Συμπληρώνονται εφέτος 60 χρόνια από τον θάνατο του Κωστή Παλαμά (1859-1943), 140 χρόνια από τη γέννηση και 70 από τον θάνατο του Κ. Π. Καβάφη (1863-1933). Διπλή λογοτεχνική επέτειος για δύο ποιητές που σφράγισαν με το έργο τους, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι κάθε άλλος ομότεχνος, τον ελληνικό 20ό αιώνα. Ποιητές της ίδιας γενιάς, όμως τεχνοτροπικά διαφορετικοί μεταξύ τους, τόσο ώστε ο πρώτος να θεωρείται το τέλος μιας ποιητικής εποχής και ο δεύτερος, παρά την ιδιοτυπία του, η αρχή μιας νέας, συναντιούνται ωστόσο σε ορισμένα κοινά σημεία, γεγονός που κάνει τις διαφορές τους ακόμη περισσότερο ενδιαφέρουσες. Με το αφιέρωμα αυτό οι «Νέες Εποχές» επιχειρούν να προσδιορίσουν τις σχέσεις ανάμεσα στους δύο μεγάλους ποιητές.
Είναι δύσκολο να υπάρξει περίπτωση δύο ποιητών της ίδιας γενιάς τόσο διαφορετικών μεταξύ τους όσο ο Παλαμάς και ο Καβάφης, που να τους συνδέουν τόσες ομοιότητες. Ο χαρακτηρισμός του Καβάφη ως ποιητή της γενιάς του 1880 θα πρέπει βέβαια να ξενίζει, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο διαρκεί συνήθως η διαμόρφωση των ποιητών μιας νέας γενιάς – στη συγκεκριμένη περίπτωση ως το τέλος του αιώνα – ο Καβάφης ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τους κοινούς ποιητικούς δρόμους των ομηλίκων του ποιητών. Ο ρομαντισμός, ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός είναι οι πόλοι και της δικής του συνομιλίας με την ευρωπαϊκή ποίηση της εποχής, ενώ οι δυσκολίες της μετάβασης από την καθαρεύουσα στη δημοτική αποτελούν και γι’ αυτόν, όπως αποτελούσαν ως το 1890 περίπου και για τους άλλους ποιητές της γενιάς, ένα εγχώριο πρόβλημα.
Γύρω στο 1900 οι δύο ποιητές έχουν τακτοποιήσει τους λογαριασμούς τους με τη γενιά τους. Ο Παλαμάς έχει αναδειχτεί σε ηγέτη της, ενώ ο Καβάφης θέτει εαυτόν εκτός γενεάς· αποσχίζεται από τις κοινές τάσεις του ελληνικού και του ευρωπαϊκού ρεύματος για να χαράξει έναν δικό του, μοναχικό δρόμο, που θα αποδειχτεί παράλληλος – αν και διαφορετικής κατασκευής – με εκείνον που θα ανοίξουν σε λίγο οι ποιητές του δυτικού μοντερνισμού.
* Ανόμοια εξέλιξη
Η πορεία των δύο ποιητών προς την κορύφωση της τέχνης τους είναι αντίστροφη. Ο Παλαμάς είναι ποιητής της ταχείας ωρίμανσης. Με τη «Φοινικιά», την οποία γράφει σε ηλικία 41 ετών (το 1900) και η οποία ακολουθεί έργα σπουδαία, όπως τα Ιαμβοι και ανάπαιστοι (1897) και Ο τάφος (1898), θα οδηγήσει την ελληνική ποίηση στο υψηλότερο, ως εκείνη την εποχή, μετασολωμικό επίτευγμά της. Από εκεί και πέρα, και καθώς θα αναλάβει ανάμεσα σε άλλα και τον ρόλο του εθνικού ποιητή, τα ποιήματά του – κρινόμενα με σημερινά κριτήρια – θα είναι τα ελάσσονα έργα ενός μεγάλου ποιητή. Ωστόσο στο ποιητικό προσκήνιο θα κυριαρχεί επί τρεις ακόμη δεκαετίες, παρά την αμφισβήτηση της ποιητικής του αξίας, που θα πυκνώνει από το 1920, και παρά την ισομεγέθη από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 άνοδο του Σικελιανού και την επιβλητική – εις πείσμα της εκδοτικής του πρακτικής – ανάδυση, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, του Καβάφη.
