Ενας συναισθηματικός ιδεολόγος
Δεν είναι μόνον οι επέτειοι που φέρνουν παλαιότερους συγγραφείς στο προσκήνιο αλλά και οι επανεκδόσεις τους. Αυτού του είδους η επάνοδος των συγγραφέων νομίζω ότι έχει μεγαλύτερη σημασία, γιατί δοκιμάζει ποικιλότροπα την απήχησή τους και έμπρακτα την αντοχή τους. Με αυτό το σκεπτικό, ο Δημήτρης Χατζής μπορεί να αποτελεί μοναδική περίπτωση συγγραφέα τα τελευταία χρόνια που η επανέκδοση του έργου του προκάλεσε όχι μόνο άρθρα, σχόλια ή αφιερώματα αλλά είχε και εμπορική επιτυχία, αν πιστέψουμε τις λίστες των ευπώλητων στις οποίες Το τέλος της μικρής μας πόλης φιγουράριζε για αρκετές εβδομάδες.
Δίκαια λοιπόν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για θριαμβευτική επάνοδο του συγγραφέα, αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από την επανέκδοση του έργου του κυκλοφόρησαν σε CD συμφραστικοί πίνακες των έργων του και ηχογραφημένες ομιλίες του για τη συγγραφική τέχνη, χάρη στον ερευνητικό μόχθο και στην τεχνολογική μαεστρία του ακούραστου μελετητή του, του Νίκου Γουλανδρή. Ενώ έχουμε πολλούς πίνακες λέξεων για το έργο ποιητών, ο συμφραστικός πίνακας του Χατζή θα πρέπει να είναι ο πρώτος που συντάσσεται, και μάλιστα σε ηλεκτρονική μορφή, για έλληνα πεζογράφο, με εξαίρεση τον Μακρυγιάννη.
Το μυστικό της επιτυχίας
Η απήχηση όμως του έργου του Χατζή δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς και μόνο από τη μακρόχρονη απουσία του έργου του από τα βιβλιοπωλεία ή από τον ζήλο ορισμένων μελετητών του. Νομίζω ότι απαιτείται μια άλλου είδους εξήγηση του φαινομένου, που θα δίνει κάποια απάντηση και στα ακόλουθα ερωτήματα: Πώς ένας συγγραφέας με μυθιστορήματα στρατευμένα και αποτυχημένα, όπως Η φωτιά, ή προβληματικά, όπως είναι για ορισμένους το Διπλό βιβλίο, με συλλογές διηγημάτων με ισχνή οργανική θεματική συνοχή (Ανυπεράσπιστοι) ή με ελάχιστα πρωτότυπα διηγήματα (Σπουδές) τυχαίνει τέτοιας ανταπόκρισης; Τι άραγε μένει ως πολύτιμο και αναζωοδοτικό απόσταγμα από το λιγοστό σε έκταση έργο του; Πώς ένας συγγραφέας του κριτικού ρεαλισμού εξακολουθεί να ενδιαφέρει το κοινό σήμερα;
Ως τώρα ο Χατζής έχει ιδωθεί ως ο συγγραφέας του κοινωνικού ή κριτικού ρεαλισμού και όχι ως ο συγγραφέας της μοναξιάς και της εξορίας. Αν και έχει ειπωθεί ότι δεν έγραψε τίποτε για τη ζωή του στην εξορία στην Ανατολική Ευρώπη, εν τούτοις η πεζογραφία του διαγράφει τη μετάβαση από την ουτοπία στην ατοπία. Ο Χατζής διαπραγματεύεται έμμεσα το ζήτημα της εξορίας όχι ρεαλιστικά ή αυτοβιογραφικά αλλά ως μια καθολική εμπειρία απαλλαγμένη από τη νοσταλγία της επιστροφής ή τις ψευδαισθήσεις της ουτοπίας. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω την καθιερωμένη εικόνα του ως κοινωνικού ρεαλιστή, θα πρότεινα μια ατομοκεντρική προσέγγιση του έργου του, βασισμένη στη μοναξιά των προσώπων του και στην εξορία όχι ως προσωπική εμπειρία αλλά ως συμβολική αναπαράσταση. Ετσι νομίζω θα φανεί καλύτερα πώς ο Χατζής προκαλεί δύο διαφορετικές αναγνωστικές αντιδράσεις, συστηνόμενος και ως ρεαλιστής και ως πρώιμα μεταμοντέρνος συγγραφέας.
Ο Χατζής επιδιώκει να αναπαραστήσει δύο κόσμους: έναν που φθίνει και ανήκει στο παρελθόν και έναν ανερχόμενο και υποσχόμενο, ο οποίος βαθμιαία στο Διπλό βιβλίο παίρνει την όψη του αβέβαιου και απατηλού. Μέσα από την ανέχεια, τις δυσκολίες και τη μοναξιά των προσώπων, η αφήγησή του φορτίζεται συναισθηματικά και έτσι οι αναγνώστες ωθούνται να υιοθετήσουν είτε μια ρομαντική και νοσταλγική στάση για τον κόσμο που χάνεται ή να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν κριτικά την επίγνωση ότι ο κόσμος πλέον κυριαρχείται από την υπαρκτή και ιδεολογική αίσθηση του ανέστιου. Με αυτόν τον τρόπο τα κείμενά του προσκαλούν δύο αντιθετικές στάσεις και εκτιμήσεις. Η πρώτη θα μπορούσε να περιγραφεί ως κοινωνικο-ιδεολογική (και αρχικά αισιόδοξη), που εκπορεύεται μεν από την πεποίθηση στην τελεολογικά προοδευτική πορεία της κοινωνίας και στον διαμορφωτικό της ρόλο πάνω στα αφηγηματικά πρόσωπα, οδηγείται όμως στην αυτοαμφισβήτηση και στον αδιέξοδο σκεπτικισμό. Η δεύτερη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συναισθηματική ή ανθρωπιστική, έχοντας ως κατάληξη την ταύτιση με τα δρώντα πρόσωπα και τη συμπάθεια για την κοινωνική τους περιθωριακότητα, απομόνωση ή ήττα.
