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσει κανείς τον 20ό αιώνα αιώνα του Χάγεκ.
Η στροφή στα οικονομικά
Ο Χάγεκ δεν ήταν ο λαμπρότερος οικονομολόγος της εποχής του (αυτός ήταν πιθανώς ο Ούγγρος Τζον Νόιμαν) ούτε ο πιο πειστικός (ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο φίλος και αντίπαλος του Χάγεκ τη δεκαετία του 1930, διεκδικεί αυτόν τον τίτλο), αλλά ήταν αναμφισβήτητα αυτός που άντεξε περισσότερο στον χρόνο. Οπως οι Πόπερ, Σρέντιγκεν και Βιτγκενστάιν (με τον οποίον ήταν μακρινοί συγγενείς), ο Χάγεκ γεννήθηκε στη Βιέννη στα τέλη του περασμένου αιώνα, για την ακρίβεια στις 8 Μαΐου 1899. Ηταν γόνος μεγαλοαστικής οικογενείας της Αυστρίας. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και βοτανολόγος ενώ μέλη της οικογενείας της μητέρας του ήταν ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι. Ο Χάγεκ μεγάλωσε μαζί με τα δύο μικρότερα αδέλφια του και στο γυμνάσιο όπου φοίτησε αναγκάστηκε να επαναλάβει μια τάξη. Σε ηλικία 18 ετών ήταν νεαρός αξιωματικός σε σύνταγμα πυροβολικού στο ιταλικό μέτωπο. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η αυστροουγγρική αυτοκρατορία διαλύθηκε αλλά, όταν ο Χάγεκ γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ανησυχούσε περισσότερο για την ελονοσία που είχε κολλήσει στον στρατό. Αφού εξέτασε το ενδεχόμενο να σπουδάσει ψυχολογία, επέλεξε τελικώς να σπουδάσει νομικά και οικονομικά, επιστήμες με καλύτερες προοπτικές για επαγγελματική σταδιοδρομία.
Την εποχή εκείνη ο Χάγεκ έκλινε ελαφρώς προς τον σοσιαλισμό. Αλλαξε όμως απόψεις επηρεασμένος από εξέχοντες καθηγητές της αυστριακής σχολής των οικονομικών, υπέρμαχους της οικονομίας της αγοράς, όπως οι Φρίντριχ φον Βίζερ και Λούντβιχ φον Μίζες. Αυτός το 1922 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο όπου επέκρινε τον σοσιαλισμό. Πέραν της διδασκαλίας, ο Μίζες διηύθυνε τον Abrechungsamt, οργανισμό της κυβέρνησης της Αυστρίας που είχε αναλάβει τη ρύθμιση του επισήμου χρέους της χώρας και άλλων οικονομικών θεμάτων που είχαν σχέση με τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού. Ο Χάγεκ έγινε βοηθός του Μίζες και η διδασκαλία του μέντορά του τον ακολούθησε σε όλη τη ζωή του. Αφού έλαβε το διδακτορικό του στα οικονομικά το 1923, ο Χάγεκ εργάστηκε για έναν χρόνο στη Νέα Υόρκη ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης ενώ παρακολούθησε και μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στο οποίο δίδασκαν τότε ο Γουέσλεϊ Κλερ Μίτσελ και ο Τζον Μπέιτς Κλαρκ, δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα στον χώρο της οικονομίας των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Η δραστηριότητα της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) γοήτευε τους οικονομολόγους της εποχής (όπως άλλωστε και τους σημερινούς) και ο Χάγεκ άρχισε να συγκεντρώνει υλικό σχετικά με την ιστορία της FED, ενώ μελέτησε και τις καινούργιες τότε μεθόδους της στατιστικής που στις ΗΠΑ είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται ευρέως στα οικονομικά.
Ωστόσο ο Χάγεκ δεν εξελίχθηκε ποτέ σε αναγνωρισμένο οικονομολόγο στις ΗΠΑ. Επέστρεψε στη Βιέννη και εργάστηκε με τον Μίζες στο Abrechnungsamt. Τα δύο σημαντικά οικονομικά ζητήματα της εποχής ήταν ο πληθωρισμός και οι κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας. Σχετικά με το ζήτημα του πληθωρισμού ο Χάγεκ αποδέχθηκε την άποψη του Μίζες, ο οποίος υποστήριζε ότι ο μόνος τρόπος να περισταλεί ο υπερπληθωρισμός που έπληττε τη Γερμανία και την Αυστρία ήταν να αποτραπεί η κυβέρνηση από το να τυπώνει περισσότερα νομίσματα.