Ο Καβάφης είναι ο ποιητής της βραδείας – της βραδύτατης – ανακάλυψης (ακριβέστερα, κατάκτησης) μιας εκφραστικής ιδιοτυπίας. Ως τα 35 του δεν διαφέρει από τους ποιητές του σωρού, ενώ θα πρέπει να φτάσει στα 40 του για να αρχίσει να διακρίνεται εκείνο που στα επόμενα δέκα χρόνια, δηλαδή ως τα μέσα της δεκαετίας του 1910, θα ολοκληρωθεί ως το «μοναδικό και ανεπανάληπτο», όπως το χαρακτήρισε ο Βάρναλης, ποιητικό του πρόσωπο. Σε ό,τι αφορά την απήχησή του, θα γίνει ακόμη πιο επιβλητική μετά το 1935, έτος της συγκεντρωτικής έκδοσης – δηλαδή της δημόσιας κυκλοφόρησης σε ενιαίο σώμα – των ποιημάτων του, τα οποία, μαζί με την άνοδο της γενιάς του ’30 στην ποιητική σκηνή, θα καταστήσουν την ποίηση του Παλαμά ποίηση μιας παλαιότερης εποχής.
Από την άποψη της εκφραστικής οικονομίας και της γλώσσας οι δύο ποιητές είναι διαφορετικοί. Ο Παλαμάς είναι ποιητής μιας ευρύτατης κλίμακας συναισθημάτων, που αναπτύσσονται – ενίοτε με μακρότατες συνθέσεις – σε ένα πολύτομο έργο, και μιας χυμώδους λυρικής γλώσσας που όχι λίγες φορές γίνεται ανοικονόμητη. Ο Καβάφης περιορίζεται σε ορισμένα βασικά συναισθήματα, που συμπυκνώνονται σε έναν μικρό αριθμό σύντομων ποιημάτων και σε μιαν ειρωνική γλώσσα, αντιλυρική και «ασυγκίνητη», που κάποτε γίνεται αντιποιητικά στεγνή.
* Τα κοινά στοιχεία
Οι μεγάλες ωστόσο διαφορές των δύο ποιητών δεν εμποδίζουν να αισθανθούμε τις ομοιότητές τους, που είναι, όπως είπαμε, όχι ασήμαντες. Μία από αυτές είναι άλλωστε φανερή. Αναφέρομαι στην περίοπτη θέση που κατέχει στο έργο τους ο ελληνισμός. Αποτελεί ωμή παρανάγνωση του Καβάφη, αποτέλεσμα της προσπάθειας εφαρμογής στους στίχους του σημερινών πεποιθήσεων περί ετερότητας, η ανακάλυψη σε αυτούς μιας μεταμοντέρνας διάστασης που υπερβαίνει τις αναζητήσεις της εθνικής ταυτότητας. Κι αυτό γιατί η έννοια της πρόσμειξης του ελληνικού στοιχείου με το ξένο εθνοτικό στοιχείο απορρέει στον Καβάφη όχι από την ανάγνωση σημερινών εγχειριδίων περί εθνογενέσεως αλλά από την αναγκαιότητα της «ποικίλης δράσεως των στοχαστικών προσαρμογών». Ο Καβάφης πιστεύει στην αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού όχι λιγότερο απ’ ό,τι ο Παλαμάς, και η πεποίθησή του αυτή μαζί με τη συχνότητα των ελληνικών θεμάτων στην ποίησή του τον κάνουν ποιητή εξίσου ελληνοκεντρικό με τον Παλαμά.
