ΩΡΕΣ-ΩΡΕΣ, ακόμα και τα αυτονόητα, όχι μόνο δεν κατανοούνται, αλλά και παρεξηγούνται, σκόπιμα ή όχι. Ετσι και το άρθρο «Βία και καλοσύνη» στον Μπρεχτ (10.5): ούτε λίγο, ούτε πολύ, μερικοί φαντάστηκαν πως ο Μπρεχτ (και ο υπογράφων) είναι (είμαστε) κήρυκες της βίας κάθε είδους! Και αγανάκτησαν εναντίον αμφοτέρων…
Πιστεύω πως το άρθρο εκείνο ήταν ξεκάθαρο, πως εξηγούσε σαφέστατα πότε ο Μπρεχτ θεωρεί τη βία αναπόφευκτη, «ανωτέρα βία». Πιστεύω πως οι αναγνώστες αυτής της στήλης δεν περιμένουν το σωτήριο έτος 1998, για να μάθουν πόσο εχθρεύομαι τη βία και τα καθεστώτα που εδράζονται σ’ αυτήν και αρδεύονται απ’ αυτήν. Φαίνεται, όμως, πως πρέπει να διασαφήσουμε, ακόμα περισσότερο, ακόμα και τα εξόφθαλμα. Ισως, μάλιστα, αυτή η διασάφηση να μην είναι άχρηστη τώρα, όπου «η βία αποτελεί τη ρητορική της εποχής μας» (όπως έγραφε πριν 70 κιόλας χρόνια, ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ1) και παγκυριαρχεί σ’ όλους τους τομείς και σ’ όλα τα κλιμάκια.
ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΠΡΩΤΟ: Δεν υπάρχει, σίγουρα, άνθρωπος άξιος αυτού του «τίτλου», που να μην αποστρέφεται τη βία, την καταπίεση, την τυραννία υλική, πνευματική, κοινωνική, οικονομική.
Βουβό όργανο του αυταρχικού Δία, την παρουσιάζει ο Αισχύλος, αρχή-αρχή στον Προμηθέα δεσμώτη. Αντίθετα, λαλίστατος κράχτης του αρχι-θεού είναι ο σύντροφός της, Κράτος που, τότε, σήμαινε «δύναμη», αλλά, διόλου τυχαία, πήρε την έννοια της κυβερνητικής εξουσίας, που συχνότατα ασκεί βία… βία «νόμιμη», επειδή εκείνο την χαρακτηρίζει έτσι. Αυτό, καυχιόταν ο Σόλων πως είχε πετύχει με τους νόμους του αλλά «ενώνοντας με δύναμη τη βία και το δίκιο» («Ταύτα μεν κράτει, ομού βίην τε και δίκην συναρμόσας, έρεξα»: οι σολώνειες και αισχύλειες λέξεις είναι ακριβώς οι ίδιες με την καίρια προσθήκη του δίκιου). Το «εγκρίνει», άλλωστε, και ο Πλάτων, λέγοντας πως πρέπει «να χρησιμοποιούμε στη νομοθεσία δύο πράγματα: την πειθώ και τη βία» («Δυοίν χρήσθαι προς τας νομοθεσίας, πειθοί και βία»2).
Αυτή η πειθώ με τον λόγο ήταν (είναι) και το θεμέλιο του κοινωνικού ήθους και της δημοκρατίας «(«Πείσας λάβε, μη βιασάμενος», έλεγε ο γέρο-Βίας: «πάρε με την πειθώ, όχι με τη βία»). Και τόσο, που ακόμα και ναό της είχαν στήσει οι Αθηναίοι στην πόλη τους. Ενώ τη βία την λογάριαζαν «αντίθετη με τη φύση» («Παρά φύσιν η βία», θα πει ο Αριστοτέλης3.
«Αμυαλοι» είναι όσοι προσφεύγουν στη βία4, άμυαλοι, ακόμα και πρακτικά, επειδή «η βία είναι ανήμπορη, εκεί όπου χρειάζεται επιδεξιότητα» («Ενθα γαρ σοφίης δει, βίης έργον ουδέν»5). Ανήμπορη, τόσο απέναντι στη δύναμη της «σοφίας» όσο και απέναντι στη δύναμη της αλήθειας: «Ολες οι προσπάθειες της βίας δεν μπορούν ν’ αποδυναμώσουν την αλήθεια δεν χρησιμεύουν παρά για να την υψώσουν ακόμα πιο πολύ», θα πει, αιώνες αργότερα, ο Πασκάλ6.
