Πριν από λίγες ημέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η Εκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη 2000 του ΟΗΕ και μερικά από τα κυριότερα συμπεράσματα έχουν ήδη αναδημοσιευθεί στον ημερήσιο Τύπο. Το εντυπωσιακότερο ίσως συμπέρασμα είναι οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων χωρών και οι οποίες (ανισότητες) φαίνεται να αυξάνονται με τον χρόνο. Η έκθεση του ΟΗΕ αναφέρει ότι πριν από περίπου 200 χρόνια, το 1820, η σχέση των φτωχότερων προς τις πλουσιότερες χώρες ήταν 1 προς 3. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, το 1973, η σχέση αυτή ήταν 1 προς 44 και το 1992, δηλαδή σε 20 μόλις χρόνια, διαμορφώθηκε σε 1 προς 72. Υπολογισμοί αυτού του τύπου είναι εξαιρετικά δύσκολοι και οι εκτιμήσεις είναι κατά προσέγγιση. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι το οικονομικό χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών διευρύνεται.


Οι διαφορές αυτές δεν εμφανίζονται μόνο μεταξύ χωρών. Είναι ακόμη πιο έντονες αν συγκριθούν άτομα ή ομάδες ατόμων μεταξύ των διαφόρων χωρών. Η έκθεση του ΟΗΕ αναφέρει ένα στοιχείο το οποίο δραματοποιεί την οικονομική κατάσταση στον πλανήτη μας: ο συνολικός πλούτος των 200 πλουσιότερων ανθρώπων πλησίασε το 1999 το ποσό του 1 τρισ. δολαρίων, ενώ τον ίδιο χρόνο το εισόδημα 582 εκατ. ανθρώπων στις φτωχές χώρες του κόσμου ήταν περίπου 146 δισ. δολάρια. Αν υποθέσουμε ότι ο πλούτος των ατόμων αποδίδει 5% τον χρόνο και κάνουμε τις κατάλληλες διαιρέσεις, τα παραπάνω στοιχεία λένε το εξής εντυπωσιακό: υπάρχουν στον κόσμο 200 άνθρωποι που έχουν εισόδημα 250 εκατ. δολαρίων τον χρόνο ο καθένας, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν 582 εκατ. άνθρωποι που έχουν εισόδημα ο καθένας 250 δολαρίων τον χρόνο.


Τα στοιχεία αυτά φαίνονται απίστευτα, αλλά δεν είναι πρωτοφανή. Στο βιβλίο «Κοινωνική Δικαιοσύνη» (εκδόσεις Καστανιώτη) που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες αναφέρονται και σχολιάζονται στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που τεκμηριώνουν τη μεγάλη ανισότητα μεταξύ φτωχών και πλούσιων χωρών και τη μεγάλη έκταση της φτώχειας σε όλες τις χώρες. Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται επίσης ότι τα έσοδα μιας χρηματιστηριακής εταιρείας (της Γκόλντμαν Σακς) είναι μεγαλύτερα από το εθνικό εισόδημα μιας χώρας 25 εκατ. ανθρώπων (της Τανζανίας). Ανεξαρτήτως των σφαλμάτων στις μετρήσεις αυτού του τύπου, ένα είναι βέβαιο: οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ χωρών είναι μεγάλες και διευρύνονται.


Κατά κανόνα οι διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες αποδίδονται στη λεγομένη παγκοσμιοποίηση. Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» αναφέρεται στο σημερινό καθεστώς της διεθνούς οικονομίας που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου (χρηματικού και υλικού), αυξημένη ελευθερία του διεθνούς εμπορίου, εφαρμογή προηγμένων τεχνολογιών, μεγάλη ταχύτητα στη διακίνηση ιδεών και πληροφοριών και γενικά από μείωση ή κατάργηση των εμποδίων που τα κράτη έθεταν στην παραγωγική δραστηριότητα του διεθνούς κεφαλαίου. Παράλληλα παρατηρείται διεθνώς μείωση των παρεμβατικών πολιτικών που ασκούν οι κυβερνήσεις εντός των εθνικών ορίων. Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» εκφράζει τον παρατηρούμενο σε όλο τον κόσμο αυξανόμενο ρόλο της απρόσκοπτης λειτουργίας των αγορών και τον μειωμένο ρόλο των κρατικών παρεμβάσεων σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο.


Οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων χωρών δεν είναι η μόνη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Παράλληλα διευρύνεται το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, και μέσα στις ανεπτυγμένες χώρες και μέσα στις υπανάπτυκτες.


Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, το ποσοστό του πληθυσμού που έχει εισόδημα κάτω του επιπέδου φτώχειας είναι 14,1% στις ΗΠΑ, 14,4 % στην Ολλανδία, 13,1% στη Βρετανία και 21,1% στην Ισπανία. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι τρομακτικά, όπως π.χ. 50% στη Ρωσία, 60% στα Σκόπια, 63% στο Ουζμπεκιστάν κ.ά. Φυσικά η φτώχεια που παρατηρείται στις χώρες αυτές πρέπει να αποδοθεί και στην αποδιοργάνωση που υπέστησαν μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.


Δύο περιστατικά μπορούν να δείξουν τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται οι εντός των χωρών ανισότητες. Η γνωστή αμερικανική εταιρεία General Electric έχει μεταφέρει την παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό, όπως το Μεξικό όπου απασχολεί 30.000 εργάτες. Επίσης οργανώνει την παραγωγή μηχανών αεροσκαφών στην Ινδία, στη Βραζιλία και στην Τουρκία, όπου απασχολεί πάνω από 300 μηχανικούς εκτός του ανειδίκευτου προσωπικού. Η αιτιολογία, με τα λόγια ενός εκ των διευθυντών της, είναι: «Απλούστατα δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε στην παγκόσμια αγορά με κόστος εργασίας όπως αυτό των ΗΠΑ». Η εταιρεία Trico Products Corp., που εδρεύει στο Μπάφαλο της Πολιτείας Νέας Υόρκης και παράγει υαλοκαθαριστήρες αυτοκινήτων, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 μείωσε το εργατικό δυναμικό κατά 2.200 άτομα και μετέφερε την παραγωγή στο Μεξικό. Το 1995 απείλησε ότι θα κλείσει εντελώς το εργοστάσιο στην Αμερική εκτός αν οι εργαζόμενοι δέχονταν μείωση μισθού κατά 13,5%, πράγμα που οι εργαζόμενοι δέχθηκαν προκειμένου να μείνουν άνεργοι.


Από τα δύο αυτά παραδείγματα προκύπτει ότι προκαλείται μείωση της ζήτησης εργασίας κυρίως χαμηλής ειδίκευσης στις ανεπτυγμένες χώρες και μείωση μισθών λόγω της μεταφοράς παραγωγής σε χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού, στις οποίες δημιουργείται μεγαλύτερη ζήτηση εργασίας των ιδίων ειδικοτήτων. Αλλά στις χώρες αυτές οι ειδικεύσεις αυτές είναι συγκριτικά υψηλού επιπέδου. Ετσι δημιουργείται ένα χάσμα στις ΗΠΑ και ένα άλλο χάσμα στο Μεξικό. Τα παραδείγματα αυτά είναι δύο μόνο περιπτώσεις μιας γενικότερης κίνησης που χαρακτηρίζει την εποχή της παγκοσμιοποίησης.


Υπάρχουν δύο συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στην αγορά εργασίας των ανεπτυγμένων χωρών που αξίζει να τονισθούν: πρώτον, έχει παρατηρηθεί ότι όσοι χάνουν τη δουλειά τους και βρίσκουν μια νέα υφίστανται μια μείωση μισθού περίπου 6% κατά μέσον όρο· δεύτερον, το συνδικαλιστικό κίνημα δέχεται ισχυρότατες πιέσεις και χάνει μέλη διότι κάθε προσπάθεια ενίσχυσης της δύναμης των εργατικών σωματείων αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με την απειλή της μεταφοράς της παραγωγής σε άλλη χώρα. Αυτό είναι κάτι που στη χώρα μας το γνωρίσαμε καλά με το κλείσιμο της Pirelli πριν από μερικά χρόνια.


Αντίστοιχες συνέπειες υπάρχουν στις υπανάπτυκτες χώρες που προσπαθούν να προσελκύσουν τις βιομηχανίες των ανεπτυγμένων χωρών. Δύο σημαντικές συνέπειες είναι η αύξηση της παιδικής εργασίας με εξευτελιστικούς μισθούς και η απροθυμία τήρησης των εργατικών νόμων. Μια άλλη συνέπεια είναι η περιφρόνηση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Και οι τρεις αυτές συνέπειες είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των κρατών αυτών να ανταγωνισθούν για την προσέλκυση κεφαλαίων με μείωση του κόστους παραγωγής.


Οι πολιτικοί αρχηγοί των ανεπτυγμένων χωρών και πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι μια εποχή ανάπτυξης της παραγωγικότητας διεθνώς, της παγκόσμιας παραγωγής και του διεθνούς εμπορίου. Είναι μια εποχή ανάπτυξης στην οποία όλοι μπορούν να συμμετάσχουν. Εν τούτοις η πραγματικότητα δείχνει ότι η διανομή των πλεονεκτημάτων της παγκόσμιας ανάπτυξης είναι άνιση. Υπάρχουν μεγάλες ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού στις υπανάπτυκτες αλλά και στις ανεπτυγμένες χώρες οι οποίες όχι μόνο δεν συμμετέχουν στα οφέλη της παγκοσμιοποίησης αλλά και ζημιώνονται απόλυτα και σχετικά. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η ανάγκη ανάληψης πολιτικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η βασική αντίρρηση στην παγκοσμιοποίηση και στην προσπάθεια περαιτέρω ενίσχυσής της (που εκφράστηκε εντονότατα στο Σιάτλ και στην Washington D.C.) είναι ότι δημιουργεί πλούτο και ταυτόχρονα φτώχεια χωρίς να υπάρχει πολιτική αποζημίωσης ή προστασίας αυτών που υφίστανται τις αρνητικές συνέπειές της.


Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ).