Τα πρόσωπα, οι τράπεζες, οι ελπίδες και το παρασκήνιο
ΟΣΟΙ έτυχε να αγοράσουν τα κρασιά παραγωγής 1996 της «Αχάια Κλάους» ίσως να μην πρόσεξαν σε κάποια από αυτά μια μικρή σημείωση που υπήρχε στη γνωστή κατά τα άλλα ετικέτα δημοφιλών εμπορικών σημάτων: «Παράγεται από την «Αχάια Κλάους» για λογαριασμό τής «Κυμοθόη ΑΕ»», έλεγε η σημείωση. Πίσω από τη μικρή αυτή αναφορά στις ετικέτες των κρασιών της εταιρείας κρυβόταν το σχέδιο που κράτησε στη ζωή την ιστορική οινοβιομηχανία της Πάτρας στις δύσκολες ώρες που πέρασε την περασμένη χρονιά, την εκατοστή τριακοστή έβδομη από την ίδρυση της πρώτης στην Ελλάδα ανώνυμης εταιρείας.
Το ξεκίνημα του 1996 είχε βρει την εταιρεία με υψηλές υποχρεώσεις: 3,8 δισ. δρχ. ήταν οι άμεσα απαιτητές οφειλές της προς τράπεζες, πέραν των χρημάτων, και περίπου 3,6 δισ. δρχ. οφείλονταν σε προσωπικό, προμηθευτές και ασφαλιστικά ταμεία. Με το ύψος αυτό των υποχρεώσεων και τα ταμεία της εταιρείας άδεια, τίποτα από όσα συγκροτούν τη λειτουργία μιας επιχείρησης δεν μπορούσε να προχωρήσει. Η ιστορική οινοβιομηχανία προχώρησε σε στάση πληρωμών προς το προσωπικό και τους προμηθευτές της και αδυνατούσε να αγοράσει την πρώτη ύλη που της ήταν απαραίτητη για να παράγει τα προϊόντα της. Η κατάρρευση ήταν τότε μια προοπτική ιδιαίτερα πιθανή. Ενα χρόνο νωρίτερα η διοίκηση της «Αχάια» είχε προσπαθήσει να εισαγάγει την εταιρεία στο Χρηματιστήριο με σκοπό να την εξυγιάνει χρηματοοικονομικά. Το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε ποτέ και οι εξελίξεις πήραν τον δρόμο τους.
Την ίδια περίοδο όπου το οινοποιείο τής «Αχάια» αδυνατούσε να βγάλει έστω και ένα κιλό κρασί, όσοι από τη διοίκηση και τα στελέχη της εξακολουθούσαν να προσπαθούν για τη διάσωσή της έβλεπαν με απόγνωση να υπάρχουν παραγγελίες από το εξωτερικό ύψους περίπου 1 δισ. δρχ. που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Η εξαγωγική παράδοση που είχε στήσει η εταιρεία δεν ήταν εύκολο να χαθεί.
Την εποχή εκείνη η λύση της εκκαθάρισης εν λειτουργία τέθηκε αρκετές φορές ως πρόταση στα τραπέζια όπου κάθονταν για να συζητήσουν την τύχη της επιχείρησης οι πιστώτριες τράπεζες. Μια εταιρεία άλλωστε με το όνομα και την παράδοση της «Αχάια» θα ήταν πραγματικό «φιλέτο» για όποιον επιχειρηματία την αγόραζε ελεύθερη από βάρη και έβαζε μπροστά την παραγωγική μηχανή της. Γνωστά, μεγάλα και μικρά, ονόματα της βιομηχανίας τροφίμων – ποτών έδειξαν εκείνη την εποχή ενδιαφέρον που δεν κατέληξε πουθενά. Οι αδελφοί Στεφανή των ιχθυοτροφείων Σελλόντα ήταν κάποιοι από αυτούς που δεν έκρυψαν το ενδιαφέρον τους. Το ίδιο συνέβη και με τον όμιλο της Econ του κ. Οικονομίδη, που εκείνη την εποχή ωστόσο αντιμετώπιζε μεγάλα εσωτερικά προβλήματα χρηματοοικονομικής διάρθρωσης. Λέγεται, χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί, ότι τα στοιχεία της εταιρείας εξετάστηκαν για μικρό χρονικό διάστημα από διευθυντικά γραφεία ομίλων όπως η Ελληνική Εταιρεία Εμφιαλώσεως, γνωστών ονομάτων της ελληνικής ποτοποιίας όπως η βιομηχανία Μεταξά ή εταιρειών με ισχυρότατη παρουσία στο εμπόριο ποτών όπως η Allied Domeq. Ακόμη και ξένα κεφάλαια, ισπανικά, έδειξαν κάποια στιγμή ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εταιρεία. Ενα αντικείμενο όμως με αρκετές ιδιαιτερότητες, εξειδικευμένη τεχνογνωσία και πολλά κρυφά σημεία τρόμαξε ακόμη και τους πλέον ισχυρούς.
