Η είδηση αντιμετωπίστηκε με πραγματικό δέος από τον ειδικό Τύπο – και όχι άδικα: η Citigroup, η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα, είχε μόλις αποφασίσει να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία στη διάσημη επενδυτική/συμβουλευτική/ερευνητική θυγατρική της Salomon Smith Barney, έναν από τους μεγαλύτερους χρηματιστηριακούς market makers, από τη Nasdaq ως και το… ΧΑ. Και όλα αυτά ενώ κλιμακώνονται οι εισαγγελικές και ομοσπονδιακές ανακρίσεις εις βάρος της για τα μεγάλα επιχειρηματικά σκάνδαλα του 2002.
Πιο συγκεκριμένα, ο διευθυντής της Citigroup Σάντι Βάιλ ανακοίνωσε την πλήρη αναδιάρθρωση της αμαρτωλής θυγατρικής, που πλέον εγκαταλείπει την (ιστορική, από το 1912) ονομασία Salomon και απομένει… σκέτη SmithBarney. Καινούργια διευθύντρια, μεγάλη περικοπή προσωπικού (καμιά διακοσαριά αναλυτές τις ερχόμενες εβδομάδες, τουλάχιστον 1.000 μεσοπρόθεσμα) και βεβαίως νέες υποσχέσεις ακεραιότητας και επαγγελματικής ενημέρωσης των επενδυτών: αυτό ήταν το «μενού» της ανακοίνωσης του κ. Βάιλ που τις τελευταίες ημέρες έχει (ξανα)γίνει πρωτοσέλιδο καθώς η «Wall Street Journal» τον θέλει να εμπλέκεται προσωπικά στο σκάνδαλο της Worldcom. Και όμως η αληθινή είδηση της ημέρας βρισκόταν αλλού: στον πλήρη οικονομικό διαχωρισμό της αναβαπτισμένης επενδυτικής θυγατρικής από τις τραπεζικές αμοιβές της Citigroup, το «κλειδί» δηλαδή της εμπλοκής της Salomon και των περισσότερων άλλων επενδυτικών τραπεζών στις χρηματιστηριακές φούσκες των τελευταίων ετών. Οπως εξήγησε μάλιστα ο κ. Βάιλ παρουσιάζοντας τη νέα SmithBarney, η μητρική Citigroup δεν προσπαθεί με αυτή την ενέργειά της να «προκαταλάβει τις έρευνες» εις βάρος της αλλά να δημιουργήσει ένα νέο business model αξιοπιστίας και ανεξαρτησίας για τους χρηματιστηριακούς αναλυτές ώστε «να επιστρέψει ο τρομαγμένος κόσμος στις αγορές».
* Ο «κυρίαρχος του κόσμου»
Ο 68χρονος κ. Βάιλ, αληθινός «κυρίαρχος του κόσμου» στη Wall, αφού εκτός από το «τιμόνι» της Citigroup είναι και μέλος του ΔΣ της γιγάντιας ΑΤ&Τ, έχει βεβαίως προσωπικούς λόγους να επιχειρεί αυτή τη συζητήσιμη «αυτοκάθαρση» της Salomon. Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις των τελευταίων μηνών για την περιβόητη υπόθεση του αναλυτή Τσαρλς Γκρούμπμαν, ενός από τους εκτεθειμένους πλέον «γκουρού των αγορών» της Salomon, ο ίδιος ο κ. Βάιλ πίεσε προσωπικά τον αναλυτή του να προχωρήσει σε ισχυρή σύσταση αγοράς της ΑΤ&Τ στα τέλη του 1999, παραμονές μαζικού ξεπουλήματος μετοχών από την ηγεσία της τηλεπικοινωνιακής αυτοκράτειρας. Σαν αντάλλαγμα η Citigroup κέρδισε 45 εκατ. δολάρια σε τραπεζικές αμοιβές από την ΑΤ&Τ, ενώ ο κ. Βάιλ εισέπραττε τα παχουλά μπόνους και από τις δύο «δουλειές». Τώρα, που η μοναδική απειλητική νέμεση για το αφεντικό της Citibank και για τους άλλους «κυρίαρχους του κόσμου» στη Wall, o γενικός εισαγγελέας της Νέας Υόρκης Ελιοτ Σπίτσερ, εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο απαγγελίας κατηγοριών και προσωπικά για τον κ. Βάιλ, το βιαστικό «συμμάζεμα» που επιχειρεί ο τελευταίος στην πιο ένοχη από τις θυγατρικές του μοιάζει εκ πρώτης όψεως με κίνηση πανικού. Πανικός στην ηγεσία της μεγαλύτερης τράπεζας των ΗΠΑ – και μάλιστα προτού καν κλείσει χρόνος από το Big Bang της Enron…
Είναι όμως αυτός ο όψιμος διαχωρισμός δραστηριοτήτων ένα απλό προπέτασμα καπνού από έναν πανικόβλητο μεγαλοτραπεζίτη στα πρόθυρα της δίωξης; ή μήπως απλώς παρουσιάζεται ως τέτοια από τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί το πρώτο στάδιο μιας γενικής αντεπίθεσης από πλευράς του κραταιού επενδυτικού status quo ώστε να ευνουχισθούν οριστικά οι λιγοστές επικίνδυνες γι’ αυτό θεσμικές δυνάμεις σαν τον εισαγγελέα Σπίτσερ, που απαιτούν εδώ και τώρα «καθαρά χέρια»;
* Το παρασκήνιο της απόφασης
Ποιο είναι λοιπόν το «τάιμινγκ»; Σε λίγες ημέρες έχουμε κρίσιμες βουλευτικές εκλογές στις ΗΠΑ, από τις οποίες θα κριθούν πάρα πολλά για τον έλεγχο των σκανδάλων και την αναμόρφωση των διάτρητων σημερινών μηχανισμών ελέγχου της αγοράς στην υπερδύναμη. Αν οι Δημοκρατικοί διατηρήσουν τον έλεγχο στη Γερουσία, τότε και ο ενοχλητικός (και επίσης Δημοκρατικός) κ. Σπίτσερ θα αποκτήσει πολύ ευρύτερες δυνατότητες δίωξης των «βαρόνων της χρεοκοπίας», όπως τους αποκαλεί ένα γνωστό αμερικανικό site. Αν όχι, η απαγκίστρωση του κ. Βάιλ από το σκάνδαλο της Worldcom και τις άλλες «αμαρτίες» της τράπεζάς του θα γίνει θεωρητικά ευκολότερη – ακόμη άλλωστε δεν κατηγορείται επισήμως.
* Δίνει γραμμή στους ανταγωνιστές
Διαχωρίζοντας τις επενδυτικές από τις συμβουλευτικές δραστηριότητες της τράπεζάς του, μάλιστα, ο κ. Βάιλ κάνει κάτι περισσότερο από την απλή αυτοπροστασία που περιγράψαμε: αναγκάζει και τις άλλες μεγάλες τράπεζες της Wall, τους ανταγωνιστές αλλά και συνενόχους του στο «πάρτι» της παράλογης διαστολής της δεκαετίας του ’90, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να «ανεξαρτητοποιήσουν» με τη σειρά τους τις αντίστοιχες συμβουλευτικές – επενδυτικές θυγατρικές τους προτού ο κ. Σπίτσερ και οι σύμμαχοί του στη (νέα) Γερουσία ισχυροποιηθούν αρκετά ώστε να επιβάλουν δραστικότερα μέτρα. Μην ξεχνάμε ότι μετά το πρόστιμο 100 εκατ. δολαρίων που επέβαλε τον περασμένο Μάιο στη Merill ο κ. Σπίτσερ είναι ο ισχυρότερος και πιο πολυσυζητημένος δικαστικός στις ΗΠΑ, όπου, ως γνωστόν, οι εισαγγελείς εκλέγονται. Σύμφωνα λοιπόν με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, ο κ. Σπίτσερ προσπαθεί να επιβάλει ένα εντελώς καινούργιο πλαίσιο ελέγχου των χρηματιστηριακών αναλυτών: Η απόφαση λοιπόν της Citigroup να προχωρήσει στον διαχωρισμό εν μέσω της συνεχιζόμενης διαπραγμάτευσης του κ. Σπίτσερ με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Securities and Exchange Commission) και τις υπόλοιπες τράπεζες δείχνει ότι ο κ. Βάιλ μόνο πανικόβλητος δεν είναι: απλώς, ως μεγαλύτερος σε μέγεθος τραπεζικός κολοσσός στην Αμερική, η Citibank δίνει «γραμμή» στον υπόλοιπο κλάδο και ιδιαίτερα στους δύο μεγαλύτερους ως τώρα συγκατηγορουμένους της για τα σκάνδαλα διαπλοκής, δηλαδή τη Merrill και την Credit Suisse First Boston.
Γνωρίζει φυσικά το αυτονόητο: ότι η «ανεξαρτητοποίηση» των αναλυτών είναι μόνο στα χαρτιά από τη στιγμή που και οι νέες, υποτίθεται, συμβουλευτικές εταιρείες θα παραμένουν θυγατρικές των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών και θα δίνουν αναφορά στους ίδιους ανθρώπους. Ακόμη και ο «αρχάγγελος της κάθαρσης» κ. Σπίτσερ δεν μπορεί να πιστεύει ότι τα προτεινόμενα μέτρα είναι αρκετά για να σταματήσουν αριστοτεχνικούς μηχανισμούς εξαπάτησης και χειραγώγησης επενδυτών σαν αυτούς που χρόνια τώρα λειτούργησαν (και δυστυχώς εξακολουθούν να λειτουργούν) στη συντριπτική πλειονότητα των αγορών του πλανήτη. Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως ισχύει αυτό που πολλοί φοβούνται στην Αμερική, ότι δηλαδή ο κ. Σπίτσερ είναι και σε αυτή την περίπτωση το ποντίκι και η Citibank η γάτα; Για να το σκεφθούμε λίγο: ο κ. Σπίτσερ ανήκει στο Δημοκρατικό Κόμμα και δημοσιεύματα τον θέλουν να πολιτεύεται το 2006 για τη θέση του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης. Το κόμμα του, όμως, που φαινομενικά ηγείται της προσπάθειας για «κάθαρση» της επιχειρηματικής Αμερικής, είναι εξίσου χωμένο ως τον λαιμό στα σκάνδαλα με τους κυβερνώντες Ρεπουμπλικανούς – τόσο σε επίπεδο πολιτικών «χορηγιών» από τους πρωταγωνιστές των σκανδάλων στο σύνολο σχεδόν των βουλευτών και γερουσιαστών όσο και σε επίπεδο στελέχωσης των ίδιων των «αμαρτωλών» επιχειρήσεων.