Μιχαήλ Μητσάκη: Αυτόχειρ, Ερευνα: Δέσποινα Δρακοπούλου, φιλολογική επιμέλεια: Μανόλης Σαββίδης, εκδόσεις «Ιστός», Αθήνα 1996, σελ. 72.


Η δεύτερη και έσχατη πρόταση (η πρώτη λέει: «Αυτοκτονώ») του σημειώματος που κατέλιπε ο απαρχής μέχρι τέλους ευνόητα βουβός ήρωας του Μητσάκη είναι δισήμαντη: «Ας μη ανησυχήσει κανείς, συνεχίστε τις ασχολίες σας» είναι η μία σημασία και «Κανείς δεν ευθύνεται για την αυτοκτονία μου, είναι pure, ας μη προσαχθούν ύποπτοι για ανάκριση», η άλλη. Ετσι ή αλλιώς, οι δύο προτάσεις του σημειώματος υπόκεινται κι εκλύουν την αφήγηση: η δισήμαντη δεύτερη ιδίως, που μπορεί να εντοπισθεί και ως πρόταση – μήτρα (matrix – sentence) όπως περίπου την ορίζει ο Μ. Riffaterre: από αυτήν γεννιέται κι αυτήν αναλύει και περίφρασή της αποτελεί όλος ο Αυτόχειρ (όπως από την προστακτική «Επέστρεφε» το περιώνυμο ποίημα του Καβάφη).


Ο Μητσάκης παράγει το αφήγημά του στηριγμένος στην πρώτη αναγνωστική εκδοχή, που διερωτώμαι αν είναι και η πιο πιθανή, καθ’ ότι κοινός τόπος των επιθανάτιων σημειωμάτων είναι να αθωώνουν (ή να ενοχοποιούν) την κοινωνία ή συγκεκριμένους ζώντες.


* Εμμονή στην απόδοση των ήχων


Πάντως, ο Αυτόχειρ είναι αστυνομικό αφήγημα με αναστολή: η σχετική δράση περιορίζεται στην υποτυπώδη αστυνομική διερεύνηση των κινήσεων του αγνώστου ανδρός προτού προβεί στην απονενοημένη πράξη του. Το έτερο κύριο πρόσωπο, που διαρκώς κι εν αντιθέσει προς τον νεκρό φωναχτά μάλλον παρά νοερά μονολογεί, είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο οποίος εντυπωσιάζεται από τον τρόπο που είναι συνταγμένο και γραμμένο το λιγόλογο σημείωμα, όσο κι από το νόημά του ­ αν και, όσο προοδεύει η αφήγηση, αρχίζει να ψυλλιάζεται ο αναγνώστης πως η αυτοχειρία παρέσχε κυρίως την αφορμή για να περιγράψει ο Μ.Μ. την Πάτρα ως ωραία κι ανέμελη πόλη που θορυβεί, βογγά, καφωδεί και μακαρίως ρογχάζει στα τέλη του 19ου αιώνα.


Πρώτη αφορμή για το δικό μου σημείωμα είναι η προσοχή που δίνει ο κατά Κ.Θ. Δημαρά «πιο συνειδητός και συνεπής εκπρόσωπος του ελληνικού νατουραλισμού» στα ρήματα ιδίως που εγγράφουν στο αφήγημα τους ήχους, τους θορύβους και τις ομιλίες της πόλης και της εξοχής της. Στη διανυόμενή μας ηλεκτρονική εποχή αξίζει να προσέξει κανείς τα αποκλειστικώς λεκτικά, κι άρα με μιαν έννοια συγκριτικώς πενιχρά, μέσα που διέθετε εκείνος για να γράψει (στα 1894 και στην Κέρκυρα, όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής της έκδοσης).


Η μέριμνα κι η εμμονή στην ακριβέστερη δυνατή απόδοση των ήχων διαφαίνεται παντού: η πόλη των Πατρών «έρρεγχε», το ξενοδοχείο είναι «άφωτον και άφωνον» και μέσα το «ρουχαλητό» ενός πελάτη «διαπερά θύρας και παράθυρα, σχεδόν σείον τα τοιχώματα», ένας «κωδωνισμός αντήχει τριλλίζων», «ετσουγκρίζοντο ποτήρια, εγόει αμανές», η ξύλινη σκάλα κι οι τάβλες του μώλου «κρίζουν», ενώ άλλοι είναι «οι κιχλισμοί μιας κοντής και στρουμπουλής, γελώσης», τα βήματα «δουπούν», οι κλειστές αποθήκες είναι «αμίλητες». Με επίταση περιγράφει ο Μητσάκης και τη βοή (τον και λευκό θόρυβο λεγόμενο) του «Λεσχιδίου»: είναι «της έσωθεν συναθροίσεως ο ακώλυτος αλαλητός» και «της κουβέντας το σούσουρον, και του ταβλιού ο πλαταγισμός, και των μετακινουμένων καθισμάτων οι κριγμοί, και των ανακατευομένων του ντόμινου κοκκάλων οι παφλασμοί, και ο μονότονος του αεριόφωτος σιγμός, και του ναργιλέ το κοχλάζον γουργουρητό, και των εις τον μυχόν συγκρουομένων σφαιρών του μπιλλιάρδου το ξηρόν κράκισμα». Σημειωτέοι και οι «μπιλλιαρδίζοντες οργίλως εις το βάθος», που άρα κρακίζουν με περισσή δύναμη.


Ο «ακώλυτος αλαλητός» των καφενόβιων αντιστίζει ποιητικά τον «από των πέριξ οίκων αναδιδόμενον αόριστον θρουν της ζωής». Κι εκτός του «Λεσχιδίου» έχουμε και το καφέ – σαντάν («ίδρυμα γλεντιού»), όπου ο καφε-σαντανίστας νέος «ερωτολογούσε με την κόρην», δηλαδή, το νόημα όσων έλεγε προέκυπτε, όχι τόσο από τη σημασία των λέξεων, όσο από το χνώτο και τις άχνες της εκφώνησης. Ανάλογος είναι κι ο πορτιέρης που «εβριζοκοπούσε»: έβριζε σαν φτεροκοπανώντας.


* Οι θόρυβοι στη ζωή μας


Στη λαϊκή αγορά οι μικροπωλητές «κρώζουν βραχνώς» ή «περνούν βοώντες». Ενδειξη ότι τα πάντα ­ όλη μας η ζωή, κατά τον Μ.Μ. ­ υπερκαλύπτονται από τους θορύβους και τις φωνές είναι το αγοραίο στιγμιότυπο όπου η φωνή δεκατριπλασιάζει το μέγεθος ενός μικρού καροτσιού: «Μια άμαξα, βραδεία, διέβαινε αψόφως σχεδόν κυλιομένη επί του κονιορτού []. Και παραπίσω της, ένας μικρουλάκος εκυλούσε ένα χειραμάξι, παταγών, και φωνάζων στεντορείως Βάάάρδααα!, ωσάν να ήτον δεκατρείς φορές μεγαλύτερο από την εμπρός άμαξαν».


Εχουμε και ηχοθορύβους ερωτικούς προς την έξοδο, όταν ωτακουστής συλλαμβάνει ο αφηγητής τη συνουσία που τελείται στο διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου διαμένει: «Αήθεις ήχοι ανεδίδοντο, παράδοξοι θόρυβοι αντήχουν, σκεπασμάτων θρους, και σεντονιών ψίθυρος, το κρεββάτι επηγαινοήρχετο, προσέκρουε συνεχώς κατά του τοίχου, εκλυδωνίζετο σφοδρώς, ως πλοίον εν καταιγίδι». Εδώ γίνεται μείξη οπτικοακουστικών στοιχείων, ωστόσο και οι κατ’ εξοχήν οπτικές εικόνες διόλου δεν υστερούν, όπως λ.χ. τα «βιαίως πουδραρισμένα λευκά μπράτσα» ή η παρουσίαση της «λαμπυρίδος» που «άφηνε βραχείαν αλλά θαμβούσαν αστραπίτσαν, ξεφεύγουσαν από τον μικροσκοπικόν της πισινούλην».


Σχετικώς, αλλά και βιβλιολογικώς, καίρια είναι η περιγραφή του χαρτιού στο οποίο έγραψε το σημείωμα ο αυτόχειρ και δείχνει πόσο πλησιάζει καμιά φορά η αστυνομική έρευνα στη φιλολογική: «Ητον το μισό κομμάτι μισής κόλλας του χαρτιού εκείνου του ταχυδρομείου, που μεταχειρίζονται συνήθως εις τις επαρχίες, του ριγωμένου κατά πλάτος, με τα πράσινα ριγώματα, ζαρωμένο αρκετά, τσαλακωμένο, με ορατά τα ίχνη δαχτυλιών, [] άγραφο όλο, και μονάχα εις την μίαν των γραμμών, την πρώτην, διεκρίνοντο, λεπτά – λεπτά γραμμένες, με μικρότατα ψηφία, πέντε λέξεις []. Και από κάτου το όνομα της πόλεως, η ημερομηνία και το έτος, και ολίγο παραπέρα, η υπογραφή του αυτοκτόνου. Τίποτ’ άλλο []».


* Λυρικότροπη αφήγηση


«Το μόνο συγκροτημένο διήγημά του [Μητσάκη] επιγράφεται Είς Αθηναίος χρυσοθήρας», γράφει ο Δημαράς: όντως, ο Αυτόχειρ δεν εμφανίζει τα τυπικά γνωρίσματα ενός διηγήματος. Από αυτήν την άποψη, είναι ανοικονόμητη, λυρικότροπη αφήγηση χωρίς πλοκή και αισθηματικά καθηλωμένη. Ενα κρυπτοταξιδιωτικό συνεχές, που «φαντάζει συμπαθές» εφόσον διαβαστεί για την ευχαρίστηση του άναρχου λόγου που με γαλαντομία παρέχει στον μονομανή αναγνώστη.


Η έκδοση του «Ιστού» είναι νέα στην κυριολεξία: το κείμενο αποκαθίσταται κριτικά, μετά από αντιβολή της πρώτης (1895) δημοσίευσης στην εφ. Ακρόπολις με το χειρόγραφο, έτσι ώστε διορθώνονται αφενός οι αβλεψίες των προγενέστερων (της πρώτης, θεωρούμενης ως «πρωτοτύπου», μη εξαιρουμένης) δημοσιεύσεων και αφετέρου επανέρχεται η ορθογραφία και η στίξη του συγγραφέα. Από τα τρία επιτασσόμενα φιλολογικά Σημειώματα, το Βιογραφικό (σ. 43-65) δίνει σημαντικές πληροφορίες για τον βίο και τη φιλολογική πολιτεία τού ­ τυπικά πλέον φρενοβλαβούς, από την ίδια χρονιά που γράφεται ο Αυτόχειρ ­ Μιχαήλ Μητσάκη. Ακολουθεί το Βιβλιογραφικό σημείωμα, που μας δίνει την περιγραφή του σωζόμενου στο ΕΛΙΑ χειρογράφου και όλες τις προγενέστερες δημοσιεύσεις. Τελευταίο (σ. 69-72) μπαίνει το Σημείωμα του εκδότη, που ευσύνοπτα εκθέτει το ιστορικό των εκδόσεων παρέχοντας και ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις ορθογραφικών ή άλλων σφαλμάτων και αβλεπτημάτων.


Από τον κολοφώνα βεβαιωνόμαστε ότι το lepidum novum libellum στοιχειοθετήθηκε σε μιαν από τις μοϊκανές αθηναϊκές μονοτυπίες ­ τεχνική μετά βίας υποδεέστερη από την ιδεώδη στοιχειοθεσία στο χέρι. Αλλά αυτά ενδιαφέρουν μόνο τους μυημένους στην τέχνη της τυπογραφίας νοσταλγούς.


Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Φλώρινας.