Ηταν άνοιξη του 1941, λίγο πριν από την είσοδο του γερμανικού στρατού στην Αθήνα, όταν ο τότε υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γεώργιος Μαντζαβίνος ακολουθώντας εντολή της ελληνικής κυβέρνησης ανέλαβε τη μεταφορά του χρυσού του ελληνικού κράτους στο εξωτερικό. Ο χρυσός φορτώθηκε στον Πειραιά στο αγγλικό καταδρομικό πλοίο «Διδώ», το οποίο με κίνδυνο να βυθιστεί παίρνοντας μαζί του το πολύτιμο φορτίο έφθασε μέσω Κρήτης στην Αίγυπτο. Από εκεί κατέληξε στη Νότια Αφρική, όπου παρέμεινε ως το τέλος του πολέμου. Μαζί με τον τότε υποδιοικητή και μετά την απελευθέρωση διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν ο 13χρονος γιoς του Αντώνιος Μαντζαβίνος, μέλος σήμερα του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο γιος ήταν γραφτό να είναι σήμερα ένας από εκείνους που λόγω της θέσεώς τους στο εν λόγω συμβούλιο συναποφάσισαν για την πώληση 20 τόνων χρυσού από την κεντρική τράπεζα. Μοιάζει σαν μυθιστόρημα και εγείρει περιέργεια αλλά και ενστάσεις, σαν και αυτή που εκφράστηκε τις προάλλες με την κατάθεση ερώτησης 60 βουλευτών της ΝΔ, που είπαν ότι εν κρυπτώ η Τράπεζα της Ελλάδος πούλησε το χρυσάφι για να καλύψει τα κυβερνητικά ελλείμματα – αλλά μάλλον οι βουλευτές πιάστηκαν αδιάβαστοι. Στο διάστημα που μεσολάβησε από την πολεμική περιπέτεια του ελληνικού χρυσού ως σήμερα ο ρόλος του πολύτιμου μετάλλου σε μια οικονομία, αλλά και στην ελληνική ειδικότερα, έχει αλλάξει άρδην.



H εποχή που η ποσότητα χρυσού που διέθετε μια χώρα αντικατόπτριζε την ισχύ της οικονομίας της φαίνεται ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Την εποχή μετά τον πόλεμο» αναφέρει ο κ. Μαντζαβίνος «η αξιοπιστία μιας κεντρικής τράπεζας και μιας οικονομίας βασιζόταν στον χρυσό που διέθετε. Σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη να διατηρεί μια χώρα υψηλά αποθέματα χρυσού». Δεν είναι μόνο η κατάργηση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods το 1971, με βάση το οποίο κάθε εθνικό νόμισμα σε κυκλοφορία είχε το ισοδύναμό του σε χρυσό μέσω της ισοτιμίας του με το δολάριο και μπορούσε να ανταλλαγεί με αυτόν ανά πάσα σιγμή. Για την Ελλάδα η είσοδος στην ΟΝΕ και η υιοθέτηση του ευρώ περιορίζουν σημαντικά την ανάγκη διατήρησης συναλλαγματικών διαθεσίμων και υψηλών αποθεμάτων χρυσού. «Με το ευρώ, η σημασία του χρυσού έχει σχεδόν εξαλειφθεί» τονίζει ο κ. Μαντζαβίνος.


* Τα αποθέματα ασφαλείας


Οσο υπήρχε η δραχμή, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και ο χρυσός ήταν απαραίτητα. Για τη στήριξη του εθνικού νομίσματος η Τράπεζα της Ελλάδος έπρεπε να διαθέτει σκληρά νομίσματα όπως το δολάριο, για να αντεπεξέλθει σε τυχόν κερδοσκοπικές επιθέσεις, αλλά και υψηλά αποθέματα χρυσού για την περίπτωση που τα συναλλαγματικά διαθέσιμα τελείωναν. Βέβαια ποτέ η ελληνική οικονομία δεν έφθασε στο σημείο να πουλήσει χρυσό για να εξασφαλίσει συνάλλαγμα.


Υπήρχε ακόμη ένας λόγος που η διατήρηση υψηλών αποθεμάτων χρυσού κρινόταν αναγκαία: λόγοι εθνικής ασφαλείας την επέβαλλαν. Σε περίπτωση γεωπολιτικών εντάσεων η δραχμή μπορούσε να αποδειχθεί ανίσχυρη για αγορά πρώτων υλών, στρατιωτικού υλικού κ.ά., κάτι που μπορούσε να γίνει με χρυσό, που ήταν, είναι και θα είναι αποδεκτός στις διεθνείς συναλλαγές. Σήμερα το ευρώ είναι το δεύτερο (μετά το δολάριο) ισχυρότερο νόμισμα στον κόσμο, είναι ευρέως αποδεκτό στις διεθνείς συναλλαγές και καμία χώρα ή συνασπισμός χωρών δεν μπορεί να επιβάλει εμπάργκο εναντίον του, όπως εύκολα μπορούσε να συμβεί με τη δραχμή.


* Και άλλοι πούλησαν


Για τους ίδιους λόγους οι περισσότερες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες ακολουθούν την ίδια πολιτική. «Πριν από την πώληση χρυσού από την Τράπεζα της Ελλάδος είχαν προηγηθεί άλλες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες» αναφέρει ο κ. Μαντζαβίνος. Οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες όχι μόνο δεν επιδιώκουν τη συσσώρευση επιπλέον διαθεσίμων σε χρυσό, αλλά έχουν συνάψει μια «συμφωνία κυρίων» για περιορισμένη και ελεγχόμενη πώληση ποσοτήτων χρυσού από τα διακρατούμενα διαθέσιμά τους. Με τη συμφωνία αυτή επιδιώκεται η αποφυγή μαζικών πωλήσεων χρυσού, οι οποίες θα προκαλούσαν αναστάτωση στην αγορά χρυσού και μεγάλες διακυμάνσεις στην τιμή του.


Βέβαια υπάρχουν και οι παραδοσιακά «χρυσόφιλες» χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που διατηρούν υψηλά αποθέματα. Σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν το τέλος του 2002, τα αποθέματα της Γερμανίας ανέρχονταν σε 3.448 τόνους, της Γαλλίας σε 3.024 τόνους, της Ιταλίας σε 2.451 τόνους, της Πορτογαλίας σε 606 τόνους, της Ισπανίας σε 523 τόνους και του Βελγίου σε 258 τόνους. Τα αποθέματα της Ελλάδας μετά την πώληση των 20 τόνων ανέρχονται σε 127 τόνους, ποσότητα σημαντικά μεγαλύτερη από αυτήν που είχε μεταφέρει το 1941 ο Μαντζαβίνος πατήρ.


* Πού έχουμε τις ράβδους


Ο χρυσός της Ελλάδας βρίσκεται κατά ένα μέρος στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος, στα υπόγεια του κεντρικού κτιρίου της Πανεπιστημίου, και κατά ένα άλλο στο εξωτερικό. Ενα κομμάτι του ελληνικού χρυσού βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT), την οποία οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες «προίκισαν» με χρυσό και συναλλαγματικά διαθέσιμα. Κάθε τράπεζα συνέβαλε στη δημιουργία των αποθεμάτων χρυσού της EKT ανάλογα με το «ειδικό βάρος» της χώρας της. H ελληνική «συνεισφορά» παραμένει στην κατοχή της Τράπεζας της Ελλάδος και εμφανίζεται ως περιουσιακό στοιχείο της στον ισολογισμό της. Ελληνικός χρυσός, κατατεθειμένος σε ράβδους διεθνών προδιαγραφών, βρίσκεται στη Fed (την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ) και στην Τράπεζα της Αγγλίας, εκεί όπου υπάρχουν αγορές που πληρώνουν τόκο για καταθέσεις χρυσού.


* Εχει χαμηλό τόκο


Ο τόκος όμως είναι ελάχιστος, μόλις 0,1%, αναφέρουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, και οι καταθέσεις κρίνονται ασύμφορες. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διατήρηση χρυσού επιβαρύνεται και από υψηλά «φύλακτρα», σε σημείο ώστε να είναι ασύμφορη. «Πολλές φορές κοστίζει η διακράτηση χρυσού» αναφέρει ο κ. Μαντζαβίνος.


Ο χρυσός έπαψε να είναι ελκυστικός για επένδυση εδώ και πολλά χρόνια. Οσοι κρατούσαν χρυσό τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 έβλεπαν ότι έχαναν σε σχέση με άλλες τοποθετήσεις, είτε αυτές ήταν ακίνητα είτε καταθέσεις, που είχαν αρχίσει να αποδίδουν ικανοποιητικούς τόκους. Οι συσσωρευμένοι τόκοι, π.χ., μιας δεκαετίας αντιστάθμιζαν τις απώλειες στην αγοραστική δύναμη της δραχμής ύστερα από μια υποτίμηση ή ταχεία διολίσθηση, που ήταν συχνό φαινόμενο στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας. H ανασφάλεια που δημιουργούσε η δραχμή οδηγούσε στη διακράτηση χρυσού. Με μόνη εξαίρεση την άνοδο της τιμής του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, η εικόνα δεν άλλαξε τις δύο επόμενες δεκαετίες. Αντίθετα, τα έσοδα που απέφεραν οι καταθέσεις και τα ρέπος την εποχή εκείνη καθιστούσαν τις τοποθετήσεις σε χρυσό ασύμφορες.


Ετσι σταδιακά οι Ελληνες απομακρύνθηκαν από τον χρυσό και οι επισκέψεις ιδιωτών αλλά και επιχειρηματιών στην Τράπεζα της Ελλάδος για ρευστοποίηση των χρυσών νομισμάτων και πλακιδίων που κατείχαν πλήθαιναν. Ζήτηση υπήρχε μόνο για αγορά αναμνηστικών χρυσών λιρών για δώρα κυρίως σε γεννήσεις ή επετείους. Κάθε χρόνο από το 1965, όταν θεσπίστηκε η ονομαστικοποίηση στην αγορά χρυσών λιρών, το ισοζύγιο των αγορών και των πωλήσεων χρυσού στα γκισέ της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν καθαρά υπέρ των ρευστοποιήσεων. H ονομαστικοποίηση, που σήμαινε ότι για την αγορά νέων χρυσών λιρών και άλλων νομισμάτων ο αγοραστής έπρεπε να έδινε τα στοιχεία του και ήταν υποχρεωμένος να αποδείξει ανά στιγμή σε αιφνιδιαστικό έλεγχο από τις αρχές ότι διατηρούσε στην κατοχή του τα χρυσά νομίσματα, έδρασε αποτρεπτικά για την αγορά χρυσών λιρών. Πολλοί ήσαν εκείνοι που έσπευδαν στην Τράπεζα για να τις ρευστοποιήσουν.


* Ανασύρθηκαν από τα σεντούκια


Από τις ρευστοποιήσεις χρυσών λιρών και πλακιδίων χρυσού που βρίσκονταν σε θυρίδες και σεντούκια η Τράπεζα της Ελλάδος συγκέντρωσε τα τελευταία 40 χρόνια περισσότερους από 80 τόνους! Μόνο τα τελευταία πέντε χρόνια η κεντρική τράπεζα έχει λιώσει και έχει μετατρέψει σε ράβδους διεθνών προδιαγραφών 81 τόνους χρυσού που αγόρασε με τη μορφή χρυσών νομισμάτων και πλακιδίων. Το ένα τέταρτο από αυτή την ποσότητα (20 τόνοι) αποφασίστηκε να πωληθεί προκειμένου να επενδυθεί σε ασφαλείς τοποθετήσεις που αποφέρουν αποδόσεις από 2% ως 4% (όπως, π.χ., ομόλογα ευρωπαϊκών κυβερνήσεων) έναντι της σχεδόν μηδενικής απόδοσης των τοποθετήσεων σε χρυσό.


H Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το καταστατικό της αγοράζει χρυσά νομίσματα και πλακίδια χρυσού που πωλούν οι ιδιώτες. Σε αυτή τη μορφή όμως ο χρυσός δεν είναι εμπορεύσιμος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισε να αναβαθμίσει ποιοτικά αυτά τα χρυσά νομίσματα και πλακίδια που αγόραζε από το κοινό και να τα μετατρέψει σε ράβδους διεθνών προδιαγραφών, που είναι εμπορεύσιμες. Οι μετατροπές αυτές ολοκληρώθηκαν εκτός Ελλάδος, σε οίκους που διέθεταν τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και ανάλογη εξειδίκευση, ενώ για ευνόητους λόγους έγιναν με απόλυτη μυστικότητα και με τη συνδρομή της Ελληνικής Αστυνομίας.


* Θα βγάλουν και κέρδη


Σύμφωνα με τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, η απόφαση της κεντρικής τράπεζας να πωλήσει 20 τόνους χρυσού από τα συνολικά αποθέματά της ύψους 147 τόνων εντάσσεται στο πλαίσιο της αποδοτικότερης διαχείρισης του χαρτοφυλακίου της. Επομένως η ρευστοποίηση οδηγεί απλώς σε διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου της Τράπεζας της Ελλάδος και αφορά τμήμα της ποσότητας χρυσού που είχε συγκεντρωθεί από τις αγορές νομισμάτων των τελευταίων ετών.


Οι υψηλότερες αποδόσεις από την τοποθέτηση του προϊόντος της πώλησης του χρυσού, ύψους 207 εκατ. ευρώ, θα αποφέρουν επιπλέον έσοδα στην Τράπεζα, τα οποία εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση θα ανέλθουν σε 5 εκατ. ευρώ περίπου. Το ποσό που αντιστοιχεί στη χρήση του 2003 θα προσμετρηθεί κατά τον υπολογισμό των κερδών της χρήσης, τη διάθεση των οποίων θα αποφασίσει η γενική συνέλευση των μετόχων την άνοιξη του 2004, όπως προβλέπει ο νόμος.