«ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο!». Το σύνθημα δεν εκπορεύτηκε ποτέ επίσημα από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου ή την ηγεσία του ΠαΣοΚ. Το έλεγαν οι οπαδοί του ΚΚΕ και διαδόθηκε σαν τη φωτιά στις λαϊκές συγκεντρώσεις του ΠαΣοΚ, έτσι ώστε σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία να θεωρεί ότι ήταν ένα δικό του σύνθημα. Εάν όμως επισήμως ποτέ δεν υιοθετήθηκε η υπεραπλούστευση που εμπεριέχει, ποτέ επίσης δεν αποδοκιμάστηκε. Το ΠαΣοΚ στην επταετία 1974 έως 1981, το ΠαΣοΚ της αντιπολίτευσης στις μεταδικτατορικές κυβερνήσεις Καραμανλή που άνοιγε συστηματικά και σταθερά το δρόμο του προς την εξουσία είχε ως επίσημη θέση τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης σχέσης με την τότε ΕΟΚ. Μιας σχέσης τύπου Νορβηγίας όπως λέγαμε, αν και βεβαίως τα οικονομικά δεδομένα της Νορβηγίας ήταν τελείως διαφορετικά από εκείνα της καθυστερημένης Ελλάδας. Η προοπτική αυτή δεν θα μπορούσε να αφορά παρά μόνο θεσμικές διατυπώσεις, όχι τις ουσιαστικές σχέσεις.
* Η φυσιογνωμία του Κινήματος
Αυτή η θέση δεν ήταν άσχετη με τη γενικότερη φυσιογνωμία του κινήματος. Οπως πολλές φορές είχε αναλύσει ο ιδρυτής του, το ΠαΣοΚ πίστευε ότι η εθνική ανεξαρτησία δεν είχε ολοκληρωθεί με τη μεταπολίτευση και ότι επομένως η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατία ήταν σε σταθερό και αμετάβλητο κίνδυνο από τις δυνάμεις της έξωθεν παρέμβασης, κυρίως δηλαδή την επιρροή της Αμερικής και των μεγάλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων η υπευθυνότητα, αν όχι για την εγκατάσταση, τουλάχιστον για τη διατήρηση του καθεστώτος των συνταγματαρχών εθεωρείτο δεδομένη. Μέσα στα πλαίσια αυτής της λογικής η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ εμφανιζόταν σαν μια νέα πρόσθετη εξάρτηση. Καθώς τα χρόνια περνούσαν το ΠαΣοΚ οδηγείτο από την πραγματικότητα και κυρίως από την ανάγκη, μετά το ’77, της διεκπεραίωσης με πειστικό τρόπο του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο να διατυπώσει πιο υπεύθυνες θέσεις. Αλλαζαν βέβαια και τα πλαίσια της όλης συζήτησης. Η ΕΟΚ από αφηρημένη προοπτική με πολιτικά κυρίως χαρακτηριστικά, στο βαθμό που προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη, έπαιρνε όλο και πιο συγκεκριμένη μορφή. Ρυθμίσεις που θα επέτρεπαν την άνετη προσαρμογή μας στο Κοινοτικό κεκτημένο, είχαν αρχίσει να επιβάλλονται στην οικονομία και την κοινωνία. Η Ελλάδα που από το 1980 έγινε μέλος της τότε ΕΟΚ πανηγυρικά στο Ζάππειο, ήταν πολύ διαφορετική από την Ελλάδα του 1974 και αυτό βέβαια δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το ΠαΣοΚ που είχε πια αποκτήσει σαφή κυβερνητική προοπτική.
