Το πιο χαριτωμένο νεοελληνικό εμβατήριο δεν είναι πολεμικό αλλά ειρηνικό και μάλιστα ολίγον σκωπτικό: είναι το τραγουδάκι του μπαρμπα-Γιάννη Κανατά, του οποίου οι μεν στίχοι διαμορφώθηκαν από τον κόσμο στην Αθήνα, ενώ η μελοποίηση έγινε από στρατιωτικό μουσικό.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς υπήρξε από τους ωραιότερους Αθηναίους και από τους χαρακτηριστικότερους Ελληνες της σύγχρονης περιόδου: κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, ξυπόλητος και σχεδόν ρακένδυτος, πουλούσε κανάτια που περιέφερε στην πρωτεύουσα και στο επίνειό της και έδειχνε σε υποψήφιους αγοραστές πάνω στο περίφημο γαϊδουράκι· τις Κυριακές όμως φορούσε ψηλό καπέλο και παπούτσια γυαλιστά, κρατούσε μπαστουνάκι με λαβή ασημένια και κυκλοφορούσε σε μέρη όπου μόνο πλούσιοι μπορούσαν να συχνάζουν. Φαίνεται πως με τα κανάτια είχε κάνει λεφτά τα οποία επένδυε σε αυτήν την οιονεί πρωτεϊκή μεταμόρφωσή του.
Ο κόσμος είχε ξετρελαθεί μαζί του. Η στρατιωτική ορχήστρα που ως γνωστόν εκτελούσε, τις αργίες, διάφορα φημισμένα κομμάτια στο Σύνταγμα μόλις εμφανιζόταν ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς σταματούσε οτιδήποτε και άρχιζε να παίζει το δικό του εμβατήριο· οι γυναίκες προσπαθούσαν να τον κάνουν να τις προσέξει, οι άντρες τον χαιρετούσαν με τέτοιον τρόπο ώστε να φανούν οικείοι του, τα παιδιά χοροπηδούσαν γύρω του και ούτω καθ’ εξής. Αυτός παρέμενε ατάραχος: ψηλός, ευσταλής, με ευγενή χαρακτηριστικά και έμφυτους καλούς τρόπους, απολάμβανε τις εκδηλώσεις λατρείας των συμπολιτών του, χωρίς όμως να εκτρέπεται σε διαχύσεις. Πράγματι, δεν έδινε αφορμή σε σκάνδαλα και κουτσομπολιά: είναι βέβαιο ότι διατηρούσε σχέσεις με διάφορες δεσποινίδες και κυρίες αλλά ουδέποτε εξέθεσε καμία και μάλιστα στην κοινωνία της εποχής. Το πιο χαρακτηριστικό όμως ήταν η στάση του βασιλιά. Αυτόν ενδομύχως ενοχλούσε η «ανάκρουση» από τη στρατιωτική ορχήστρα ειδικού εμβατηρίου μόλις εμφανιζόταν ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς, διότι τούτο αποτελούσε προνόμιο βασιλικό. Ετσι, είρων καθώς ήταν, ευχαρίστως θα έβαζε στη θέση τους με δυο τρία καλοδιαλεγμένα λογάκια τόσο τον μπαρμπα-Γιάννη όσο και κάποιους από τους ένστολους θαυμαστές του. Φαίνεται όμως πως τον ανησυχούσε η προοπτική μιας τσουχτερής απάντησης από την πλευρά τού τελευταίου· προτιμούσε λοιπόν να του δείχνει συμπάθεια αλλά χωρίς πολλά πολλά. Από την πλευρά του ο μπαρμπα-Γιάννης σεβόταν τον ηγεμόνα εμφανώς αλλά χωρίς δουλικότητα και καιροσκοπισμό: οι δυο άντρες είχαν καταλάβει ο ένας τον άλλον.
