Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».
Αν η δημιουργία του τσιμεντοποιείου «Τιτάν» το 1902 οφείλεται στην ιδέα ενός ανθρώπου και στη συγκέντρωση δυνάμεων μιας ομάδας κορυφαίων επιχειρηματιών της εποχής, η εμφάνιση και η ανάδειξη του δεύτερου τσιμεντοποιείου, που καταξιώθηκε όχι μόνο στον ελληνικό αλλά και στο διεθνή χώρο, της ΑΓΕΤ, οφείλεται σε ορισμένα ιστορικά… «τυχαία» γεγονότα και αποτελεί δημιούργημα του ίδιου δαιμόνιου ανθρώπου: του Ανδρέα Χατζηκυριάκου.
Ολα άρχισαν το 1910, όταν οι υπόλοιποι μέτοχοι του «Τιτάνα» αποφάσισαν να προχωρήσουν στη δημιουργία της Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων χωρίς να συμπεριλάβουν μεταξύ των μετόχων της τον Α. Χατζηκυριάκο. Τότε εκείνος πούλησε το μερίδιό του στον όμιλο Κανελλοπούλου – Ζαχαρίου και «αφού διά της τελείας αποχωρήσεώς του απηλλάγη κάθε δεσμεύσεως, έφυγε το 1910 διά την Κωνσταντινούπολιν, όπου προσεκλήθη να διοργανώση το εργοστάσιον τσιμέντων Arslan, το οποίο εκτίζετο δι’ ελληνικών κεφαλαίων εις τον κόλπον της Νικομηδείας. Τα αποτελέσματα του νεοϊδρυθέντος εργοστασίου υπήρξαν υπό την διεύθυνσίν του από κάθε απόψεως ευνοϊκά. Και την επιχείρησιν όμως αυτήν έμελλε γρήγορα να αφήση εις ξένα χέρια, διότι μετά την έκρηξιν του παγκοσμίου πολέμου ηναγκάσθη, το 1916, να εγκαταλείψη την Κωνσταντινούπολιν και να επιστρέψη εις την Ελλάδα» (Δ. Τσούγκου «Οι οικονομικοί μας ηγέται, δώδεκα πορτραίτα αστών πρωτοπόρων», Αθήνα 1934).
Λίγα χρόνια όμως προτού επιστρέψει στην Ελλάδα ο Χατζηκυριάκος, το 1911, οι επιχειρηματίες Ζαμάνος και Δ. Ζαβογιάννης μετέτρεψαν την εμπορική εταιρεία που είχαν με αυτή την επωνυμία σε Ανώνυμη Γενική Εταιρεία Τσιμέντου (ΑΓΕΤ) «Ηρακλής». Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιό της ήταν 2.000.000 δρχ. Το εργοστάσιό της στη Δραπετσώνα του Πειραιά, που άρχισε να λειτουργεί από το 1913, «εξ αιτίας της κακής οργανώσεώς του δεν ηδυνήθη να ευδοκιμήση. Ο Χατζηκυριάκος ήταν ο μόνος που θα ημπορούσε να σώση την επιχείρησιν αυτήν από την βεβαίαν καταστροφήν προς την οποίαν εφέρετο». Οι πωλήσεις του πράγματι είχαν καταρρεύσει. Ηταν μόλις 388 τόνοι.
* Αλλαγή σκηνικού
Ετσι στις 26 Δεκεμβρίου του 1917 το τσιμεντοποιείο «Ηρακλής» πέρασε στον έλεγχο και στη διεύθυνση του Α. Χατζηκυριάκου. Δύο χρόνια αργότερα, το 1919, η παραγωγή ανήλθε σε 2.850 τόνους, το 1925 σε 28.800 τόνους και το 1928 σε 58.600 τόνους. Το 1928 μάλιστα κατορθώνει «υπό την αιγίδα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, της οποίας διοικητής τότε ήτο ο Ιωάννης Δροσόπουλος» (Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν Βοβολίνη) να εξαγοράσει «υπό πολύ συμφέροντας όρους και το εργοστάσιον τσιμέντων «Ο Ολυμπος», το οποίον αν και είχε βασισθεί επί αρίστων οικονομοτεχνικών βάσεων εφέρετο, λόγω κακής διαχειρίσεως, προς χρεωκοπίαν».
Η άνοδος της ΑΓΕΤ είναι εντυπωσιακή. Το 1931 η παραγωγή των δύο εργοστασίων φθάνει τους 86.664 τόνους, δηλαδή καταλαμβάνει το μισό της ελληνικής παραγωγής τσιμέντου και βρίσκεται πλέον στην πρώτη θέση του κλάδου. Η ανάπτυξη του κλάδου της τσιμεντοβιομηχανίας ακολουθεί εκπληκτικούς ρυθμούς. Εναν χρόνο αργότερα, το 1932, η κατανάλωση του τσιμέντου στην Ελλάδα φθάνει τους 240.000 τόνους και η παραγωγή της ΑΓΕΤ τους 101.836 τόνους. Η ζήτηση δεν καλύπτεται και εισάγονται περί τους 50.000 τόνους ετησίως. Οπως σημειώνει ο Σπ. Βοβολίνης, «η τεραστία αυτή ανάπτυξις της καταναλώσεως τσιμέντων εν Ελλάδι, αποδίδεται κυρίως εις τον Αδρέαν Χατζηκυριάκον και εις την καταβληθείσαν παρ’ αυτού προσπάθειαν διά την διάδοσιν και επικράτησιν της νέας οικοδομικής ύλης» (ό.π.π.).
Είναι τέτοιο το κύρος και το ειδικό βάρος του επικεφαλής της ΑΓΕΤ στα πολιτικοοικονομικά δρώμενα της μεσοπολεμικής περιόδου που από το 1920 ως το 1924 και από το 1927 ως και το 1931 κατέχει τη θέση του προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών (προδρομική οργάνωση του σημερινού ΣΕΒ) και από το 1937 ως και το 1939, ενώ σε δύο περιόδους (η πρώτη από τις 2 Νοεμβρίου 1922 ως και τις 11 Ιανουαρίου 1924 και η δεύτερη από την 1η Σεπτεμβρίου 1936 ως και τις 24 Ιουλίου 1937) κατέχει τη θέση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ενώ από το 1929 ως και το 1932 «η τάξις του τον ανέδειξεν γερουσιαστήν».
Εκτός από τον κλάδο του τσιμέντου ο Χατζηκυριάκος συμμετείχε και σε μία σειρά άλλες επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, «σημαντικότερη των οποίων είναι η συμμετοχή του στην Hellenic and General Trust Co, ιδρυθείσης επί της διοικήσεως εν τη Εθνική Τραπέζη του Ιωάννου Δροσοπούλου, εν συνεργασία μετά του άγγλου τραπεζίτου Hambro» (Λεξικόν Βοβολίνη).
* ΑΓΕΤ και σχέδιο Μάρσαλ
Το διάστημα της Κατοχής η ΑΓΕΤ ακολούθησε τη μοίρα του συνόλου της χειμαζομένης ελληνικής βιομηχανίας. Στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου όμως είχε αναδειχθεί ήδη ο γαμπρός του, Αλέξανδρος Τσάτσος. Μετά το 1945 η εταιρεία ανασυγκροτείται, όπως και ολόκληρη η ελληνική οικονομία. Τα κεφάλαια του Σχεδίου Μάρσαλ αποδεικνύονται σωτήρια για την ΑΓΕΤ, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πραγματοποιεί το νέο της άλμα το 1953 επεκτείνονται και εκσυγχρονίζονται οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων του Βόλου και της Δραπετσώνας. Το 1955 λειτουργούν στη χώρα μας συνολικά έξι εργοστάσια τσιμέντου των οποίων η συνολική ετήσια παραγωγική ικανότητα ανέρχεται σε 1,5 εκατ. τόνους ενώ πραγματοποιούνται σοβαρές εξαγωγές (πάνω από 100.000 τόνοι) στη Μέση Ανατολή. Το ίδιο διάστημα η παραγωγή της ΑΓΕΤ καλύπτει το 50% της συνολικής εγχώριας παραγωγής τσιμέντου.
Ο διαρκής εκσυγχρονισμός των παραγωγικών εγκαταστάσεων αναδεικνύει την εταιρεία περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο ιδρυτής της πεθαίνει σε μια από τις σημαντικότερες τσιμεντοβιομηχανίες της ευρωπαϊκής αγοράς. Η δεκαετία του 1970 αναδεικνύεται σε κρίσιμη για την εξέλιξή της περίοδο. Η διεθνής οικονομική κρίση, σε συνδυασμό και με διάφορους άλλους παράγοντες, οδηγεί την εταιρεία υπό τον μετοχικό έλεγχο της Εθνικής Τράπεζας.
* Στον έλεγχο της Εθνικής
Ωστόσο η ΑΓΕΤ την ίδια περίοδο αναδεικνύεται σε πρώτη εξαγωγική τσιμεντοβιομηχανία της Ευρώπης και η παρουσία της γίνεται αισθητή σε πολλές αγορές. Τώρα πλέον όμως δεν πρόκειται για εταιρεία αλλά για όμιλο εταιρειών, αφού μέσω θυγατρικών έχει διευρύνει τη δραστηριότητά της σε αρκετούς άλλους κλάδους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο όμιλος της ΑΓΕΤ, ευρισκόμενος στις πρώτες θέσεις της ελληνικής βιομηχανίας, περνάει στα χέρια του Γεωργίου Τσάτσου, ο οποίος δημιουργεί το νέο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου και τερματικό σταθμό άνθρακα στο Μηλάκι της Εύβοιας.
Το 1983 η οικογένεια Τσάτσου απομακρύνεται από τη διοίκηση του ομίλου και παραπέμπεται σε δίκη αργότερα απηλλάγη των κατηγοριών. Ο όμιλος πέρασε πλέον στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων.
* Η πώληση στην Calcestruzzi
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην ευρωπαϊκή αγορά τσιμέντου γίνονται εντυπωσιακές ανακατατάξεις και έτσι το 70% της ΑΓΕΤ μεταβιβάστηκε στην ιταλική εταιρεία τσιμέντου Calcestruzzi, που σήμερα φέρει την επωνυμία Concretum. Η ίδια εταιρεία απέκτησε και τα υπό χρεοκοπία Τσιμέντα Χαλκίδος. Η ιταλική εταιρεία αφού «συμμάχησε» με τη γαλλική Lafarge ανοίχθηκε σε νέες αγορές και τον Οκτώβριο του 1999 η ιταλική ιδιοκτησία αναζήτησε και πάλι αγοραστή. Ενδιαφέρον εκδηλώθηκε από δύο πλευρές: πρώτον, από τη βρετανική Blue Circle και, δεύτερον, από όμιλο ελλήνων επιχειρηματιών. Η υπόθεση της εξαγοράς δεν έχει κλείσει ακόμη και αρκετά νομικά θέματα παραμένουν ανοιχτά.
Σε κάθε περίπτωση όμως η εταιρεία που το 1917 παρέλαβε «ημιθανή» και «ανέστησε» ο Α. Χατζηκυριάκος, ο «πατέρας» της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας, συνεχίζει να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή αγορά, «εχθρών» και «φίλων», παραμένοντας ένας ισχυρός και αξιόπιστος παράγοντας της ευρωπαϊκής τσιμεντοβιομηχανίας.