* Συνθήματα χωρίς αποστολέα
Παρ’ όλα αυτά η θέση παρέμεινε αναλλοίωτη και στις εκλογές του 1981. Η αιτία δεν ήταν μονάχα οι εσωκομματικές ισορροπίες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε από καιρό επισημάνει και αναλύσει το φαινόμενο που ονόμαζε ριζοσπαστικό λόγο της μικροαστικής τάξης. Το γεγονός δηλαδή ότι ο μικροαστός, κοινωνική κατηγορία που αποτελεί στην Ελλάδα την απόλυτη πλειοψηφία από κοινωνική και οικονομική άποψη γιατί σε αυτήν πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον αγρότη, ο ανεξάρτητος δηλαδή παραγωγός, εμφανίζει στη συμπεριφορά του ένα είδος σχιζοφρένειας, που αντιστοιχεί στη σχιζοφρένεια του ρόλου του μέσα στην αγορά. Οπως πρέπει να πουλήσει ακριβά και να αγοράσει φθηνά, όπως επειδή του λείπουν οι γνώσεις και η πείρα και τα δίκτυα ενημέρωσης θεωρεί ότι αυτό είναι δυνατό για τον καθένα, πράγμα όπως καταλαβαίνετε λογικά έξω από κάθε πραγματικότητα, για τον ίδιο λόγο μπορεί να ανεχθεί μια πλήρη διάσταση ανάμεσα σε αυτό που πραγματικά πιστεύει και επιδιώκει και σε αυτό που τον ικανοποιεί ιδεολογικά και ψυχολογικά. Σε στενό του συνεργάτη ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει το 1983: «Αν όλοι αυτοί που μας ψήφισαν το ’81 νόμιζαν ότι πράγματι θα φεύγαμε από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ δεν θα μας είχαν ψηφίσει. Απλώς τους άρεσε να το λέμε και να το φωνάζουμε». Ο μεγάλος αυτός τακτικός της πολιτικής δράσης δεν μπορούσε τη στιγμή της τελικής εφόδου για την ανάδειξη στην εξουσία των δυνάμεων που για δεκαετίες έμεναν στο περιθώριο να εγκαταλείψει οποιοδήποτε στοιχείο της ιδεολογικής του πλατφόρμας τον οδηγούσε στην επιτυχία. Ετσι το ΠαΣοΚ, ενώ πιστεύω στο επίπεδο της ηγετικής του ομάδας είχε αποφασίσει ότι ούτε θα καταγγείλει τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΟΚ ούτε θα αποχωρήσει για να συνάψει σχέση τύπου Νορβηγίας ή οτιδήποτε άλλο ανάλογο, επανέλαβε στην προεκλογική περίοδο τα ίδια συνθήματα και οι συγκεντρώσεις συνέχισαν να βοούν ενθουσιωδώς «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», σύνθημα που έξω από την κομμουνιστική καθαρά σφαίρα πολιτικού προβληματισμού δεν είχε καμιά πλέον οντότητα ή σχέση με την πραγματικότητα.
Η Νέα Δημοκρατία συνηθίζει να λέει ότι είναι ιστορική προσφορά της προς τον τόπο ότι έφερε τη χώρα στην Ευρώπη. Αυτό είναι, όπως όλες οι ηχηρές διακηρύξεις, εν μέρει μόνο αληθινό. Βεβαίως η προσωπικότητα του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι σχέσεις που είχε με άλλους ευρωπαίους ηγέτες και η ισχυρή επιρροή που ασκούσε βοήθησαν την είσοδο της ανώριμης τότε από κάθε άποψη, θεσμική και οικονομική, Ελλάδας στην ΕΟΚ. Δεν είναι αλήθεια όμως ότι αν υπήρχε μια άλλη κυβέρνηση η ΕΟΚ θα αδιαφορούσε για την Ελλάδα. Τα πράγματα δεν ήταν όπως είναι τώρα. Δεν υπήρχε μια μακρά ουρά υποψηφίων στην πόρτα της ΕΟΚ. Η αγγλική προσχώρηση ήταν πρόσφατη. Διχόνοιες και έριδες για το μέλλον εσπάραζαν την Κοινότητα. Η συμμετοχή μιας νέας χώρας με έκδηλα τα φαινόμενα του αγνού ενθουσιασμού και της διάθεσης να αναλάβει ακόμη και θυσίες για να συνεισφέρει στο ευρωπαϊκό ιδεώδες ήταν κάτι που δεν θα το απεμπολούσαν εύκολα αυτοί που αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη προς την ολοκλήρωση της ΕΟΚ. Θα έμπαινε λοιπόν η Ελλάδα και με άλλη κυβέρνηση, θα έμπαινε ίσως αργότερα, θα έμπαινε ίσως κάτω από άλλες συνθήκες, αλλά θα έμπαινε.