Η βόμβα έσκασε ευθύς μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου των ετών 1877 – 1878: ο μπαρμπα-Γιάννης Κανατάς εξαφανίστηκε εν μιά νυκτί και μόνη από την πρωτεύουσα και ταχύπτερος τότε διαδόθηκε η φήμη, στην Αθήνα και στον Πειραιά, πως αυτός ο μοναδικός, αξιαγάπητος άνθρωπος ήταν… Βούλγαρος! Προφανώς η όχι και τόσο συνήθης αξιοπρέπεια του χαρακτήρα του τον είχε φέρει σε σύγκρουση με τις οθωμανικές αρχές και είχε αναζητήσει καταφύγιο στην Αθήνα. Μόλις όμως η πατρίδα του απελευθερώθηκε, το 1878, επέστρεψε και έζησε ήρεμα στη Σόφια όπως λέγεται ως τον θάνατό του. Η Αθήνα τού είχε δώσει την ευκαιρία να εκδηλώσει πτυχές του χαρακτήρα του που ίσως και ο ίδιος αγνοούσε. Οσο όμως και αν είχε καταλήξει να αισθάνεται εν πολλοίς περισσότερο Ελληνας από τους Ελληνες, ένιωθε την ανάγκη να ξαναζήσει και να πεθάνει εκεί όπου είχε γεννηθεί έστω και αν ό,τι ωραιότερο στη ζωή του το είχε βιώσει στη σκιά της Ακρόπολης και κοντά στις παραλίες του Πειραιά.
Η επιστημονική τεκμηρίωση ή, αντιθέτως, απόρριψη της παραπάνω φήμης περιμένει ακόμη τον ρηξικέλευθο νεοέλληνα ερευνητή· και βέβαια το όλο θέμα δεν είναι «περιθωριακό», όπως ανεξέλεγκτα θα νόμιζε κανείς, αλλά μεγάλης σπουδαιότητας. Συχνά, πράγματι, ξένοι που αφομοιώνονται σε έναν τόπο ενστερνίζονται περισσότερο τις εκεί αξίες και, γενικότερα, τον τρόπο ζωής από όσο οι γηγενείς. Οπως άλλωστε έχει από καιρό επισημανθεί, τούτο παρατηρείται σε όλον τον κόσμο αλλά στους Ελληνες πρώτα πρώτα και αμέσως μετά στους Αραβες: ο λαός μας, αν και δεν παρουσιάζει τάσεις αφομοίωσης άλλων, διαθέτει τεράστια αφομοιωτική ικανότητα. Αξίζει λοιπόν να θυμηθεί κανείς επί του προκειμένου ότι μια από τις ικανότερες και ευγενέστερες πολιτικές προσωπικότητες της μεσαιωνικής μας αυτοκρατορίας, ο Ιωάννης Αξούχ[ος], ήταν Τούρκος. Εδρασε επί Κομνηνών· με ενάργεια κατανόησε τα προβλήματα του κράτους, με αποτελεσματικότητα το υπηρέτησε και, επιπλέον, υπήρξε τόσο πιστός σε όσους τον ανέδειξαν ώστε του αναγνωρίστηκε το προνόμιο να ονομάζεται και Κομνηνός.
Οπωσδήποτε δεν ήταν ο μόνος: ο Θεοδόσιος Α’ ο Μέγας, ο οργανωτής του μεσαιωνικού μας κράτους, ήταν από την Ισπανία· ο Ιωάννης Α’ Τσιμισκής, ο πρώτος στην ουσία σταυροφόρος της Χριστιανοσύνης, ήταν πιθανότατα αρμενικής καταγωγής (η λέξη Τσιμισκής μπορεί να θεωρηθεί παραφθορά αρμενικής έκφρασης που σημαίνει «μικρό παπούτσι»)· ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος είχε μητέρα από οικογένεια σερβική, το όνομα της οποίας, Δραγάσης, είχε προσθέσει σε εκείνο της δυναστείας. Τέλος, αφότου οι Φράγκοι της Δ’ Σταυροφορίας κατέλαβαν την Πελοπόννησο και ίδρυσαν εκεί «Νέα Γαλλία», το λαϊκό κίνημα που διασάλευσε την εξουσία τους δεν ήταν από Ελληνες «καθαρόαιμους» μα από Σλάβους εγκατεστημένους κοντά στην Καλαμάτα, οι οποίοι κατόρθωσαν κάτι σπάνιο στην Ευρώπη των φεουδαρχών: να καταλάβουν κάστρο και να το κρατήσουν.