Το ζήτημα των κυκλικών διακυμάνσεων στην οικονομία η τάση της οικονομίας να ταλαντεύεται ανάμεσα σε περιόδους ύφεσης και ανάπτυξης ήταν διαφορετική υπόθεση. Κανένας οικονομολόγος στην Αυστρία αλλά ούτε και στην Αμερική δεν μπορούσε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση και η αδυναμία αυτή αναγνωριζόταν ως κενό στην οικονομική θεωρία.
Ο Χάγεκ αποφάσισε να καλύψει αυτό το κενό. Η θεωρία του, την οποία διατύπωσε το 1931 στο βιβλίο με τίτλο «Τιμές και παραγωγή», περιέγραφε τις υφέσεις στην οικονομία ως αναπόφευκτη συνέπεια των περιόδων ανάπτυξης της οικονομίας που είχαν προηγηθεί, περιόδους κατά τις οποίες η ανάπτυξη ήταν «ασύμμετρη», με τις επενδύσεις για την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής να ξεπερνούν τη ροή των αποταμιεύσεων στην οικονομία. Οι υφέσεις, κατά την άποψή του, ήταν ένας τρόπος για να αποκατασταθεί η ισορροπία ανάμεσα στις αποταμιεύσεις και στις επενδύσεις.
Η νίκη του Κέινς
Οι ιδέες του Χάγεκ προσείλκυσαν το ενδιαφέρον στην Αγγλία, όπου διαδραματιζόταν μία από τις σημαντικότερες οικονομικές συζητήσεις του αιώνα. Από τη μία πλευρά, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς και οι νεαροί βοηθοί του στο Κέιμπριτζ ανέπτυσσαν τη θεωρία ότι η ύφεση προκαλείται εξαιτίας της έλλειψης γενικής ζήτησης στην οικονομία και ότι μπορούσε να προβλεφθεί με περικοπές των φόρων και αύξηση των δαπανών του δημοσίου τομέα. Από την άλλη πλευρά, προσωπικότητες όπως ο Αρθουρ Πάιγκου στο Κέιμπριτζ και ο Λάιονελ Ρόμπινς στη London School of Economics (LSE) υπερασπίζονταν την παραδοσιακή άποψη ότι η ύφεση ήταν η «θεραπεία της φύσης» και πως ο μόνος τρόπος για να προληφθεί ήταν με περικοπές των μισθών και περιορισμό του κράτους.
Ο Ρόμπινς, που γνώριζε γερμανικά, ανακάλυψε το έργο του Χάγεκ και είδε σε αυτόν έναν πιθανό σύμμαχο εναντίον του Κέινς. Προσκάλεσε τον Χάγεκ στη LSE ως καθηγητή το 1932. Ο Κέινς απέρριψε τη θεωρία του Χάγεκ ως ένα από τα φρικτότερα συνονθυλεύματα που είχε ποτέ διαβάσει.
Για τα επόμενα πέντε χρόνια σχεδόν όλοι στον χώρο της οικονομίας στη Βρετανία έπαιρναν τη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου καθηγητή. Κατά παράδοξο τρόπο, οι δύο αντίπαλοι διατηρούσαν φιλικές προσωπικές σχέσεις. «Συνεννοούμαστε πολύ καλά σε προσωπικό επίπεδο» έγραφε ο Κέινς στη σύζυγό του Λίντια τον Μάρτιο του 1933 «αλλά η θεωρία του είναι σκουπίδια».
Στο τέλος ο Κέινς κέρδισε τη μάχη για τη μακροοικονομική πολιτική. Το πνευματικό πλαίσιο που έθεσε με το έργο του «Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», το οποίο εκδόθηκε το 1936, χρησιμοποιείται και σήμερα ακόμη από κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο για τη διαχείριση των οικονομιών τους. Στο έργο του Χάγεκ για τους κύκλους στην οικονομία, το οποίο ήταν γραμμένο στη δύσκολη ορολογία της αυστριακής σχολής, σπανίως αναφέρεται κανείς σήμερα παρ’ ότι η άποψή του ότι οι περίοδοι υπερβολικών επενδύσεων τείνουν να καταλήγουν σε περιόδους ύφεσης δεν έχει ποτέ πλήρως διαψευσθεί.