Μα κι αν επιβληθείς με τη βία, η επιβολή σου είναι όχι μόνο μισητή αλλά και μισή, και «πρόσκαιρη»: «Δεν κυβερνιέται ένας υποταγμένος με τη βία λαός, που πρέπει να τον κατακτάς αδιάκοπα», κατά την ονομαστή αποστροφή του Edmund Burke7.
Και βέβαια, ανήμπορη ολότελα απομένει η βία μπρος στο πνεύμα που θέλει να είναι και να μείνει ελεύθερο, και που καμιά βία δεν μπορεί να το υποτάξει: «Κανείς δεν μπορεί να μ’ εμποδίσει, κανείς δεν μπορεί να μ’ εξαναγκάσει να τη χρησιμοποιήσω (τη σκέψη μου) διαφορετικά και όχι όπως εγώ θέλω» («Ουδείς εμποδίσαι δύναται, ουδείς βιάσασθαι άλλως χρήσασθαι ή ως θέλω»), κατά τον ωραίο λόγο του Επίκτητου8.
Μ’ ένα λόγο: αποτρόπαιη, εγκληματική, βδελυρή (αλλά και άλογη και μάταιη) είναι η βία που ασκούν άτομα ή ομάδες ή κράτη πάνω σε άλλα άτομα, ομάδες, λαούς… βία, υπαγορευμένη από την ιδιοτέλεια, το συμφέρον, την libido dominandi (τον φροϋδικό πόθο κυριαρχίας), το πάθος της κατάκτησης, τη σωβινιστική υστερία. Και βέβαια, τυλιγμένη πάντα με το ιερό ντύμα του πατριωτικού συμφέροντος, της «έκτακτης ανάγκης για τάξη», του «κοινωνικώς ορθού» και άλλων παρόμοιων φληναφημάτων…
ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η αντίσταση σ’ αυτή τη βία αποτελεί δικαίωμα και χρέος η αντίσταση ακόμα και με τη βία, όταν δεν υπάρχει άλλο μέσο άμυνας, όταν μονάχα η «κάτωθεν» βία μπορεί ν’ αντιπαλαίσει με την «άνωθεν». Σ’ αυτό το δικαίωμα-χρέος στηρίχθηκαν όλες οι εξεγέρσεις, επαναστάσεις, απελευθερώσεις από καθεστώτα και κυριάρχους, που πίστευαν (και πιστεύουν) πως «το μόνο μέσο για να κερδίσεις εύκολη νίκη επάνω στη λογική είναι η τρομοκρατία και η βία», όπως απερίφραστα ρέκαζε ο Χίτλερ9.
Και, φυσικά, δε μιλάμε μόνο για την (αυτονόητη, πάλι) προάσπιση της πατρικής γης ενάντια σε ξένες επιβουλές. Αλλά για την αντίσταση σε εσωτερικούς δυνάστες. Οι «ανθρωπιστές και ευαίσθητοι» που δυσφόρησαν για το άρθρο εκείνο, θεωρούν τάχα πως φέρθηκαν «απάνθρωπα» οι λαοί του κόσμου όλου, που ξεσηκώθηκαν βίαια κατά των τυράννων τους; Ή για να έρθουμε στο «χωραφάκι» μας οι ραγιάδες που πήραν τα όπλα και «άσκησαν βία» κατά των Τούρκων κυριάρχων, πριν 180 χρόνια; Ή όσοι αντιστάθηκαν με τη βία, βέβαια στους Γερμανοϊταλούς κατακτητές ή/και στους τεταρταυγουστιανούς και απριλιανούς δικτάτορες;
Οσο μπορώ να μαντέψω απ’ τα γράμματά τους, οι επικριτές δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν εκείνες τις αλλοτινές «χαρές», δεν αντιμετώπισαν τέτοια προβλήματα και «διλήμματα», γεννήθηκαν κι έζησαν μετά τις κατοχές και δικτατορίες, μέσα σε (σχετική) ειρήνη και «αφθονία». Αν ζούσαν, όμως, τότε, θα προτιμούσαν την υποδούλωση, την πείνα, τις φυλακές, τα βασανιστήρια, τον θάνατο, για να μην καταφύγουν στην «απάνθρωπη» βία;
Τιμούμε τα 200 χρόνια απ’ τον θάνατο την εκτέλεση του Ρήγα ξεχνάμε, όμως, το τελευταίο άρθρο (το 35) της Επαναστατικής Προκήρυξής του;
«Οταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητο από όλα τα χρέη του».