Οπωσδήποτε η Ελλάδα δεν έχει την αποκλειστικότητα τέτοιων φαινομένων: οι περιπτώσεις του Ιταλού Ναπολέοντα και του Γεωργιανού Στάλιν, που, αντιστοίχως, πραγμάτωσαν τα αυτοκρατορικά όνειρα των Γάλλων και των Ρώσων, είναι πασίγνωστες. Αλλά και το χαρακτηριστικότερο τέκνο της Ισπανίας του 15ου αιώνα, ο Χριστόφορος Κολόμβος, δεν ήταν Ισπανός όπως δεν ήταν Ισπανός και ο Μαγγελάνος, ο οποίος υπό ισπανική σημαία συμπλήρωσε το έργο του. Ο Τσόρτσιλ, ο «καλύτερος Εγγλέζος» του δικού μας αιώνα, είχε μητέρα Αμερικανίδα, ενώ ο Ιμον ντε Βαλέρα, ο θεμελιωτής της σύγχρονης Ιρλανδίας, είχε όπως δείχνει και το όνομά του πατέρα Ισπανό. Και ο Αδόλφος, εξάλλου, κύριος υπέρμαχος του επιθετικού εθνικισμού, την περίφημη φράση «αν είχα γιο, θα ήθελα να είναι σαν και σας» δεν την είπε ούτε σε Γερμανό ούτε καν σε γερμανόφωνο αλλά σε γαλλόφωνο του Βελγίου, τον Λεόν Ντεγκρέλ…
… Ενώ, για να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας, ο Γέρος, ο Κολοκοτρώνης, σύμφωνα με όσα αφηγήθηκε γνωστός συγγραφέας, όταν κατά την πολιορκία της Πάτρας χρειάστηκε πολεμιστή ικανό να επιτελέσει πράξη εντυπωσιακής γενναιότητας επέλεξε σημαιοφόρο ελληνικού σώματος που όμως ήταν… Μωαμεθανός! Αυτός πράγματι έκανε ό,τι του ζητήθηκε και επειδή οι Τούρκοι τον ρώτησαν πώς, Μουσουλμάνος αυτός, μάχεται την πίστη του, έδωσε την αστραφτερή απάντηση: «Ο Σταυρός είναι στον τόπο του και νικάει». Λίγοι μπόρεσαν να δώσουν διατύπωση επιγραμματικότερη της ιδεολογικής βάσης του σύγχρονου ελληνικού κράτους από τον Σουμάνη ασχέτως από τα πριν και τα μετέπειτα αυτού του ενδιαφέροντος Τουρκαλβανού.
Στην πραγματικότητα, «μία τρίχα» κατά την ωραία αραβική έκφραση χωρίζει τον ξένο που θα αφομοιωθεί στο νέο του περιβάλλον και θα αναδειχθεί σε απολογητή και υπερασπιστή του από εκείνον ο οποίος θα παραμείνει ξένος και θα αποτελέσει στοιχείο διαλυτικό της κοινωνίας όπου δρα. Η Ιστορία μας, μαζί με τα ανωτέρω, προσφέρει και πολλά παραδείγματα αυτού του τελευταίου είδους, επήλυδων δηλαδή που ουδέποτε έγιναν πλήρως Ελληνες.
Ενας λαός ζει και δημιουργεί από την Αρχαιότητα ως σήμερα σε αυτόν τον τόπο: είχε δίκιο ο Παπαρρηγόπουλος. Ο λαός όμως αυτός δέχτηκε ανά τους αιώνας προσμείξεις, πολλές από τις οποίες αποδείχτηκαν θετικές. Η Ελλάδα δεν είναι απλώς μία χώρα αλλά μία διαχρονική δημιουργική παρουσία από την οποία απορρέει συγκεκριμένη στάση απέναντι στη ζωή. Δεν είναι λοιπόν αμελητέοι οι «ξένοι» που ενστερνίστηκαν τον δικό μας τρόπο σκέψης και δράσης. Αλλωστε όλοι οι άνθρωποι εξ ενός αίματος έγιναν: σημασία λοιπόν έχει σε τελική ανάλυση και όπως έλεγε ο Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως Σεβαστιανός το τι κρύβει καθένας στο κεφάλι και στην καρδιά του.
Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.