Το άτυπο παζάρι που γινόταν τότε για την τύχη της εταιρείας έφερε στη μνήμη όσων ήξεραν την ιστορία της έναν ακόμη πλειστηριασμό που είχε περάσει η «Αχάια» εβδομήντα επτά χρόνια πριν. Τότε, το 1919, αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Γουσταύου Κλάους, η εταιρεία, γερμανικών συμφερόντων ακόμη, είχε δοθεί ως πολεμική αποζημίωση στο ελληνικό κράτος, το οποίο μετά από κάποιο χρονικό διάστημα την έβγαλε σε πλειστηριασμό. Ετσι το 1920 πέρασε υπό τον έλεγχο της αχαϊκής οικογένειας Αντωνοπούλου, η οποία είχε τον έλεγχό της ως πρόσφατα.
Ο δεύτερος, άτυπος, πλειστηριασμός, περισσότερο από τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, δεν κατέληξε πουθενά. Η προοπτική της διακοπής λειτουργίας ήταν περισσότερο από πιθανή. Εκείνη την εποχή η Τράπεζα Πειραιώς, πιστωτής αλλά και σύμβουλος της εταιρείας από την εποχή της προσπάθειας εισόδου της στο Χρηματιστήριο, ανέλαβε την πρωτοβουλία να βάλει στο τραπέζι όπου καθόταν μαζί με τις άλλες τράπεζες ένα σχέδιο επιβίωσης και εξυγίανσης της εταιρείας. Κλειδί της όλης υπόθεσης ήταν η υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 44 του νόμου 1892/90 σχετικά με τις προβληματικές και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Κοινός παρονομαστής του σχεδίου αυτού με την προηγούμενη προσπάθεια εισαγωγής στο Χρηματιστήριο ήταν η οικονομική εξυγίανση της εταιρείας. Πέρα όμως από τη ρύθμιση των χρεών χρειαζόταν και ο παραγωγικός μοχλός που θα έκανε τις μηχανές της «Αχάια» να δουλέψουν ξανά.
Δύο επιχειρηματίες από την Πάτρα ανέλαβαν να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Ο πρώτος ήταν ο κ. Γ. Νικολετάτος, γνωστός πατρινός επιχειρηματίας με ένα ευρύ αντικείμενο δραστηριότητας. Ηταν ο επενδυτής που είδε ότι θα μπορούσε να κερδίσει από τα κεφάλαια που θα έβαζε, έκανε ωστόσο πίσω στη συνέχεια και σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις δεν μετέχει στο τελικό σχήμα που αναλαμβάνει την εταιρεία. Ο δεύτερος ήταν στην ουσία ο μοχλός που θα έβαζε σε λειτουργία την παραγωγική μηχανή της εταιρείας. Ο 42χρονος σήμερα κ. Νίκος Καραπάνος είχε, λένε, στην Πάτρα παλιά σχέση αλλά και παλιούς λογαριασμούς με την επιχείρηση. Είχε δουλέψει σ’ αυτήν από πολύ νέος, από το 1983, και έφθασε μετά από σπουδές στη χημεία να αναλάβει την τεχνική διεύθυνσή της. Ωστόσο η μακρά σχέση του με την επιχείρηση κόπηκε το 1993. Αν και εθεωρείτο από τους στενούς συνεργάτες του τότε βασικού μετόχου και επικεφαλής της διοίκησης του κ. Α. Νερουτσόπουλου, έφυγε το 1993 μετά από έντονη διαφωνία μαζί του, που πέρασε ακόμη και από τον δρόμο των δικαστηρίων. Ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας ασχολήθηκε με πολλά πράγματα κυνηγώντας την επιτυχία και το κέρδος. Ιδρυσε την οινοποιητική εταιρεία «Κυμοθόη ΑΕ», αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε και αντιπρόσωπος στην Πάτρα χρηματιστηριακής εταιρείας των Αθηνών. Είχε σχέσεις με επιχειρήσεις στον τομέα της υγείας και επιχειρηματικά ενδιαφέροντα σε τοπικά μέσα ενημέρωσης (σε ραδιοφωνικό σταθμό και εφημερίδα). Η συμφωνία εξυγίανσης
Ο κκ. Α. Νερουτσόπουλος και ο Ν. Καραπάνος έβαλαν τις παλιές διαφορές τους στο συρτάρι και κάθησαν στο ίδιο τραπέζι. Η οινοποιητική εταιρεία του δευτέρου, η «Κυμοθόη», ανέλαβε από τον Απρίλιο του 1995 να παίξει τον ρόλο του «προσώπου» της «Αχάια Κλάους» προς τα έξω αφού η ίδια η μεγάλη οινοβιομηχανία εστερείτο αξιοπιστίας και διαπραγματευτικής ικανότητας απέναντι σε προμηθευτές και εργαζομένους. Η «Κυμοθόη» ήταν εκείνη που αγόραζε την πρώτη ύλη και πωλούσε τα τελικά προϊόντα νοικιάζοντας τις παραγωγικές εγκαταστάσεις και τις αποθήκες της «Αχάια Κλάους». Η καλή παραγωγική χρονιά των αμπελιών αλλά και η δραματική πτώση των τιμών λόγω μειωμένης ζήτησης από μεγάλες οινοποιητικές μονάδες ήταν ένα ακόμη ευνοϊκό στοιχείο. Την εποχή εκείνη το σχήμα «Αχάια Κλάους» – «Κυμοθόη» αγόρασε περισσότερους από 10.000 τόνους σταφύλια, πολλαπλάσιους από όσους είχε αποθεματοποιήσει ποτέ σε μία χρονιά η «Αχάια».
Το σχήμα αυτό λειτούργησε κανονικά με σκληρή δουλειά και προσπάθειες από όσους συμμετείχαν, οι εργαζόμενοι πληρώθηκαν και η εταιρεία συνέχισε τη δραστηριότητά της. Γύρω στον Οκτώβριο ήρθε και η ώρα των μεγάλων αποφάσεων για οριστικές λύσεις που θα εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα της εταιρείας. Τότε μπήκε σε ενέργεια, με πρόταση της Τράπεζας Πειραιώς, η υπόθεση του άρθρου 44 του νόμου 1890/90. Το σχέδιο οικονομικής εξυγίανσης προέβλεπε ότι από τις συνολικές υποχρεώσεις θα ρυθμίζονταν με μετοχοποίηση των χρεών των τραπεζών περίπου 1 δισ. δρχ. ενώ θα γινόταν και αύξηση κεφαλαίου με μετρητά κατά περίπου 1 δισ. δρχ. Ποσό ύψους 2,5 δισ. δρχ. θα εξοφλείτο προς τις τράπεζες σε πέντε χρόνια. Ηδη μια ομάδα από τις τράπεζες που δεν ήθελε τη συμμετοχή στο σχήμα είχε εξοφληθεί με ποσά 500 εκατ. δρχ. Υποχρεώσεις που είχε η εταιρεία προς τους μετόχους της, κεφάλαια δηλαδή που είχαν προκαταβάλει για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή παλιά μερίσματα, παραγράφονταν, σημείο στο οποίο, αν και συμφώνησαν οι μέτοχοι του 74%, δηλαδή ο κ. Νερουτσόπουλος και η κυρία Θάλεια Αντωνοπούλου, δεν έκαναν το ίδιο και οι μέτοχοι μειοψηφίας, όπως η οικογένεια του εφοπλιστή Γουρδομιχάλη, ο οποίος ήλεγχε γύρω στο 14% του μετοχικού κεφαλαίου. Χαμένες αρκετά από αυτή τη συμφωνία θα έβγαιναν και πλευρές όπως το ΙΚΑ ή το ελληνικό Δημόσιο, που είχε απαιτήσεις από φορολογικά βάρη, και φυσικά αγρότες – προμηθευτές. Μόνο ένα 20% των απαιτήσεων αυτών επρόκειτο να ικανοποιηθεί στο πλαίσιο της ρύθμισης των χρεών. Το υπουργείο Ανάπτυξης, όμως, μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν 180 θέσεις εργασίας και να κλείσει ακόμη μία μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση, δέχθηκε και αυτό από την πλευρά του τη συμφωνία. Δεν έχουν όμως την ίδια γνώμη και αρκετές δεκάδες αγροτικές οικογένειες της περιοχής. Η ρύθμιση αυτή της καταβολής του 20% σε όσους χρώσταγε η εταιρεία, και μάλιστα σε πέντε χρόνια, ελάχιστα μπορεί να ικανοποιήσει το περιορισμένο αγροτικό εισόδημα και το θέμα αυτό ίσως είναι ένα από τα αγκάθια που θα βρει μπροστά της η εταιρεία τα επόμενα χρόνια.