* Η θέση της Ελλάδας στην ΕΕ
Η λαϊκή βούληση το έφερε έτσι ώστε η μεν Νέα Δημοκρατία να υπογράψει την είσοδο, αλλά την όλη σχέση να τη διαχειρίζεται το ΠαΣοΚ. Πιστεύω ότι υπάρχει ένας ιστορικός τίτλος τιμής για την ικανότητα με την οποία το ΠαΣοΚ, παρά τις θέσεις που με κάποια συντομία και ίσως κάποια αυθαιρεσία προσπάθησα να περιγράψω στις προηγούμενες παραγράφους, μπόρεσε να προσαρμοστεί και να αναδειχθεί σε μια δύναμη που όχι μόνο μετέβαλε τη χώρα σε έναν ισότιμο εταίρο, προετοίμασε την οικονομία και την κοινωνία μας για αλλαγές θεμελιώδεις, εκ βάθρων θα έλεγα, αλλά κατέστησε την Ελλάδα τελικά και ικανή να παράσχει ουσιαστική συμβολή στη διαμόρφωση του Κοινοτικού κεκτημένου, να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε συγκρούσεις και κρίσεις που μπορούσαν να θέσουν την ύπαρξη της ευρωπαϊκής ενότητας σε κίνδυνο και να πρωταγωνιστήσει σε διευρύνσεις που έφεραν νέα μέλη στην ευρωπαϊκή οικογένεια λίγα χρόνια μετά τη δική της είσοδο. Θεωρώ ότι αυτό επετεύχθη για τους εξής κυρίως λόγους:
* Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν οπωσδήποτε μια από τις εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες του καιρού του. Δεν είχε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την «κοινοτική κουζίνα», οι κανονισμοί, οι εμπορικές σχέσεις, η «επιμελητεία» όπως έλεγε ο Μέγας Ναπολέων, δεν τον ενδιέφερε. Θεωρούσε ότι «η επιμελητεία έπρεπε να ακολουθεί τα μάχιμα τμήματα». Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η πολιτική προοπτική της Κοινότητας. Κάθε φορά που άνοιγε μια πολιτική συζήτηση, ανάμεσα στους κορυφαίους για τις θέσεις τους, θετικές ή αρνητικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, πρωθυπουργούς των μεγάλων χωρών, Θάτσερ, Κολ, πρόεδρο Μιτεράν, ερχόταν πάντα η παρέμβασή του να κερδίσει το γενικό σεβασμό και προσοχή. Η ανάλυση και η σύνθεση σε καθαρά πανεπιστημιακό επίπεδο, η ευφράδειά του, η οξυδέρκειά του και ο γλαφυρός του λόγος τον έκαναν πολύ σύντομα να διακριθεί. Οταν άρχισε να πηγαίνει στις ευρωπαϊκές συναντήσεις κορυφής επειδή ήταν πρωθυπουργός της φτωχιάς και καινούργιας στην οικογένεια Ελλάδας, επειδή πολλά εθρυλούντο για τον τριτοκοσμικό χαρακτήρα του κόμματος που εκπροσωπούσε, επειδή η αντιπολίτευση τότε, με παλιούς και αναγνωρισμένους δεσμούς με την επικρατούσα στις περισσότερες χώρες ευρωπαϊκή Δεξιά, έσπευδε να ενημερώσει ότι το επεισόδιο ΠαΣοΚ θα κρατήσει το πολύ μερικούς μήνες, οι περισσότεροι, όπως ο ίδιος είχε ομολογήσει, έβγαζαν τα ακουστικά τους και άρχιζαν να ασχολούνται με τα χαρτιά τους ή με τους γείτονές τους. Οταν εγώ άρχισα να τον συνοδεύω σε αυτού του είδους τις συναντήσεις ήδη η συγκεχυμένη ατμόσφαιρα που μπορεί να βασίλευε εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα συνεδριάσεων με κουβεντούλες, ανταλλαγές, έλλειψη προσοχής, κοβόταν με το μαχαίρι. Κάθε φορά που ο Παπανδρέου έπαιρνε το λόγο όλοι προσηλώνονταν στο οτιδήποτε είχε να πει ακόμη και για θέματα άσχετα εντελώς με την Ελλάδα και την καθαρά δική μας άποψη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
* Ο Ανδρέας Παπανδρέου φρόντισε στο καίριο για την εξέλιξη υπουργείο Εξωτερικών καθώς και στο υπουργείο Γεωργίας, που ήταν το μόνο εκείνη την εποχή καθαρά ευρωπαϊκό υπουργείο, να υπάρξει μια αφοσιωμένη Κοινοτική ομάδα έμπειρη περί τον ευρωπαϊκό τρόπο τού σκέπτεσθαι. Αυτό δεν αφορούσε μονάχα την επιλογή υπουργών, υφυπουργών και γενικών γραμματέων, το πολιτικό δηλαδή προσωπικό της Κοινοτικής αιχμής της χώρας, αφορούσε και τους συνεργάτες αυτής της προσπάθειας που στρατολογήθηκαν χωρίς κανένα κομματικό κριτήριο και χωρίς καμία προκατάληψη ανάμεσα στους ικανούς περί τα Κοινοτικά ελάχιστους επιστήμονες που διέθετε εκείνη την εποχή η ελληνική κοινωνία.
* Πολύ γρήγορα οι έλληνες διαπραγματευτές αντελήφθησαν ότι στην ευρωπαϊκή οικογένεια κανείς δεν χαρίζει σε κανέναν. Οτι έπρεπε οι ελληνικοί στόχοι: μνημόνιο, Μεσογειακά Προγράμματα, πολιτική συνοχής και διαρθρωτικών αλλαγών, κοινοτικά πλαίσια στήριξης να συνδεθούν με γενικότερες ευρωπαϊκές προοπτικές. Η λέξη «ολοκληρωμένα» ας πούμε στα ευρωπαϊκά προγράμματα έδινε έναν καθοριστικό ρόλο στην Επιτροπή που εκείνη την εποχή είχε πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες και εξασφάλιζε επομένως τη συμμαχία των Επιτρόπων. Η έννοια του προγράμματος δημιουργούσε προοπτική δράσης μακροχρόνιας και βεβαίως η όλη ιδέα ήταν η ένταξη, όχι μόνον των χωρών που θα ωφελούνταν από Μεσογειακά Προγράμματα, αλλά και των υποψηφίων, που ήταν η αιτία για την ύπαρξή τους, δηλαδή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στη διαμορφούμενη ήδη Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά. Μαχητικός λοιπόν τρόπος πολιτικής παρουσίασης, σύνδεση του αιτήματος με άλλα σοβαρά θέματα για αυτούς που θα ήταν ενδεχόμενο να αντιταχθούν στις δικές μας απαιτήσεις, επιμονή και υπομονή έφερναν τις νίκες. Τα Μεσογειακά Προγράμματα δεν θα γίνονταν ποτέ πραγματικότητα αν δεν συνδέονταν με το ελληνικό βέτο στη διεύρυνση προς την Ισπανία και την Πορτογαλία, πράγμα που εξασφάλιζε την υποστήριξη της Γερμανίας και της Αγγλίας που θα έπρεπε να καταβάλουν το μεγαλύτερο ποσό για την υλοποίησή τους αλλά που ταυτόχρονα είχαν και το μεγαλύτερο συμφέρον από τη διεύρυνση προς τις δύο Ιβηρικές χώρες. Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε σε πολλές και μεγάλες μικρές περιπτώσεις. Η Ελλάδα είχε μάθει να παίζει το παιχνίδι του Κοινοτικού συσχετισμού δυνάμεων.
* Τέλος βεβαίως η θέση της χώρας δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα αν ασχολιόμαστε μονάχα με την επιδίωξη με μίζερο και ταμειακό τρόπο των δικών μας συμφερόντων, αν δεν αναδεικνύαμε θέσεις και πρωτοβουλίες που καθιέρωσαν τη χώρα μας ως έναν ισότιμο εταίρο που παίζει έναν ρόλο στα πράγματα. Παράδειγμα, η ουσιαστική συμβολή μας στις διαπραγματεύσεις διεύρυνσης. Είμαστε η χώρα που ουσιαστικά προετοίμασε τη διεύρυνση προς την Ισπανία και την Πορτογαλία. Δεν την υπογράψαμε επειδή η Γαλλία, για λόγους εγωιστικούς ο ίδιος ο πρόεδρος Μιτεράν, με διάφορα προσχήματα καθυστέρησε την υπογραφή της μέχρι να ‘ρθει η δική του Προεδρία που ακολουθούσε τη δική μας. Ολοκληρώσαμε όμως τη δεύτερη διεύρυνση προς τη Σουηδία, τη Φινλανδία και την Αυστρία, αναπτύξαμε και ολοκληρώσαμε όλη τη διαπραγμάτευση για τη δημιουργία μιας σχέσης με τη Ρωσία, ιστορικής σημασίας για το μέλλον. Η Ελλάδα έπαιζε ρόλο στην προώθηση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή, έπαιζε ρόλο στη διαμόρφωση της σχέσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις αφρικανικές χώρες, που ήταν αποικίες άλλων, αν και εμείς δεν είχαμε καμία εμπειρία στο θέμα και πολύ μικρό ενδιαφέρον. Στα Ιωάννινα βρέθηκε από την Ελλάδα ο ομώνυμος θεσμικός συμβιβασμός με τον οποίο ζει ως σήμερα η Ενωση και διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για μια διευρυμένη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Κοινοτικό γίγνεσθαι. Η Ελλάδα έπαιζε ρόλο παντού, ήταν μια δημιουργική αξιοσέβαστη παρουσία. Και αυτά βέβαια τα πέτυχαν κυβερνήσεις, υπουργοί, πολιτικά στελέχη του ΠαΣοΚ.
* Αναγνώρισα στην αρχή αυτού του σύντομου άρθρου την ιστορική σημασία του ρόλου που έπαιξε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι συνεργάτες του για την υπογραφή της εισόδου της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Περιμένω να ακούσω κάποτε από τη δεξιά αντιπολίτευση την αναγνώριση του ρόλου που έπαιξε το ΠαΣοΚ για μία εικοσαετία ώστε η άπραγη και αμήχανη Ελλάδα του 1980 να μεταβληθεί σε ένα ισότιμο μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, ένα μεσαίο από άποψη σημασίας και επιρροής στοιχείο της ευρωπαϊκής πραγματικότητας προς το οποίο προσβλέπουν χώρες που βρίσκονται έξω από την ευρωπαϊκή οικογένεια, για παράδειγμα, για συμβουλές για συμμαχίες.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.