Κι αυτό δεν επιτάζει το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματός μας; (Οι Ελληνες) «δικαιούνται και υποχρεούνται σε αντίσταση με κάθε μέσον εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει» (το Σύνταγμα);
Και βέβαια, ήταν «απάνθρωποι» ο συνεορταζόμενος Σολωμός, ο Κάλβος τόσοι και τόσοι άλλοι που, σ’ αυτή τη «λύρα», τόνισαν την εθνεγερτική ποίησή τους…
Κι όσοι μιλάνε για «χριστιανική ανοχή, αγάπη» κλπ., γιατί δεν θυμούνται πως ακόμα και ο Ιησούς άρπαξε το φραγγέλιο κι έδιωξε βίαια τους εμπόρους απ’ τον Ναό του Σολομώντα… γιατί αποσιωπούν πως είπε «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» και «πυρ ήλθον βαλείν»10;
Αλλά και ο κήρυκας της μη-βίας Μαχάτμα Γκάντι θα τους έλεγε: «Είναι καλύτερα να είσαι βίαιος, όταν υπάρχει βία στην καρδιά σου, παρά να φοράς τον μανδύα της μη-βίας για να κρύψεις την ανικανότητά σου»11. Και τι πιο δίκαιο «μίσος της καρδιάς» υπάρχει απ’ το μίσος για τους κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν βιαστές λαών ολόκληρων;
ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΤΡΙΤΟ: Δεν είναι λιγότερο ειδεχθής η τυφλή βία, η βία για τη βία, η λεγόμενη τρομοκρατική βία εναντίον «ενόχων» και αθώων. Εδεχθής, αλλά και (θα το ξαναπούμε) απρόσφορη και αναποτελεσματική: Οχι μόνο δεν προκαλεί τη «λαϊκή εξέγερση» κατά των καταπιεστών και εκμεταλλευτών όπως ελπίζουν οι δράστες αλλά, αντίθετα, τους κάνει «συμπαθή θύματα» και «δικαιώνει» στην κοινή συνείδηση την ένταση και τη σκλήρυνση της καταπίεσης…
ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ, με τα λόγια του αγαπημένου Albert Camus:
«… Η απόλυτη μη-βία υποστηρίζει αρνητικά τη δουλεία και τη βιαιότητά της· η συστηματική βία καταστρέφει θετικά τη ζωντανή κοινότητα και την ύπαρξη που μας δίνει… Η αυθεντική επαναστατική δράση δεν θα δεχθεί να εξοπλιστεί παρά μόνο για τους θεσμούς που περιορίζουν τη βία κι όχι για εκείνους που την κωδικοποιούν… Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Αυτό είναι πιθανό. Ποιος θα δικαιώσει όμως το σκοπό; Σ’ αυτή την ερώτηση, που αφήνει ξεκρέμαστη η ιστορική σκέψη, η εξέγερση απαντά: τα μέσα»12…
1. Η επανάσταση των μαζών (1930), 11. – 2. Νόμοι, Δ, 722Β. – 3. Ρητορική, Α, 11, 1370Α,9. – 4. Ξενοφών, Απομνημομεύματα, Α,2,10. – 5. Ηρόδοτος, Γ, 217. – 6. Provinciales, 12o Βιβλίο. – 7. Λόγος του για τις Αποικίες της Αμερικής, 22.3.1775. – 8. Διατριβαί, Γ, κγ’, 69. Μετάφρ. Ι. Χριστοδούλου, Ζήτρος, Θεσ/νίκη, 1997. Μια σημαντική έκδοση, που για πρώτη φορά, εδώ συγκεντρώνει όλα τα σωζόμενα του μεγάλου στωικού, τις Διατριβές και το Εγχειρίδιον. – 9. Ο Αγών μου, Α, 2. – 10. Ματθαίου, ΙΑ, 34-36. Λουκά, ΙΒ,49. – 11. Μη-βία σε ειρήνη και πόλεμο (1948), 1.2.40. – 12. Ο επαναστατημένος άνθρωπος. V. Η σκέψη του μεσημεριού. Εξέγερση και φόνος. Ο ιστορικός φόνος (1951). Μεταφρ. Τζ. Τσακίρη, Μπουκουμάνης, 1971.
Υ.Γ. (διόλου άσχετο): Δεν θ’ απόρησε, βέβαια, ο καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης για την λογοκριτική επίθεση εναντίον του λαμπρού Λεξικού του, επειδή ένα λήμμα του θεωρήθηκε «υβριστικό για το εθνικό αίσθημα των Μακεδόνων». Παμπάλαιη είναι η μέθοδος να λιθοβολούνται όχι οι δράστες αδικημάτων, εξυβρίσεων κλπ., αλλά εκείνοι που τις καταγράφουν επιστημονικά, πολιτικά, δημοσιολογικά και τις στηλιτεύουν. Είναι, κι αυτή, μια άλλη βία, που πάρα πολύ βολεύει (και «δοξάζει») τους υπερπατριώτες, τους φαρισαίους, και τους κάπηλους…