Ανέστιο υποκείμενο
Ο Χατζής είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας με κατά βάση αντικοινωνικούς χαρακτήρες. Οι ήρωές του είναι συχνά τραγικοί και ανυπεράσπιστοι, θύματα των ψευδαισθήσεων, της αθωότητας ή της αφέλειάς τους. Δίχως να είναι στερεότυποι, από τον Σιούλα τον Ταμπάκο ως τον ανώνυμο πρωταγωνιστή του διηγήματος «Η νήσος άνυδρος», έχουν κάτι κοινό, καθώς καθορίζονται και συνάμα αποστασιοποιούνται από την κοινωνία, με τη διαφορά ότι η μοναχικότητα ορισμένων προσώπων (Ντετέκτιβ) από το Τέλος της μικρής μας πόλης εξελίσσεται σε καθολικό βίωμα ανέστιας περιπλάνησης στο Διπλό βιβλίο. Αν και τα δύο βιβλία διαφέρουν σε πολλά, ό,τι τα ενώνει είναι η έμφαση στην κοινωνική αποξένωση των προσώπων και η αναστολή της πίστης στην ιδέα της κοινωνικής προόδου. Ο κόσμος του Χατζή εν τέλει δεν είναι μόνο αυτός των μικρών κοινοτήτων και των κοινωνικών ομάδων αλλά και αυτός των εκκεντρικών και μοναχικών ατόμων.
Η εξέλιξή του ως συγγραφέα έγκειται στη μετάβαση από τη ρεαλιστική αναπαράσταση της κοινωνικής αλλαγής στη διερεύνηση της ανθρώπινης μοναξιάς ως καθολικού βιώματος της κοινωνικής συνθήκης. Μια τέτοια εξέλιξη δεν συνάδει βέβαια με μια μάλλον αισιόδοξη ιδεολογική προοπτική που αφορά την πάλη για τα ιδανικά της κοινωνικής προόδου ή το συλλογικό ήθος. Αντίθετα μάλιστα από το Τέλος της μικρής μας πόλης ο Χατζής σταδιακά αμφιβάλλει για τη δυναμική της κοινωνίας ως συνόλου και εστιάζει στο μοναχικό ή ανέστιο υποκείμενο. Βαθμιαία δηλαδή εγκαταλείπει το ορθολογικό ιδεώδες της νεωτερικότητας και της κοινωνικής προόδου, καθώς ανιχνεύει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης αγωνίας και απογοήτευσης, και δυσπιστεί όλο και περισσότερο όσον αφορά συλλογικά οράματα και μείζονες αφηγήσεις. Ετσι οι ιστορίες του αφηγούνται τη χαλάρωση του κοινωνικού ντετερμινισμού και μετεξελίσσονται σε αφηγήσεις κοινωνικού κατακερματισμού και ατομικής ερημίας. Το Διπλό βιβλίο ιδιαίτερα θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί η αφήγηση της μεταμοντέρνας συνθήκης όπου οι βεβαιότητες αναιρούνται, οι ψευδαισθήσεις ξεφουσκώνουν και οι κοινωνικοί μύθοι καταρρέουν.
Ετερόκλητη συνύπαρξη
Παραδόξως ο Χατζής μπορεί και λειτουργεί ταυτόχρονα ως συναισθηματικός και ορθολογιστής συγγραφέας, ρεαλιστής και μεταμοντέρνος, κοινωνικός ιδεολόγος και άπιστος εξόριστος, προικισμένος αφελής παραμυθάς και υποψιασμένος τεχνίτης του λόγου. Νομίζω ότι αυτοί οι ανορθόδοξοι συνδυασμοί που στοιχειοθετούν τη συγγραφική του πορεία και την καλειδοσκοπική του εικόνα ελκύουν για διαφορετικούς λόγους ένα ετερόκλητο (ηλικιακά και πνευματικά) αναγνωστικό κοινό, εξηγώντας και τη διάρκεια της απήχησής του. Ο Χατζής εν τέλει κατόρθωσε να ισορροπήσει αντιθετικά στοιχεία διαγράφοντας μια πρωτοφανή συγγραφική πορεία που ξεκινάει από την ακατέργαστα στρατευμένη τέχνη της Φωτιάς και καταλήγει στους τεχνοτροπικούς πειραματισμούς του Διπλού βιβλίου ή στους αισθητικούς προβληματισμούς των Σπουδών.
Μια παρόμοια συνύπαρξη ρεαλισμού και μοντερνισμού διαβλέπουμε και στο έργο του άλλου μεγάλου συγγραφέα της ελληνικής Αριστεράς, του Στρατή Τσίρκα. Αμφιβάλλω όμως αν θα μπορούσε να είχε εξασφαλίσει ανάλογη αναγνωστική απήχηση με τον Χατζή, αν το έργο του παρέμενε για χρόνια στην εκδοτική αφάνεια, γιατί απλούστατα δεν έντυσε την ιδεολογική του στράτευση ή τους μοντερνιστικούς πειραματισμούς του συναισθηματικά, γνώρισμα που επιτρέπει στον Χατζή να λειτουργεί ως αυθεντικά λαϊκός συγγραφέας, χωρίς να στερείται την αύρα του πρωτοποριακού και υποψιασμένου πεζογράφου. Και τούτο νομίζω ότι συνιστά την ιδιοτυπία του αλλά και το επίτευγμά του.
* Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Birmingham της Αγγλίας και διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου.