Οι πολιτικές και οικονομικές κρίσεις και μια συνεχώς επιδεινούμενη διεθνής θέση αποτέλεσαν το υπόβαθρο όλων των εκσυγχρονιστικών προσπαθειών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα. Η διαίρεση της κοινωνίας σε millet, κοινότητες με βάση τη θρησκευτική πίστη, έμοιαζε να αποτελεί το κύριο εμπόδιο για ένα γενικό ρεύμα που έβλεπε τον εκσυγχρονισμό ως μόνη προϋπόθεση για «τη σωτηρία του κράτους». Το κίνημα των Νεότουρκων που αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του 1890 ήταν η τελευταία αγωνιώδης προσπάθεια να αποτραπεί η διάλυση της Αυτοκρατορίας μέσω της συμφιλίωσης ανόμοιων εθνικιστικών βλέψεων στο πλαίσιο ενός συνταγματικού συστήματος.


Παρά τον φιλελεύθερο αυτόν σκοπό της, η φιλοσοφία των Νεότουρκων παρουσίαζε ομοιότητες με τα «πρωτοφασιστικά» ρεύματα στη σύγχρονη Ευρώπη. Είχε επηρεαστεί βαθιά από τον θετικισμό του Ογκύστ Κοντ, του ιδρυτή της αντεπαναστατικής φιλοσοφικής σχολής του 19ου αιώνα, αλλά και από διάφορες δαρβινιστικές κοινωνικές ιδέες της εποχής. Το αποτέλεσμα ήταν μια μηχανική αντίληψη της κοινωνίας. Η καθιέρωση μιας «επιστημονικής» μορφής διακυβέρνησης φαινόταν να αποτελεί τον μοναδικό τρόπο υλοποίησης του έργου της «σωτηρίας του κράτους». Υπό αυτή την προοπτική, ο ισλαμικός συντηρητισμός των μαζών ήταν εμπόδιο για την πρόοδο, η οποία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο υπό την καθοδήγηση ορισμένων λίγων εκλεκτών – μια ελιτίστικη κοσμοθεωρία που αποτέλεσε χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας των Νεότουρκων και στον 20ό αιώνα.


Οι μεταρρυθμιστικές ελπίδες για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας με φιλελεύθερες συνταγματικές μεθόδους διαλύθηκαν με τον Βαλκανικό Πόλεμο του 1912. Το πραξικόπημα που οργάνωσε η Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου των Νεότουρκων (CUP) στις αρχές του 1913 οδήγησε σε μια μονοκομματική δικτατορία που θα διαρκούσε ως το 1918. Δύο στροφές πολιτικής που έγιναν αυτή την περίοδο αξίζουν να εξεταστούν. Η πρώτη αφορά το εθνικό ζήτημα. Αντιμέτωπη με ένα κύμα προσφύγων από τα Βαλκάνια, η CUP υποδαύλισε μουσουλμανικές πικρίες εναντίον μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Ηδη στο πρώτο μισό του 1914 περίπου 100.000 Ελληνες υποχρεώθηκαν να φύγουν από την Ανατολία. Η εφαρμογή πολιτικών «εθνοκάθαρσης» σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία έφθασε στο απόγειό της με την εξολόθρευση των αρμενικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας το 1915. Η δεύτερη στροφή συνδέεται στενά με την πρώτη. Εφαρμόστηκε μια πολιτική «εθνικής οικονομίας» α λα Φρίντριχ Λιστ, εναντίον των μη μουσουλμανικών εμπορικών ομάδων, με στόχο να αντικατασταθούν από μια εθνική τουρκική αστική τάξη.