Ενα δεύτερο στοιχείο ομοιότητας, λιγότερο εμφανές, είναι οι πρωτοποριακές προσωδιακές τους αναζητήσεις. Σήμερα, καθώς διαβάζουμε τους στίχους του Παλαμά μέσα από την εμπειρία του ελεύθερου στίχου, δεν είναι εύκολο να αντιληφθούμε την τόλμη που απαιτούσαν στο τέλος του 19ου αιώνα τόσο η διατάραξη του παγιωμένου μετρικού βηματισμού σε ορισμένους δεκαπεντασύλλαβους, στους Ιάμβους και αναπαίστους και στον Τάφο, όσο και η αποδέσμευση των στίχων από την ισοσυλλαβία, την οποία πραγματοποιεί ο Παλαμάς σε όχι λίγα ποιήματά του εκείνης της εποχής. Η στιχουργική καινοτομία αυτών των έργων είναι αναλογικά (για τη δεκαετία κατά την οποία εμφανίζεται) όχι μικρότερη από την απελευθέρωση από το μέτρο, που θα επιχειρήσει αργότερα ο Καβάφης, για την οποία έχει προετοιμάσει το έδαφος ο Παλαμάς.
Ακόμη λιγότερο εμφανές είναι ένα άλλο κοινό στοιχείο του Παλαμά με τον Καβάφη, εκείνο της διαμεσολαβημένης έκφρασης του συναισθήματος. Οσο και αν ο Παλαμάς εκδηλώνεται ως ποιητής ενός σφύζοντος λυρισμού και μιας αισθησιακής γλώσσας, κατά βάθος είναι, όπως ο Καβάφης, «διανοητικός» ποιητής: «αισθάνεται» και αυτός «με τη σκέψη του». Ο ίδιος άλλωστε χαρακτηρίζει τον εαυτό του ποιητή της «λυρικής Σκέψης» (Η ποιητική μου, Δ’). Βέβαια με μια διαφορά ως προς τις διαθέσεις της αισθαντικότητας μέσα στο κράμα αισθήματος – σκέψης. Στον Παλαμά η αισθαντικότητα είναι εξωστρεφής, ενώ στον Καβάφη εσωστρεφής. Γι’ αυτό στον πρώτο εκφράζεται με λυρική και στον δεύτερο με ειρωνική γλώσσα, που είναι μια μορφή «διανοητικής» γλώσσας.
* Η μεταθανάτια τύχη
Δύο ποιητές της ίδιας βιολογικής γενιάς που έχουν θεματοποιήσει την ποίηση στους στίχους τους αναλογικά περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή της εποχής τους – αυτό είναι ένα ακόμη κοινό τους στοιχείο – και που αισθάνονται την τέχνη τους ως το μόνο υπολογίσιμο αντίβαρο στη φθορά του χρόνου, δεν θα μπορούσαν να μην ένιωθαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους και να μην έκαναν σκέψεις για τη διάρκεια όχι μόνο της δικής τους ποίησης αλλά και της ποίησης του άλλου. Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Καβάφης ήθελε να αναγνωριστεί ως ο κύριος ανταγωνιστής του Παλαμά. Αλλά και ο Παλαμάς από το 1920 και μετά θα έπρεπε στον Καβάφη να έβλεπε και όχι στον Σικελιανό το αντίπαλο ποιητικό δέος. Οπως και να έχει το πράγμα, ο λιγότερο ανήσυχος για την μετά θάνατον τύχη του έργου του θα πρέπει να ήταν ο Καβάφης. Βαθύτερος μελετητής της ανθρώπινης φθοράς, θα πρέπει να ένιωθε ότι ο ειρωνικός λόγος που με τόσο μόχθο κατόρθωσε να δημιουργήσει θα μετρούσε περισσότερο στην «τράπεζα του μέλλοντος» απ’ ό,τι ο λυρικός λόγος του Παλαμά.