«Οι ΗΠΑ κέρδισαν τον πόλεμο στο Ιράκ και έχασαν την ειρήνη»


Ο Βρετανός Αντονι Μπίβορ είναι ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου. Μολονότι δεν προέρχεται από τον πανεπιστημιακό χώρο (είναι απόφοιτος του φημισμένου ιδιωτικού σχολείου Winchester και της Στρατιωτικής Ακαδημίας Sandhurst), γράφει ιστορικά βιβλία, τα οποία ξεχωρίζουν για την αφηγηματική δομή τους και για την πρωτογενή έρευνα στο εκάστοτε αντικείμενό τους. Το αποτέλεσμα είναι, σήμερα, ο 57χρονος πρώην αξιωματικός του Βρετανικού 11ου Συντάγματος Ουσάρων (σ.σ.: το σύνταγμα που πρωταγωνίστησε στη μάχη της Μπαλακλάβα, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο, γνωστότερη και ως «επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας») να είναι ο πλέον επιτυχημένος συγγραφέας βιβλίων Στρατιωτικής Ιστορίας στον αγγλόφωνο κόσμο, το έργο του οποίου είναι συγχρόνως αποδεκτό από την πανεπιστημιακή κοινότητα και δημοφιλές στο αναγνωστικό κοινό. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα, την οποία επισκέφθηκε επ’ ευκαιρία της έκδοσης στα ελληνικά του βιβλίου του για τη μάχη του Στάλινγκραντ (Αύγουστος 1942 – Ιανουάριος 1943) από τις εκδόσεις Γκοβόστη, από τις οποίες έχει εκδοθεί και το βιβλίο του «Βερολίνο 1945 – H πτώση», καθώς και το βιβλίο του για τη μάχη της Κρήτης και την αντίσταση των Κρητών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο γράφων, προκειμένου να αισθάνεται εντάξει απέναντι στους αναγνώστες του «Βήματος», οφείλει να ομολογήσει ότι έχει ξενυχτίσει διαβάζοντας το «Στάλινγκραντ» του Μπίβορ και ότι έκτοτε επιθυμούσε να γνωρίσει τον άνθρωπο, ο οποίος κατόρθωσε να κάνει ένα διεθνές μπεστ σέλερ, αλλά και να σαρώσει τα βραβεία για ιστορικά βιβλία στην πατρίδα του, με θέμα τη ζοφερότερη και σκληρότερη μάχη του B´ Παγκοσμίου Πολέμου: τη μάχη του Στάλινγκραντ.


Παρ’ότι άρχισε την επαγγελματική σταδιοδρομία του ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού, ο Μπίβορ σε τίποτε δεν θυμίζει τον τύπο του μιλιταριστή. Αν δεν ήταν ντυμένος με τόσο κομψά και, προφανώς, ακριβά ρούχα, έτσι όπως είναι χειμαρρώδης ως ομιλητής, παθιασμένος με τη δουλειά του και ελαφρώς αφηρημένος, μοιάζει περισσότερο με πανεπιστημιακό.


«Λάτρευα το σύνταγμά μου και είχε πολλή πλάκα που παραθέταμε κάθε βράδυ δείπνα προς τιμήν του λόρδου Κάρντιγκαν (σ.σ.: ο διοικητής στην «επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας»), αλλά έπειτα από πέντε χρόνια στην υπηρεσία κατάλαβα ότι είχα κάνει εσφαλμένη επιλογή. Με τις συνθήκες που ήμουν εγώ τότε, ήταν βαρετό».


Και πώς γίνατε συγγραφέας;


«Οσο βαριόμουν στον στρατό, δοκίμασα γράφοντας ένα μυθιστόρημα. Είχα όμως έξι γενιές συγγραφέων στην οικογένειά μου από την πλευρά της μητέρας μου και μάλιστα όλοι στον ίδιο ιστορικό εκδοτικό οίκο του David Murray».


– Είστε όμως πετυχημένος.


«Πετυχημένος; Τα βιβλία ενός εκ των έξι που σας ανέφερα – μάλλον δεν θα το γνωρίζετε – εξακολουθούν και σήμερα να ανατυπώνονται από το 1850. Αραγε, θα κυκλοφορούν τα δικά μου βιβλία σε 150 χρόνια από σήμερα; Θα το ευχόμουν».


– H προσέγγισή σας στα θέματα στρατιωτικής ιστορίας ξεχωρίζει για την έμφαση που δίνετε στον ανθρώπινο παράγοντα.


«Μα υπήρξα μαθητής, στο Σάντχερστ, του Τζον Κίγκαν. Είναι ο σημαντικότερος στρατιωτικός ιστορικός των ημερών μας. Το σπουδαίο βιβλίο του «The Face of Battle» είναι βασισμένο στις εμπειρίες των απλών στρατιωτών της πρώτης γραμμής. Ο Τζον όχι μόνο ήταν αντισυμβατικός δάσκαλος αλλά είχε και αντισυμβατική προσέγγιση στα θέματά του».


– Και γυρίσατε την πλάτη στη γοητεία συμβατικών ιστορικών – όπως ο Φούλερ – των «Μεγάλων μαχών του δυτικού κόσμου»;


«Μισούσα τη συμβατική προσέγγιση της ιστοριογραφίας, που θύμιζε παρτίδα στο σκάκι ανάμεσα σε δύο grand masters. Ηταν η προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω. Βολική σε παλιούς στρατιωτικούς που ήθελαν να προσδώσουν πνευματικότητα στη δουλειά τους. H αλήθεια μιας μάχης όμως είναι η λάσπη, το χάος και η φρίκη. Στη στροφή της ιστοριογραφίας προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η τάση, στις δεκαετίες 1970 και 1980, της προφορικής ιστορίας. H αξιοποίηση, δηλαδή, επιστολών, μαρτυριών, συνεντεύξεων, ημερολογίων κτλ. Αυτή ήταν η ιστορία από κάτω προς τα πάνω. Εγώ προσπάθησα, πρώτα με την «Κρήτη», έπειτα με το «Στάλινγκραντ», να συνδυάσω τις δύο μεθόδους. H προσπάθειά μου συνέπεσε με μια αλλαγή των απαιτήσεων του κοινού από την Ιστορία. Σήμερα, ο έντονος ατομικισμός της εποχής στρέφει το ενδιαφέρον προς τη μοίρα του ατόμου».


– H διεθνής επιτυχία του «Στάλινγκραντ» οφείλεται και στην ερευνητική δουλειά σας.


«Μου πήρε τρία χρόνια η συλλογή των στοιχείων. Επρεπε πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη των Ρώσων. Ο συνταγματάρχης, που ήταν υπεύθυνος για τα ρωσικά αρχεία, αρχικά μου έδωσε τους φακέλους που εκείνος επέλεξε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τα συγκεκριμένα αποσπάσματα από τους φακέλους αυτούς. Σιγά σιγά, έφθασα στα σημαντικά ντοκουμέντα, που έδιναν μοναδική και αυθεντική εικόνα της μάχης. Ξέρετε, επειδή η Μόσχα αγωνιούσε για την καθημερινή εξέλιξη της μάχης, κάθε νύχτα έφευγε ένα αεροπλάνο με προορισμό την πρωτεύουσα, με μόνο σκοπό να μεταφέρει μια κατά το δυνατόν λεπτομερέστατη καταγραφή όλων των συμβάντων της ημέρας. Σε αυτές τις αναφορές, που είχαν έκταση περίπου 25 σελίδων, υπήρχαν τα πάντα. Εκεί και η πραγματική εικόνα τού τι συνέβαινε, γιατί σε αυτές τις αναφορές βασιζόταν η Μόσχα για να έχει την ακριβή εικόνα των πραγμάτων από ημέρα σε ημέρα. Μέσα από εκεί προβάλλει η εξήγηση τού πώς αυτοί οι άνθρωποι άντεξαν και επιβίωσαν – όσοι το κατάφεραν. Είναι εντυπωσιακό, π.χ., ότι πολλοί σοβιετικοί στρατιώτες πίστευαν πως η αυτοθυσία, ο ηρωισμός τους και, εν τέλει, η νίκη τους θα οδηγούσαν σε έναν άλλον καλύτερο κόσμο, χωρίς κομμουνιστική δικτατορία. Δεν ήταν αντικομμουνιστές αυτοί οι άνθρωποι, αλλά για να πολεμούν σε μια από τις σκληρότερες μάχες της Ιστορίας ήθελαν να ελπίζουν ότι μετά το τέλος της δοκιμασίας, για όσους επιζούσαν, δεν θα υπήρχε Κα Γκε Μπε, δεν θα υπήρχε ο μπαμπούλας των τροτσκιστών και φασιστών πρακτόρων, ότι το καθεστώς θα χαλάρωνε, ότι θα γινόταν κάτι σαν «βελούδινη επανάσταση» με το τέλος του πολέμου».


– Πέραν του ότι ζούμε ακόμη σε έναν κόσμο καθορισμένο εν πολλοίς από τα αποτελέσματα εκείνου του πολέμου, τι πιστεύετε ότι μας κάνει σήμερα να γοητευόμαστε από τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο;


«Κατ’ αρχάς, η ζωή υπό ακραίες συνθήκες πάντα μας γοητεύει. Επειτα σκέπτομαι ότι εκείνη η αναμέτρηση ήταν βασισμένη σε μια ηθική κρίση, σε μια πολύ ισχυρή ηθική επιλογή. Επειδή στον σημερινό κόσμο έχει εξασθενήσει – αν δεν έχει εξαφανισθεί – το στοιχείο της ηθικής κρίσης, ανατρέχουμε σε εκείνη την περίοδο. Νομίζω ότι η ουσία του ανθρωπίνου δράματος βρίσκεται ευκολότερα σε ένα τέτοιο παρελθόν…».


– Είναι σπάνιο να έχουμε «μπεστ σέλερ» από ένα ιστορικό βιβλίο.


«Σήμερα ο χρόνος που διαθέτουμε για διάβασμα είναι λιγότερος. Στις διακοπές τους, οι άνθρωποι θέλουν ένα βιβλίο από το οποίο και να μάθουν κάτι αλλά και να τους απορροφήσει. Τουλάχιστον για τη μυθιστοριογραφία, αυτό γεννά πρόβλημα. Ξέρετε ότι ο μέσος όρος πωλήσεων κάθε μυθιστορήματος που εκδίδεται σήμερα στη Βρετανία είναι 900 αντίτυπα; Σας πληροφορώ ότι τα περισσότερα πωλούν 100 κομμάτια το καθένα…».


– Ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν, πιστεύετε, η επάνοδος του γερμανικού «Μπλίτσκριγκ», του αστραπιαίου πολέμου, υπό νέα μορφή;


«Κατακλύστηκα από ερωτήσεις δημοσιογράφων, εκείνο τον καιρό, που με ρωτούσαν αν η μάχη της Βαγδάτης θα ήταν μια επανάληψη του Στάλινγκραντ. Ηταν ειρωνικό να βλέπεις τους δημοσιογράφους, που συνήθως ασκούν κριτική στους στρατηγούς επειδή διεξάγουν τον επόμενο πόλεμο με τις τακτικές του προηγούμενου, να είναι τώρα εκείνοι που βλέπουν το Ιράκ μέσα από το πρίσμα του προηγούμενου πολέμου… Κοιτάξτε, το λεγόμενο «σοκ και δέος» μπορούμε να πούμε, αν θέλετε, ότι είναι η αμερικανική εκδοχή του «Μπλίτσκριγκ» του Γκουντέριαν. Το σημαντικό όμως – ακριβέστερα η μεγάλη καταστροφή – είναι ότι οι Αμερικανοί κέρδισαν εντυπωσιακά τον πόλεμο και έχασαν την ειρήνη τόσο σύντομα. Είναι ανευθυνότητα να εισβάλλεις, χωρίς τουλάχιστον να έχεις προετοιμασθεί για την αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους το συντομότερο δυνατόν».


Θα είναι ανόητο να σας ρωτήσω αν ψηφίζετε τον Μπλερ…


«Ο βιογράφος του θα βασανισθεί πολύ, προσπαθώντας να καταλάβει τι πράγματι πίστευε ο Μπλερ για την υπόθεση αυτή και τι όχι. Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι πως ούτε ο ίδιος ο Μπλερ το ξέρει… Μια θεωρία είναι ότι επειδή, κατά την κρίση στο Κοσσυφοπέδιο πέτυχε στον ρόλο του ενοποιητικού παράγοντα μεταξύ των μελών της Βορειοαντλαντικής Συμμαχίας, παγιδεύτηκε στον ρόλο αυτόν και στην υπόθεση του Ιράκ. Ισως έχει την εμμονή να λάμψει ως πολιτικός διεθνούς εμβέλειας! Ξέρετε, όμως, υπάρχει και η θεωρία ότι ο Μπλερ έσπρωχνε τον Μπους στην υπόθεση αυτή. Ευχαρίστως να σας τους εκθέσω, αλλά εκτός συνεντεύξεως, γιατί δεν μπορώ να έχω αποδείξεις».


Πράγμα το οποίο έκανε αμέσως μόλις ο γράφων έκλεισε το μαγνητόφωνο…