* Αντίδραση στη διχοτόμηση


Με την ήττα του 1918 η φιλελεύθερη αυτή ιδέα έπαψε να έχει νόημα, οι ηγέτες της CUP εξορίστηκαν και οι φιλελεύθεροι αντίπαλοί τους που υποστήριζαν την Αντάντ ανέβηκαν στην εξουσία. Κουρασμένος από τον πόλεμο ο λαός θεώρησε τους Νεότουρκους υπεύθυνους για την καταστροφή. Οταν όμως έγινε γνωστό πως οι νικητές σκόπευαν να διχοτομήσουν την Ανατολία για την ίδρυση μιας μεγάλης Αρμενικής Δημοκρατίας στα ανατολικά και την παραχώρηση της Σμύρνης στην Ελλάδα στα δυτικά, η μουσουλμανική κοινή γνώμη αποφάσισε να αντιδράσει. Εφόσον η κυβέρνηση του σουλτάνου δεχόταν τα σχέδια της Αντάντ και τη Συνθήκη των Σεβρών, το κίνημα της αντίδρασης έπρεπε να αναζητήσει αλλού πολιτική ηγεσία. Οι πολιτικοί που ανήκαν στα κατώτερα κλιμάκια της CUP επανήλθαν στο προσκήνιο. Ιδρύθηκαν οργανώσεις για την «Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων» εναντίον των διεκδικήσεων των χριστιανικών μειονοτήτων. Ο διορισμός του Μουσταφά Κεμάλ ως διοικητή της Ανατολίας σε μια περίοδο που ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει τη Σμύρνη (Μάιος του 1919) πρόσφερε μια δυνατότητα συντονισμού και έναν νέο δυναμισμό στο ανερχόμενο κίνημα.


Μετά το 1918 η βάση της ιδεολογικής κινητοποίησης στη μουσουλμανική Ανατολία δεν μπορούσε να είναι ο τουρκισμός της τελευταίας φάσης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυρίαρχη εθνική δομή αποτελούσε ένα συνονθύλευμα εθνοτήτων και ότι δεν απειλείτο μια τουρκική ταυτότητα αλλά τα συμφέροντα του μουσουλμανικού πληθυσμού ως συνόλου, φαινόταν πρόσφορο να τονιστεί η κοινή ισλαμική κληρονομιά. Ωστόσο, παρά την επίκληση της ισλαμικής αλληλεγγύης, το πολιτικό πρόγραμμα που παρουσίασε ο Μουσταφά Κεμάλ τον Σεπτέμβριο του 1920 τόνιζε ως πρώτη αρχή τη λαϊκή κυριαρχία, υπαινισσόμενο μακροπρόθεσμα την απάλειψη κάθε αναφοράς στην ισλαμική νομιμότητα. Μια άλλη σημαντική πλευρά ήταν η υιοθέτηση της ενότητας των εξουσιών, η οποία σήμαινε τη συγκέντρωση των νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών αρμοδιοτήτων στο σώμα της Εθνοσυνέλευσης. Και οι δύο αντιλήψεις πέρασαν στο Σύνταγμα του 1921.


Σε όλα τα χρόνια της εθνικής αντίστασης (1919-1922) η αντιπολίτευση παρέμεινε ηχηρή, ιδιαίτερα καθώς ακόμη και σύντροφοι του Μουσταφά Κεμάλ (ο Καζίμ Καραμπεκίρ και ο Ραούφ Ορμπάι μεταξύ άλλων) έδειχναν τάσεις απομάκρυνσης από το φιλελεύθερο συνταγματικό πολίτευμα της πρώτης εποχής των Νεότουρκων. Η αποφασιστική νίκη επί του ελληνικού στρατού τον Σεπτέμβριο του 1922 ήταν εκείνη που προσέδωσε στον Μουσταφά Κεμάλ το απαραίτητο κύρος για να εφαρμόσει τα πιο ριζοσπαστικά σημεία του προγράμματός του.


Η θριαμβεύουσα Τουρκία του 1922 δεν απηλλάγη των συνταγματικών κρίσεων. Παρ’ ότι στην Αγκυρα επικρατούσε η ομόφωνη άποψη ότι ο σουλτάνος δεν μπορούσε να παραμείνει, μια σημαντική πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, συμπεριλαμβανομένων συνεργατών του Κεμάλ, ήταν υπέρ της διατήρησης της οθωμανικής δυναστείας. Ο Μουσταφά Κεμάλ αντιθέτως ήταν αποφασισμένος να καταργήσει το σουλτανάτο, ενώ το χαλιφάτο, υπό ένα νέο καθεστώς παρόμοιο με της ρωμαιοκαθολικής παπικής εξουσίας, μπορούσε να εξακολουθήσει να υπάρχει. Παρά το τεράστιο κύρος του, ο Κεμάλ μπόρεσε να επιβάλει τη θέλησή του μόνο επικαλούμενος το ενδεχόμενο πραξικοπήματος (Νοέμβριος του 1922).


* Μονοκομματικό καθεστώς


Μετά τη Συμφωνία της Λωζάννης (Ιούλιος του 1923) οι προσωπικοί ανταγωνισμοί στους κόλπους της ηγεσίας ήρθαν στην επιφάνεια. Το αυταρχικό στυλ διακυβέρνησης του Μουσταφά Κεμάλ και η μετατροπή της Οργάνωσης της Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων σε Λαϊκό Κόμμα υπό την προεδρία του Κεμάλ, ο οποίος παρέμενε και πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, αποτέλεσαν τους σπόρους της διχόνοιας. Σε ένα περαιτέρω πλήγμα για τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση, η οποία είχε τη βάση της στην Κωνσταντινούπολη, η Αγκυρα ανακηρύχθηκε νέα πρωτεύουσα της χώρας (Οκτώβριος του 1923), ενώ δύο εβδομάδες αργότερα ο Μουσταφά Κεμάλ κατόρθωσε να κηρύξει την Τουρκία Δημοκρατία και να εκλεγεί ο πρώτος πρόεδρός της.


Οι πρώην σύντροφοι άρχισαν να φοβούνται την εγκατάσταση δικτατορίας. Ορισμένοι ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν το χαλιφάτο ως αντίβαρο απέναντι στον υπερβολικά ισχυρό εθνικό ηγέτη. Ο τελευταίος όμως, γνωρίζοντας ότι το χαλιφάτο πρόσφερε έδαφος για αντιπολίτευση, τους έφερε προ τετελεσμένου γεγονότος: τη απουσία των ηγετικών στελεχών της αντιπολίτευσης από την Αγκυρα, η Εθνοσυνέλευση κατήργησε το χαλιφάτο (Μάρτιος του 1924). Ταυτοχρόνως καταργήθηκε το υπουργείο Θρησκευτικών Ιδρυμάτων και εισήχθη η αρχή της «ενοποίησης της παιδείας»: τα σχολεία έγιναν κοσμικά και εκατοντάδες μεντρεσέδες έκλεισαν.


Οι επαναστατικές αυτές αλλαγές αποτελούν το υπόβαθρο των αυξανόμενων πολιτικών εντάσεων στην πρώιμη Δημοκρατία. Τον Νοέμβριο του 1924 επιφανείς στρατιωτικοί του Πολέμου της Ανεξαρτησίας ίδρυσαν το Προοδευτικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, προωθώντας φιλελεύθερες αρχές όπως ο χωρισμός των εξουσιών, το απαραβίαστο των πολιτικών ελευθεριών, το ελεύθερο εμπόριο και ο σεβασμός «της θρησκευτικής πίστης και των πεποιθήσεων». Οταν όμως ξέσπασε η κουρδική εξέγερση τον Φεβρουάριο του 1926, με ταυτόχρονους στόχους τα εθνικά αιτήματα των Κούρδων και την αποκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το κεμαλικό καθεστώς αντέδρασε αμέσως όχι μόνο εναντίον των Κούρδων στην Ανατολή αλλά και εναντίον της αντιπολίτευσης και του κριτικού Τύπου στην υπόλοιπη χώρα. Η κυβέρνηση θέσπισε τον ειδικό Νόμο για τη Διατήρηση της Τάξης, ίδρυσε τα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας και προχώρησε στην εκκαθάριση των πολιτικών εχθρών. Τον Ιούνιο του 1925 το Προοδευτικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ετέθη υπό απαγόρευση.


Ενώ τα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας δίωκαν τους αντιπάλους της Δημοκρατίας – 47 άτομα εκτελέστηκαν στο Ντιγιαρμπακίρ σε σχέση με την κουρδική εξέγερση – ο Μουσταφά Κεμάλ ξεκίνησε τις εξευρωπαϊστικές μεταρρυθμίσεις του. Σε μια περιοδεία του στην Ανατολία τον Αύγουστο του 1925 επέδειξε ένα καπέλο Παναμά ως «σύμβολο πολιτισμού». Ειδικός νόμος έκανε υποχρεωτικό το καπέλο ή το πηλίκιο αντί για το φέσι. Μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας άρχισε να εγκαθίσταται όταν, τον Ιούνιο του 1926, αποκαλύφθηκε μια συνωμοσία εναντίον της ζωής του Κεμάλ στη Σμύρνη. Παρ’ ότι οι εμπλεκόμενοι συνελήφθησαν γρήγορα, το Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας προχώρησε και σε άλλες διώξεις πρώην στελεχών της CUP και του Προοδευτικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.


