Στις αμέσως επόμενες ημέρες ο κόσμος της εμπορίας του μαύρου χρυσού θα συνταραχθεί και από νέες δονήσεις.. Αυτή τη στιγμή η αρμόδια υπηρεσία δίωξης οικονομικού εγκλήματος εξετάζει δέκα φακέλους λαθρεμπορίας όπου εμπλέκονται ισάριθμες εταιρείες καυσίμων όχι μόνο μικρές ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και μερικές μεγάλες πολυεθνικές.
ΗΤΑΝ ένα ζεστό βράδυ του Αυγούστου του 1995 όταν ο οδηγός του βυτιοφόρου είδε μια ομάδα ανθρώπων να του φράζει τον δρόμο δείχνοντάς του την εσοχή στο διπλανό πεζοδρόμιο για να σταματήσει. Φρενάροντας, η αδρεναλίνη του ανέβηκε κατακόρυφα: «Αυτό ήταν, μας πιάσανε, φίλε!», είπε στον συνοδηγό του, που ήταν ο αρμόδιος υπάλληλος του τελωνείου Κερατσινίου ο οποίος είχε «καθήκον» να συνοδεύει το βυτιοφόρο.
«Παρακαλώ, τα συνοδευτικά σας έγγραφα», είπε ο υπάλληλος της ΕΥΤΕ, της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών, απευθυνόμενος στον οδηγό και στον συνοδηγό του βυτιοφόρου. Παραδίδοντας τα έγγραφα, ο συνοδηγός του βυτιοφόρου υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών ένιωθε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του: στο βυτιοφόρο που υποτίθεται ότι συνόδευε είχαν φορτωθεί αφορολόγητα καύσιμα από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών Total και Dracoil με προορισμό κάποιο πλοίο στον Πειραιά. Τα καύσιμα αυτά βεβαίως δεν πήγαν στο συγκεκριμένο πλοίο, που είχε ήδη «φουλάρει» από άλλη εταιρεία, και να που το συνεργείο της ΕΥΤΕ σταματούσε το βυτιοφόρο σε τοποθεσία άσχετη με το επίσημο δρομολόγιο.
Οι άνθρωποι της ΕΥΤΕ γνώριζαν βεβαίως από την αρχή ότι πρόκειται για παράνομη διακίνηση πετρελαίου. Είχαν λάβει σχετικό «σήμα» για το συγκεκριμένο βυτιοφόρο το οποίο ανήκε στον έμπορο καυσίμων (trader) κ. Δημ. Χατζή και ο οποίος εν αγνοία της διοίκησης Dracoil και Total μετέφερε αφορολόγητο ντίζελ ναυτιλίας αντί για το πλοίο σε κάποιον πρατηριούχο – κλεπταποδόχο. Ο εντοπισμός του παράνομου βυτιοφόρου ήταν ζωτικής σημασίας για την υπηρεσία, αφού αυτό θα σήμαινε το σπάσιμο μιας παράνομης αλυσίδας και μαζί με αυτό τη «συλλογή» πολλών χαμένων φόρων για το ελληνικό Δημόσιο. Εκτός των άλλων, πολλοί από τις διωκτικές αρχές θα ήθελαν μια τέτοια σύλληψη αφού θα έπρεπε να διασκεδαστούν και τα όσα λέγονταν για τη σήψη που υπάρχει στο κύκλωμα των τελωνειακών υπαλλήλων.
Ετσι κι έγινε. Μετά τη σύλληψη του οδηγού και του συνοδηγού του βυτιοφόρου και την κράτησή τους κινήθηκε η διαδικασία ελέγχου των δύο εταιρειών της Total και της Dracoil από τις εγκαταστάσεις των οποίων ξεκίνησε το βυτιοφόρο. Οι ανακριτικές αρχές Πειραιά επισκέφτηκαν τα γραφεία των δύο εταιρειών, που ελέγχονται από τον επιχειρηματία κ. Σπ. Δρακόπουλο. Από την έρευνα που έγινε αποδείχτηκε ότι το πετρέλαιο βάφτηκε κανονικά με το χρώμα που προβλέπεται για το ντίζελ ναυτιλίας, ιχνοθετήθηκε, ελήφθησαν τα αναγκαία δείγματα που στέλνονται στο Γενικό Χημείο του Κράτους και παρουσία του τελωνειακού υπαλλήλου σφραγίστηκε το βυτιοφόρο. Από την ίδια την εταιρεία επίσης, πράγμα που αποδεικνύει ότι η ίδια δεν είχε συμμετοχή στη λαθρεμπορία, στάλθηκε σήμα με φαξ στην Ειδική Υπηρεσία Τελωνειακών Ερευνών όπου γνωστοποιείτο το δρομολόγιο του συγκεκριμένου βυτιοφόρου. Αυτό ήταν και το βασικό επιχείρημα που ο κ. Δρακόπουλος, ιδιοκτήτης των εταιρειών Total και Dracoil, ανέφερε στην ειδική ανακρίτρια κ. Ι. Κλάπα: «Πώς θα μπορούσα να ξέρω εγώ την αλλαγή της πορείας του βυτιοφόρου όταν μάλιστα σε αυτό επέβαινε εκπρόσωπος του κράτους και θεματοφύλακας των συμφερόντων του; Μην ξεχνάτε άλλωστε ότι η ίδια η εταιρεία μας έστειλε φαξ στην Ειδική Υπηρεσία Τελωνειακών Ερευνών για το κανονικό δρομολόγιο του βυτιοφόρου. Τι μέσα είχα εγώ ως εταιρεία να αποτρέψω την αλλαγή του δρομολογίου; Εκ των πραγμάτων η δική μου ευθύνη σταματά από τη στιγμή που το βυτιοφόρο βγαίνει από τις δικές μου εγκαταστάσεις. Αναζητήστε, σας παρακαλώ, τις ευθύνες τόσο στον υπάλληλο του τελωνείου που συνόδευε το βυτιοφόρο καθώς επίσης και στην εταιρεία στην οποία ανήκει το όχημα αυτό».
