Δύσκολοι καιροί για την παρωδία. Πώς να ευδοκιμήσει, όταν τα όρια ανάμεσα σ’ αυτήν και στο αντικείμενό της έχουν γίνει δυσδιάκριτα; Καλύτερα: πώς να συντηρηθεί, όταν το ανόητο και το μη σοβαρό, το ασήμαντο και το γελοίο, δεν αντιμετωπίζονται ως τέτοια αλλά ως πράγματα που αξίζουν την προσοχή μας, ακόμη και τον θαυμασμό μας; Πώς να επιβιώσει η παρωδία, όταν το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων έχει γίνει παρωδία ειδήσεων, όταν η τήρηση των θεσμών γίνεται παρωδία θεσμών; (όταν, λ.χ., αποτελεί είδηση το ότι ο γνωστός δικηγόρος τάδε μοίρασε γλυκά στους διαδρόμους των δικαστηρίων για τη γέννηση του γιου του· ή όταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων διορίζεται, και μάλιστα κατά πολλαπλή παράβαση του νόμου, λογοτεχνίζων καθηγητής της κοινωνιολογίας, φίλος του πρωθυπουργού;). Με λίγα λόγια: πώς να παρωδήσει κανείς την παρωδία; Οτι το στοιχείο της παρωδίας είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της μεταμοντέρνας μας εποχής, όπως διαπιστώνουν οι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού, είναι μια παρατήρηση που θα πρέπει να συνοδεύεται από την αναγκαία διευκρίνηση ότι στον μεταμοντέρνο πολτό η παρωδία έχει καταντήσει παρωδία του εαυτού της.
Ομως ο σκοπός μου με αυτή την επιφυλλίδα δεν είναι να γράψω ένα ελεγείο για την παρωδία. Είναι, με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις, που μου γεννήθηκαν διαβάζοντας το βιβλίο της Κατερίνας Κωστίου Η ποιητική της ανατροπής: σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ (Νεφέλη), το οποίο έρχεται να καλύψει ένα βιβλιογραφικό μας κενό, να μιλήσω για ένα άλλο κενό της γραμματολογίας μας: για την έλλειψη μιας ουσιαστικής μελέτης της νεοελληνικής παρωδίας. Παρότι η παρωδία είναι ένα από τα πλέον ανθηρά λογοτεχνικά μας είδη, δεν έχουμε, ακόμη, μιαν Ιστορία της. Μας λείπει και μια Ανθολογία νεοελληνικής παρωδίας. Διότι ούτε οι ανθολογίες της νεοελληνικής σάτιρας που υπάρχουν (Ευαγγέλου Κ. Μιλλεούνη, 1972· Αχιλλέα Βαγενά, 1974· Σπύρου Κοκκίνη, 1981), ούτε οι επιμέρους θεωρήσεις των παρωδιών που έχουν προκαλέσει συγγραφείς ή λογοτεχνικά κινήματα (λ.χ. ο Καβάφης ή ο υπερρεαλισμός) μπορούν να μας δώσουν μιαν εικόνα της παρωδιακής μας γραφής. Χρειαζόμαστε κι εδώ, όπως και για τη θαμμένη μεταφραστική ποιητική μας παράδοση, για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενη επιφυλλίδα μας, μια λογοτεχνική ανασκαφή: ένα ερευνητικό πρόγραμμα που θα φέρει στο φως τον ξεχασμένο παρωδιακό μας πλούτο, με δείγματα του οποίου δεν παύουν να έρχονται σε επαφή όσοι έχουν τη συνήθεια να αναδιφούν παλαιότερα έντυπα.
Η παρωδία βρήκε στο πεδίο της ελληνικής γλώσσας μιαν επιπλέον ευνοϊκή συνθήκη. Οταν σκεφτόμαστε ότι αντικείμενο της παρωδίας είναι ένα γλωσσικό κείμενο (είτε το κείμενο ενός συγκεκριμένου έργου, είτε η κειμενική τυπολογία ενός λογοτεχνικού είδους, ή, ακόμη, ένας συγκεκριμένος γλωσσικός κώδικας) αντιλαμβανόμαστε πόσο πρόσφορες ήταν γι’ αυτήν οι γλωσσικές μας διαμάχες. Μερικές από τις καλύτερες ελληνικές παρωδίες είναι κατά βάση γλωσσικές παρωδίες (λ.χ. οι παρωδήσεις της καθαρεύουσας από τον Μποστ) ή καθ’ ολοκληρίαν γλωσσικές (λ.χ. ορισμένες παρωδήσεις της μαλλιαροδημοτικής), ενώ άλλες ελληνικές παρωδίες (λ.χ. εκείνες των ρομαντικών ή των υπερρεαλιστικών έργων) διαθέτουν ένα ακόμη παρωδιακό «κλειδί», εκείνο του καθαρεύοντος γλωσσικού στοιχείου που περιέχουν αυτά τα έργα.
Ο πλούτος μιας παρωδιακής παράδοσης δεν εξαρτάται μόνο από τη σατιρική ικανότητα και τη χιουμοριστική διάθεση ενός λαού. Οι Ελληνες, παρά τη διαπιστούμενη μελαγχολία τους, είναι βέβαια λαός ευτράπελος, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ύπαρξη μιας πλούσιας, για τα ελληνικά δεδομένα, παράδοσης σατιρικών έργων και εντύπων. Ωστόσο συγκρινόμενη με την παράδοση της λογοτεχνικής μας σάτιρας, της οποίας αποτελεί, ως ένα βαθμό, μέρος, η παράδοση της λογοτεχνικής μας παρωδίας είναι υψηλότερης ποιότητας· πράγμα που ασφαλώς οφείλεται σε λόγους που υπερβαίνουν εκείνους για τους οποίους αισθάνεται κανείς την ανάγκη να εκφραστεί σατιρικά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ποιότητα της παρωδίας μιας παράδοσης είναι ευθέως ανάλογη όχι με την ποιότητα της σάτιράς της αλλά με την ποιότητα της σύνολης λογοτεχνίας της. Ακριβέστερα: η ποιότητα των παρωδιακών έργων της αποτελεί απόδειξη της ποιότητας μιας λογοτεχνικής παράδοσης. Και τούτο γιατί η σύνθεση μιας παρωδίας απαιτεί υψηλές λογοτεχνικές ικανότητες: μαζί με την ιδιαίτερη ενεργοποίηση της ευαισθησίας, την οποία προϋποθέτει η σύνθεση κάθε λογοτεχνικού έργου, η παρωδία απαιτεί και αυξημένη κριτική ικανότητα, λογοτεχνικά κριτική ικανότητα, την οποία δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει ο κοινός σατιριστής.
Διαφορετικά απ’ ό,τι γενικά πιστεύεται, η παρωδία δεν αποτελεί κατώτερο λογοτεχνικό είδος. Τόσο η ευτράπελη όσο και η σοβαρή παρωδία (θα μιλήσουμε γι’ αυτές στην επόμενη επιφυλλίδα μας) συνθέτουν αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το αριστοκρατικότερο λογοτεχνικό είδος· αριστοκρατικότερο με την έννοια ότι όχι μόνο στο επίπεδο της παραγωγής αλλά και στο επίπεδο της πρόσληψής της η παρωδία προϋποθέτει όρους υψηλών προδιαγραφών. Διότι απαιτεί αναγνώστες με γνώση των λογοτεχνικών έργων ουσιαστικότερη από εκείνη των επαρκών αναγνωστών: τους επαρκέστερους από τους επαρκείς αναγνώστες της λογοτεχνίας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.