Το αν ο Κέινς κέρδισε τον πόλεμο σχετικά με τον ρόλο των κυβερνήσεων και της αγοράς είναι ένα άλλο ζήτημα. Ανθρωπος με λιγότερη πίστη στις απόψεις του από ό,τι ο Χάγεκ, ο Κέινς μπορεί να είχε αλλάξει ή να είχε αμφισβητήσει τη θεωρία του. Ο Χάγεκ δυσαρεστήθηκε πολύ για την απομόνωση στην οποία βρέθηκαν ο ίδιος και οι απόψεις του, αλλά χρησιμοποίησε το γεγονός για να πείσει τον εαυτό του ότι ο υπόλοιπος κόσμος βρισκόταν σε λάθος δρόμο.
Το 1937 ο Χάγεκ εξέδωσε το βιβλίο «Οικονομικά και γνώση». Το βιβλίο δεν προκάλεσε ενδιαφέρον στην εποχή του αλλά, αν το διαβάσει κανείς σήμερα, θα διαπιστώσει ότι σηματοδοτεί τη σημαντικότερη συμβολή του Χάγεκ στα οικονομικά: την άποψη ότι οι ελεύθερες αγορές και οι ελεύθερες τιμές είναι μέσα για την παροχή και αξιοποίηση των πληροφοριών. «Πρέπει να δούμε το σύστημα των τιμών ως μηχανισμό για μετάδοση πληροφοριών αν επιθυμούμε πραγματικά να καταλάβουμε τη λειτουργία του» έγραψε το 1945 ο Χάγεκ σε δοκίμιό του με τίτλο «Η χρήση της γνώσης στην κοινωνία».
Σε ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς οι άνθρωποι αγοράζουν ό,τι τους αρέσει αφήνοντας τα αγαθά που δεν επιθυμούν στα ράφια. Αν θέλουν περισσότερο από ένα συγκεκριμένο είδος, π.χ. πετρέλαιο θέρμανσης, το είδος αυτό παρουσιάζει έλλειψη και οι τιμές ανεβαίνουν και συνεπώς οι επιχειρήσεις παραγωγής πετρελαίου ωθούνται στο να αυξήσουν την παραγωγή και οι καταναλωτές στο να κάνουν οικονομία. Αν οι άνθρωποι αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν λιγότερο πετρέλαιο θέρμανσης, γιατί το φυσικό αέριο π.χ. είναι φθηνότερο, η τιμή του πετρελαίου θα πέσει και η παραγωγή του θα μειωθεί και όλα αυτά θα συμβούν χωρίς να δοθεί εντολή από κυβερνητικές υπηρεσίες. «Είμαι πεπεισμένος ότι, αν ήταν αποτέλεσμα ανθρώπινου σχεδιασμού και αν οι άνθρωποι καθοδηγούμενοι από τις αλλαγές των τιμών καταλάβαιναν ότι οι αποφάσεις τους έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι οι άμεσοι στόχοι τους, αυτός ο μηχανισμός θα γινόταν αποδεκτός ως ο μεγαλύτερος θρίαμβος του ανθρωπίνου πνεύματος» έγραψε ο Χάγεκ.
Η θεώρηση του Χάγεκ για τον καπιταλισμό ως αυθόρμητο μηχανισμό επεξεργασίας των πληροφοριών ένα «σύστημα τηλεπικοινωνιών», όπως το χαρακτήρισε ο αυστριακός οικονομολόγος ήταν μία από τις σημαντικότερες ενοράσεις του αιώνα. Μπορεί η άποψη αυτή να υπονοείται στο έργο προγενέστερων οικονομολόγων, κυρίως στο έργο του Ανταμ Σμιθ, ο Χάγεκ όμως ήταν ο πρώτος που τη διατύπωσε. Ακόμη και αριστεροί οικονομολόγοι που θεωρούσαν τον καπιταλισμό πρωτίστως σύστημα εκμετάλλευσης της κοινωνίας αναγκάστηκαν να παραδεχθούν την οξυδέρκεια της ανάλυσης του Χάγεκ και το γεγονός αυτό συνέβαλε στο να καταβληθούν προσπάθειες για να διαμορφωθεί μια βιώσιμη μορφή «σοσιαλισμού της αγοράς», στην οποία συνδυάζεται η κατοχή των μέσων παραγωγής από τους πολίτες με τις ελεύθερα διαμορφούμενες τιμές.
Μετά την πτώση του κομμουνισμού οι απόψεις του Χάγεκ έγιναν κοινός τόπος. Από το Μεξικό ως την Κίνα, η πρώτη κίνηση των κυβερνήσεων των μεταρρυθμιστών ήταν να ιδιωτικοποιήσουν κρατικές επιχειρήσεις και να απελευθερώσουν τις τιμές, συνήθως με θετικά αποτελέσματα. Η αξία ωστόσο της ανάλυσης του Χάγεκ δεν περιορίζεται μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες.