Οσα συνέβησαν στην Ελλάδα με την έκδοση του Λεξικού μου αξίζει να μελετηθούν στις κοινωνικές προεκτάσεις τους (ήδη έχουν γίνει σημαντικές νύξεις σε αξιόλογα άρθρα που γράφτηκαν για την υπόθεση του Λεξικού), πέρα από τις νομικές πτυχές που αναλύθηκαν ήδη σε βάθος από διαπρεπείς νομικούς (Μάνεσης, Μπέης, Κασιμάτης, Κουμάντος, Δωρής, Κονιδάρης, Αργυρόπουλος, Σταματόπουλος, Λοβέρδος, Παρασκευόπουλος κ.ά.). Αξίζει να μελετηθεί δηλ. από κοινωνιολόγους και κοινωνιογλωσσολόγους γιατί ορισμένα άτομα ή ομάδες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας δεν μπορούν να παραδεχθούν την άμεση σχέση κοινωνικής πραγματικότητας και γλώσσας. Πώς εξηγείται κοινωνιολογικώς άτομα ή ομάδες να ενοχλούνται από τις λέξεις που δηλώνουν καθημερινές πραγματικότητες της κοινωνικής ζωής και πώς συμβαίνει να αποδοκιμάζουν με τον πιο φυσικό τρόπο μορφές γλωσσικής συμπεριφοράς που οι ίδιοι, τα παιδιά τους, το περιβάλλον τους βιώνουν καθημερινώς;
Πώς είναι δυνατόν λ.χ. να εξανίστανται μερικοί συμπατριώτες μας ποντιακής καταγωγής όταν βλέπουν στο Λεξικό τη λέξη Πόντιος να έχει μαζί με την κύρια σημασία της και μιαν άλλη με την οποία χρησιμοποιείται ευρύτερα αυτή η λέξη (τη σημασία του αφελούς, του απονήρευτου, του αγαθού). Δεν βλέπουν κάθε τόσο στην Τηλεόραση ελληνικά έργα με Ποντίους; Δεν έχουν παρακολουθήσει θεατρικές σκηνές ή κωμικές εκπομπές και σατιρικές παρλάτες με αναφορές σε Ποντίους; Δεν ακούνε στις παρέες ή δεν διαβάζουν (σε βιβλιαράκια που κυκλοφορούν στα περίπτερα) τα λεγόμενα «ποντιακά ανέκδοτα», αστείες δηλ. ιστορίες με Ποντίους; Αυτή την επικοινωνιακή πραγματικότητα μπορεί να την αγνοήσει ένα Λεξικό; Χρειάζεται δε να εξηγηθεί ότι ούτε ο λεξικογράφος ούτε όσοι λένε ποντιακά ανέκδοτα ούτε κανείς άλλος Ελληνας πιστεύουν ή εννοούν ποτέ ότι οι ιδιαίτερα αγαπητοί αυτοί συμπατριώτες μας, στην πλειονότητά τους εργατικοί, έντιμοι, ευφυείς, επιτυχημένοι και εκτιμώμενοι άνθρωποι, είναι πράγματι αφελείς ή ανόητοι; Συγκυριακά, το ίδιο όπως παλιότερα οι Αβδηρίτες ή οι Βοιωτοί ή και σε νεότερα χρόνια οι Χιώτες και πολλοί άλλοι συμπατριώτες μας (χωριών, πόλεων ή άλλων γεωγραφικών περιοχών της Ελλάδας), θύματα όλοι της γενικότερης σκωπτικής διάθεσης του λαού, έγιναν οι Πόντιοι «ήρωες» τέτοιων ευτράπελων διηγήσεων. Ανάλογα ανέκδοτα δεν λέγονται σε άλλες γλώσσες για Βέλγους, Πολωνούς, Ιρλανδούς, Ολλανδούς κ.ά.; Θεωρούνται, γι’ αυτό, οι λαοί αυτοί αφελείς ή ανόητοι;
Το γενικότερο πρόβλημα που προκύπτει σε τέτοιες περιπτώσεις και που αξίζει να μελετηθεί είναι κατά πόσον μια κοινωνία μπορεί να υποταχθεί σε μια νοοτροπία «πολιτικής ορθότητας» που πάνε να επιβάλουν συνειδητά ή ασυνείδητα όσοι διαμαρτύρονται για λέξεις που θεωρούν ότι θίγουν την προσωπικότητά τους. Τέτοιες μορφές συμπεριφοράς, που σε ακραίες περιπτώσεις «πολιτικής ορθότητας» οδήγησαν να ζητείται λ.χ. από μερικούς Αμερικανούς μαύρους να απαλειφθεί από τα λεξικά η λέξη Νέγρος γιατί τους θίγει ως χαρακτηρισμός, μπορούν να ενθαρρύνουν και στη χώρα μας άτομα ή κοινωνικές ομάδες να διεκδικούν την άρση κοινωνικών πραγματικοτήτων πυροβολώντας τις λέξεις που τις δηλώνουν και τα λεξικά που τις περιέχουν.
Στο όνομα δηλ. της «πολιτικής ορθότητας» θα μπορούσαν ένα γυναικείο σωματείο ή ένας σύλλογος Τσιγγάνων συμπατριωτών μας ή και μια ξένη χώρα και, βεβαίως, εκατοντάδες άλλοι φορείς (σύλλογοι, σωματεία, οργανισμοί κ.λπ.) και χιλιάδες άτομα να διαμαρτυρηθούν για ορισμένες λέξεις που χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας και να ζητήσουν να λύσουν τα θέματα που τους θίγουν, εύκολα, απλά και ανώδυνα, όχι στο επίπεδο της κοινωνίας που τα προκαλεί αλλά στο επίπεδο του λεξικού που καταγράφει τις «ενοχλητικές» λέξεις! Κάτι τέτοιο άρχισε να συμβαίνει με το Λεξικό μου. Πόσο σοφά ο νομοθέτης κατοχύρωσε συνταγματικά το δικαίωμα του επιστήμονα να εκφράζει τις απόψεις του χωρίς περιορισμούς, δικαίωμα χωρίς το οποίο οδηγούμαστε σε ανελεύθερες και τραγελαφικές καταστάσεις. (Να είναι υποχρεωμένος π.χ. ο λεξικογράφος να ρωτάει άτομα και ομάδες πώς «φρονούν» ότι πρέπει να γράψει τη σημασία αυτής ή εκείνης της λέξης!).
Μήπως αυτή η «πολιτική ορθότητα», που ξεκίνησε ως υγιής κοινωνική ευαισθησία και αντίδραση απέναντι σε ομάδες που υφίσταντο διάφορες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, ξεπερνώντας τα λογικά όρια φτάνει είτε σε μορφές στυγνής καταπίεσης άλλων ατόμων ή ομάδων είτε σε φίμωση της επιστήμης και της ελεύθερης έκφρασης είτε, τέλος, σε μορφές αντίδρασης πρωτόγονων κοινωνιών που, για άλλους λόγους, επέβαλλαν πολύ συχνά απαγορεύσεις λέξεων (πρόκειται για τις περίφημες «λέξεις tabu», αντίθετα προς τις «λέξεις noha», τις καλές/εύσημες λέξεις).Γιατί σ’ αυτό οδηγούμαστε, στο να επιβάλλουμε μορφές «απαγορευμένων λέξεων» σε μια κοινωνία όπως η δική μας που θεωρείται εξελιγμένη και σε έναν πολιτισμό, όπως ο ελληνικός, που δεν συνέλαβε απλώς αλλά βίωσε τη δημοκρατία, ανεχόμενος τις βωμολοχίες, τα εξ αμάξης και, κυρίως, την και λεκτικά καυτή σάτιρα των μεγάλων κωμωδιογράφων.
Η γλώσσα έχει ήθος, δεν έχει ηθική: υπόκειται σε δεσμεύσεις ποιότητας, ειλικρίνειας και δηλωτικότητας στην επικοινωνία, αλλά δεν υποκύπτει σε κανόνες έξωθεν ή άνωθεν επιβαλλόμενους για το τι πρέπει (για λόγους ηθικής ή πολιτικής ορθότητας) να λέγεται και τι όχι. Η ίδια η κοινωνία καθορίζει συμβατικά το σύστημα, τους κώδικες, τα επίπεδα, τις προϋποθέσεις και τους λοιπούς παράγοντες της γλωσσικής επικοινωνίας· διαμορφώνει τη γλώσσα που την εκφράζει. Κανένα άτομο και καμιά ομάδα δεν μπορεί να επιβάλει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στη γλώσσα.
Η ευρύτερη κοινωνική δομή που λέγεται έθνος, σύμφωνα με τις ανάγκες, το παιδευτικό επίπεδο, την παράδοση, τη νοοτροπία, τα ενδιαφέροντά του κ.λπ., επιλέγει τι και πώς θα το λέει. Διαφορετικό, θέμα μακραίωνης διπλής γλωσσικής παράδοσης, ήταν το γλωσσικό θέμα (καθαρεύουσα – δημοτική), όμως και σ’ αυτό επικράτησε τελικά, όπως ήταν φυσικό, η γλωσσική πραγματικότητα που απηχούσε και την κοινωνική πραγματικότητα.
Η απαγόρευση λέξεων απ’ όπου κι αν προέρχεται είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα σύγκρουση με την κοινωνία, με μεγαλύτερα ή μικρότερα κοινωνικά σύνολα που εκφράζονται με τις αντίστοιχες λέξεις. Αν η ίδια η κοινωνία παύσει να τις χρησιμοποιεί, αυτομάτως αίρεται η επικοινωνιακή ζωή και νομιμότητα των λέξεων· τότε οι λέξεις παύουν να υπάρχουν. Η αχρησία των λέξεων στην επικοινωνιακή πράξη και όχι η τεχνητή ή βίαιη απαγόρευσή τους είναι η φυσική κατάσταση εξαφάνισης των λέξεων από μια γλώσσα.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.