Επειτα από μερικά χρόνια εξοντωτικού ανταγωνισμού, με αποκορύφωμα το 1995, ο κλάδος των ζυμαρικών τελικώς συγκεντρώθηκε σε μια μικρή ομάδα επιχειρήσεων, αν και η φαινομενική ισορροπία που διαπιστώνεται τα τελευταία δυο χρόνια δεν ισχύει στα ράφια των σουπερμάρκετ.


Ο πόλεμος των τιμών είναι κυρίαρχος, ενώ τα ζυμαρικά «ιδιωτικής ετικέτας», δηλαδή τα προϊόντα των αλυσίδων σουπερμάρκετ, έχοντας κατορθώσει να αποσπάσουν περίπου το 10% της κατανάλωσης και διατηρώντας χαμηλότερες τιμές έναντι των επωνύμων, επιδρούν αρνητικά σε οποιαδήποτε σκέψη αύξησης των τιμών.


Ο κλάδος πλέον αποτελείται από οκτώ βασικές επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι τρεις είναι αυτές που προσδιορίζουν και τους κανόνες του παιχνιδιού, ενώ ο συνολικός τζίρος της αγοράς ανέρχεται στα 30 δισεκατομμύρια δραχμές ετησίως. Πρόκειται για τις εταιρείες Misko ΑΕ, Κίκιζας ΑΕΒΕΤ, Stella ΑΕ, Κορώνα ΑΕΒΕ, ΑΒΕΖ ΑΕ, Δάκος ΑΒΕΕ, Αφοί Θ. Χαραλαμπόπουλοι ΑΕ και Μάκβελ ΑΕ.


Από αυτές τις βιομηχανίες, οι τρεις πρώτες συγκεντρώνουν τη «μερίδα του λέοντος», με μεγαλύτερη τη Misko ΑΕ, το μερίδιο της οποίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, ανέρχεται στο 26% περίπου και ακολουθεί η Κίκιζας ΑΕΒΕΤ με 24% περίπου. Στην επόμενη θέση βρίσκεται η Stella ΑΕ, που έχει εξαγοραστεί από την εταιρεία Μύλοι Αγίου Γεωργίου ΑΕ, με ποσοστό περί το 15%, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Nielsen, ενώ στις επόμενες θέσεις βρίσκονται οι εταιρείες Κορώνα ΑΕΒΕ και ΑΒΕΖ ΑΕ.


Αν συνυπολογιστεί και το 10% που κατέχουν τα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας», μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι για τις υπόλοιπες πέντε εταιρείες δεν απομένει παρά το 25% της αγοράς.


Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων όμως, παρατηρήθηκαν και δύο εντυπωσιακές επιχειρηματικές κινήσεις. Η Stella ΑΕ, η οποία εξαγοράστηκε από την εταιρεία Μύλοι Αγίου Γεωργίου ΑΕ, είναι χαρακτηριστική περίπτωση εταιρείας που δεν κατόρθωσε να αντέξει τον οξύτατο ανταγωνισμό των προηγούμενων χρόνων, ενώ η πρόσφατη εξαγορά των εγκαταστάσεων της αλευροβιομηχανίας Λούλη ΑΕ από τη Misko ΑΕ εντάσσεται στην προοπτική να προχωρήσει η ιταλική εταιρεία σε οικονομίες κλίμακος, αποσκοπώντας στον περιορισμό του κόστους παραγωγής και στην περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.


Η στενή σχέση που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ του κλάδου των ζυμαρικών και της αλευροβιομηχανίας, αλλά και η καθετοποίηση στην παραγωγική λειτουργία των βιομηχανιών ζυμαρικών στοχεύει στην καλύτερη αξιοποίηση της πρώτης ύλης και στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας του κλάδου.


Οι δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική αγορά αναγκάζουν τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν εξαγωγική δραστηριότητα, κυρίως προς τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, όπου παρουσιάζουν αξιόλογες επιδόσεις. Υπολογίζεται ότι ο όγκος των εξαγωγών κυμαίνεται περί τους 40.000 τόνους ετησίως, από 7.500 περίπου που ήταν το 1990.


Τον πρώτο λόγο στις εξαγωγές του κλάδου, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, έχει η εταιρεία Κορώνα ΑΕΒΕ με 26% επί του συνόλου, ακολουθεί με ελάχιστη διαφορά η βιομηχανία Κίκιζας ΑΕΒΕΤ με 25%, ενώ η Δάκος ΑΒΕΕ έχει μερίδιο 14% και η ΑΒΕΖ ΑΕ το 10%. Στις επόμενες θέσεις βρίσκονται οι εταιρείες Misko ΑΕ με 7,5%, Stella ΑΕ με 5% και Μάκβελ ΑΕ με 2,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική παραγωγή ζυμαρικών ανέρχεται στους 123.000 τόνους ετησίως και από το 1990 παρατηρείται αύξηση της τάξεως του 54,5%.


Στο σύνολο της παραγωγής το μεγαλύτερο μερίδιο ανήκει στη βιομηχανία Κίκιζας ΑΕΒΕΤ, το οποίο ανέρχεται στο 25%, ακολουθεί η Misko ΑΕ με 20% περίπου, στην τρίτη θέση βρίσκεται η Κορώνα ΑΕΒΕ με 19% περίπου και έπονται η Stella ΑΕ και η ΑΒΕΖ ΑΕ με 11% η καθεμία. Στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται οι εταιρείες Δάκος ΑΒΕΕ με 7,5%, Αφοί Χαραλαμπόπουλοι ΑΕ με 5% – 5,5% και Μάκβελ ΑΕ με 2,5% – 3%.