Φαίνεται όμως ότι οι ισχυρισμοί του κ. Δρακόπουλου δεν στάθηκαν ικανοί να πείσουν την ειδική ανακρίτρια, που έκρινε τον επιχειρηματία προφυλακιστέο.
Η ιστορία δεν είναι βεβαίως η μοναδική. Στην αλυσίδα του λαθρεμπορίου «έσπασαν» κι άλλοι κρίκοι οδηγώντας στη φυλακή αρκετό κόσμο. Ανθρωποι που μέχρι πριν από λίγο καιρό ουδείς τολμούσε να αναφέρει το όνομά τους έχουν φυλακιστεί είτε βρίσκονται στα δικαστήρια για υποθέσεις λαθρεμπορίας. Ανάμεσα σε αυτούς οι κκ. Σπανός, Χατζής, Μελισσανίδης, Καρράς και πολλοί άλλοι.
Τι ήταν όμως εκείνο που έφερε τις ιστορίες αυτές στην επικαιρότητα; Γιατί ήλθε τώρα στην επιφάνεια όλη η βρώμικη ιστορία του λαθρεμπορίου; Γιατί αυτή ακριβώς την περίοδο οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών εξετάζουν πληθώρα περιπτώσεων λαθρεμπορίας;
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, συμφέρον να σπάσει το απόστημα της λαθρεμπορίας έχουν από τη μια πλευρά το κράτος και ειδικότερα το υπουργείο Οικονομικών και από την άλλη πλευρά οι ίδιες οι εταιρείες εμπορίας καυσίμων, που πλέον έχουν χάσει τον έλεγχο της αγοράς. Η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών θέλει να αποκαλύψει το κύκλωμα της λαθρεμπορίας καυσίμων για δύο λόγους: αφενός για να συγκεντρώσει πολύ μεγάλα ποσά από τη φοροκλοπή που το ίδιο υφίσταται μόνο από ένα βυτιοφόρο χάνει φόρο 2 εκατ. δρχ. ενώ καθημερινά μόνο στο λεκανοπέδιο Αττικής διακινούνται περίπου 40 βυτιοφόρα λαθραίαΩ αφετέρου θέλει να πατάξει το λαθρεμπόριο για να υπερασπίσει το δικό της κύρος. Το φαινόμενο της εξαγοράς των τελωνειακών υπαλλήλων από τους λαθρεμπόρους καυσίμων έχει λάβει κολοσσιαίες διαστάσεις, με αποτέλεσμα να φοβούνται να μιλήσουν γι’ αυτό ακόμη και ανώτερα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών.
Από την άλλη πλευρά, είναι οι ίδιες οι εταιρείες καυσίμων (Shell, ΒΡ, Mobil, Texaco, ΕΚΟ, Total, Ελινόιλ κλπ.). Ολες αυτές θέλουν να χτυπηθεί η λαθρεμπορία καυσίμων έστω και αν οι ίδιες γνωρίζουν ότι δεν άσκησαν στον τομέα αυτόν την πιο σώφρονα πολιτική. Διότι αν οι εταιρείες δεν συναλλάσσονταν με τους traders έστω τους κακούς traders δεν θα γίνονταν αυτοί τόσο δυνατοί ώστε να εκβιάζουν τις ίδιες τις εταιρείες. Δυστυχώς και με τα «στραβά μάτια» των εταιρειών οι παράνομοι της αγοράς πετρελαίου έγιναν τόσο δυνατοί ώστε να ελέγχουν ακόμη και τις μεγάλες εταιρείες στην αγορά της ναυτιλίας. Τώρα η κατάσταση έχει τόσο εκτραχυνθεί ώστε να οδηγούνται στη φυλακή μαζί με τους παράνομους και ορισμένοι επιχειρηματίες που σίγουρα δεν έχουν καμία σχέση με τη λαθρεμπορία.