Οι εκκαθαρίσεις προετοίμασαν το έδαφος για την εγκατάσταση ενός μονοκομματικού καθεστώτος. Ο Κεμάλ τις δικαιολογούσε ως απαραίτητες για την εξασφάλιση μιας εξέχουσας θέσης για τον τουρκικό λαό στον πολιτισμένο κόσμο και την ενίσχυση των θεμελίων της Δημοκρατίας. Οι ομιλίες του έδειχναν όλο και περισσότερο ότι πίστευε πως η Ιστορία φτιάχνεται από μεγάλους άνδρες και ότι ο ίδιος ήταν ένας από αυτούς, αντλώντας νομιμότητα όχι από τους συνταγματικούς θεσμούς αλλά από ένα ιδανικό τουρκικό έθνος. Με άλλα λόγια ήταν ένας χαρισματικός ηγέτης με τη βεμπερική έννοια του όρου, ένας άνθρωπος που πίστευε στις ηρωικές πράξεις και στο ότι ο ήρωας πρέπει να λατρεύεται.


Κύριο μέλημά του ήταν η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του νέου κράτους και η αντικατάσταση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από μια κοσμική δημοκρατία Τούρκων. Από ιδεολογικής απόψεως, ο Κεμάλ προήγαγε από την αρχή ένα λαϊκίστικο μήνυμα που θύμιζε αυτό των Νεότουρκων. Στις αρχές του 1923 είχε τονίσει ότι το πολιτικό κόμμα που επρόκειτο να ιδρύσει θα «εκπροσωπούσε το έθνος στο σύνολό του, όχι μόνο μια κοινωνική τάξη». Αυτή η αντίληψη του μονοκομματικού καθεστώτος που θεωρούσε κύρια αποστολή του τον συμβιβασμό των συγκρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων μέσα σε ένα εθνικό πλαίσιο θα αποτελούσε μια από τις αρχές της κεμαλικής δημοκρατίας.


Η ελιτίστικη αντίληψη των Νεότουρκων αποτέλεσε κεντρικό θέμα και του νέου καθεστώτος. Οπως και πριν, λίγοι εκλεκτοί θεωρούνταν επιφορτισμένοι με την αποστολή να οδηγήσουν τις απαίδευτες μάζες στον δρόμο της προόδου. Αυτή η «εκπολιτιστική αποστολή» μέσα σε ένα ισλαμικό κοινωνικό πλαίσιο αποδείχθηκε σημαντικός παράγων νομιμότητας για τον κεμαλικό αυταρχισμό. Ορισμένοι διανοούμενοι της εποχής όχι μόνο θεωρούσαν το ισλάμ βασικό εμπόδιο για την πρόοδο αλλά υποστήριζαν ότι ο Κεμάλ ήταν «ικανός να αντιληφθεί τις ασυνείδητες κλίσεις και ανάγκες του λαού και να τις ικανοποιήσει» (Αμπντουλάχ Τσεβντέτ). Με ανάλογο τρόπο οι αυταρχικές τάσεις του νέου ηγέτη ενθαρρύνονταν και δικαιολογούνταν.


* Η κεμαλική κληρονομιά


Στην ιστοριογραφία τονίζεται συνήθως ότι ο Μουσταφά Κεμάλ ήθελε να δημιουργήσει μια εξευρωπαϊσμένη, «πολιτισμένη» κοινωνία με βάση την κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά, επειδή το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα συνάντησε έντονες αντιδράσεις από μια απαθή, οπισθοδρομική και αντιδραστική κοινωνία, αναγκάστηκε να εφαρμόσει αυταρχικές μεθόδους. Η περίοδος του μονοκομματικού καθεστώτος του Μεσοπολέμου θεωρείται απλώς ένα απαραίτητο μεταβατικό στάδιο στον δρόμο για μια πλουραλιστική δημοκρατία μετά το 1945. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο υπάρχει μια αυξανόμενη τάση να δίνεται έμφαση και στις αυταρχικές πλευρές του κεμαλισμού.


Κοιτάζοντας την πρώιμη δημοκρατία από το σημερινό οπτικό μας πεδίο, σε μια στιγμή όπου η κυρίως μουσουλμανική Τουρκία φιλοδοξεί να ενταχθεί στην κυρίως χριστιανική Ευρωπαϊκή Ενωση, είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε ότι η Τουρκία τού σήμερα στηρίζεται στα θεμέλια που έθεσε ο Μουσταφά Κεμάλ. Ταυτοχρόνως όμως θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά ελλείμματα της σύγχρονης Τουρκίας – όλα εμπόδια για την ένταξη στην ΕΕ – είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την κεμαλική κληρονομιά της πρώτης περιόδου.


Ο κ. Fikret Adanir είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ της Γερμανίας.