Η κυρία Νικόλ Φοντέν, η γαλλίδα πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε συνέντευξή της προς «Το Βήμα» με ιδιαίτερα διπλωματικό και πολύ προσεκτικό τρόπο ανοίγει «παράθυρο» για τη χαλάρωση των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων, ενώ στηρίζει την άποψη της μεγαλύτερης ενίσχυσης των μικρών και μεσαίων γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Επίσης τάσσεται σαφώς υπέρ της επιλογής του ομοσπονδιακού μοντέλου για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και υπέρ της θέσπισης ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος που θα ενσωματώσει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ενώ δηλώνει ότι κατανοεί απόλυτα το κίνημα κατά της «ασύδοτης και ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης».





­ Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ έθεσε εκ νέου το θέμα της τροποποίησης των στόχων και των κριτηρίων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στη μετά Μάαστριχτ εποχή όμως μήπως θα έπρεπε ο γενικότερος στόχος της επίτευξης δημοσιονομικών πλεονασμάτων να αντικατασταθεί από την ξεχωριστή και μη ελλειμματική διαχείριση των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού και από την επεκτατική αντίθετα διαχείριση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις, χωρίς να εγκαταλείπεται συγχρόνως η μακροπρόθεσμη δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία;


«Θα ήθελα να επισημάνω ότι πρόσφατα οι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας υπενθύμισαν την προσήλωσή τους στις αρχές του Συμφώνου Σταθερότητας. Δεν πιστεύω εξάλλου ότι η τρέχουσα επιβράδυνση της ανάπτυξης εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης πρέπει να μας οδηγήσει στην αμφισβήτησή του. Η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών έχει ήδη αποδώσει καρπούς και οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν. Οι χώρες της ζώνης του ευρώ δεν βρίσκονται όλες στο ίδιο οικονομικό επίπεδο, αλλά έχουν παρ’ όλα αυτά έναν κοινό στόχο: να οικοδομήσουν κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα από κοινού με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίες δεν είναι μέλη της ζώνης, την πλέον ανταγωνιστική και δυναμική ευρωπαϊκή οικονομία της γνώσης.


Δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο ορισμένες χώρες από τις επονομαζόμενες «μεγάλες» θα επιθυμούσαν να απομακρυνθούν από την εφαρμογή του με το πρόσχημα μιας παροδικής επιδείνωσης της οικονομίας. Εξάλλου στο Σύμφωνο προβλέπεται ότι είναι δυνατή η παρέκκλιση από ορισμένους κανόνες σε περίπτωση εξαιρετικά σοβαρής κατάστασης και σε παρόμοιες περιπτώσεις οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και όχι μεμονωμένα από τα κράτη-μέλη.


Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι ο «στόχος του ελλείμματος» είναι δυνατόν να συνδυαστεί με τον «στόχο της δαπάνης», υπό την προϋπόθεση πως η δημόσια δαπάνη διατίθεται για δημόσιες επενδύσεις, ιδίως στους τόσο σημαντικούς τομείς της παιδείας και της κατάρτισης, της διά βίου μάθησης, της έρευνας ή ακόμη και των τεχνολογιών αιχμής. Πρόκειται για τομείς στους οποίους υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες επένδυσης στους ανθρώπινους πόρους.


Υπ’ αυτό το πρίσμα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι ο συνδυασμός ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων μπορεί να επιτρέψει την υλοποίηση μεγάλων έργων, όπως π.χ. στους τομείς των Διευρωπαϊκών Δικτύων, της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών.


Τώρα που το ευρώ είναι γεγονός και ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών αρχίζει να καρποφορεί, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πιστεύει ότι δεν πρέπει πλέον να γίνεται λόγος για «εσωτερική αγορά» αλλά για «εγχώρια αγορά». Θεωρώ δε ότι η οικεία αυτή έκφραση σηματοδοτεί το ότι οι λαοί μας μοιράζονται πια τον ίδιο χώρο μέσα στον οποίο πρέπει να νιώθουν σαν στο σπίτι τους.


Θα ήθελα επίσης να παρατηρήσω με ικανοποίηση ότι η γλώσσα σας, καθώς και η λατινική γλώσσα, αναγράφεται σε όλα τα χαρτονομίσματα του ευρώ… Σύμβολα της ίδιας της ευρωπαϊκής ιστορίας!».


­ Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Νίκαιας μετά την αρνητική ψήφο των Ιρλανδών στο σχετικό δημοψήφισμα αποτέλεσε την αφετηρία ευρύτατης συζήτησης για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που σήμερα αντιμετωπίζει τις προκλήσεις τόσο της διεύρυνσης όσο και της αύξησης των θεσμικών της εξουσιών. Στο πλαίσιο αυτό συμφωνείτε με την άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει πλέον να αποκτήσει Σύνταγμα και στην περίπτωση αυτή ότι θα πρέπει να μετεξελιχθεί το νομικό καθεστώς του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων;


«Η αρνητική ψήφος του ιρλανδικού λαού πρέπει να γίνει σεβαστή από όλους και εναπόκειται πλέον στην κυβέρνησή του να αναζητήσει διόδους και τρόπους εξεύρεσης θετικής λύσης. Θα ήθελα ωστόσο να επιμείνω στο ότι σε όλα τα κράτη-μέλη δεν έχουν δοθεί πλήρεις εξηγήσεις για τους στόχους της ευρωπαϊκής οικοδόμησης και τα πλεονεκτήματά της ιδιαίτερα για την καθημερινή ζωή των συμπολιτών μας. Γι’ αυτό και εν όψει της νέας αναθεώρησης της Συνθήκης το 2004, χρονιά εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πιθανότατα προσχώρησης των υποψηφίων προς ένταξη χωρών, διεξάγεται ήδη ευρύτατη συζήτηση, ώστε η Διακυβερνητική Διάσκεψη που θα κλείσει αυτόν τον διάλογο με τους πολίτες να είναι σε θέση να απαντήσει στο βασικό ερώτημα: Ποια Ευρώπη θέλουμε;


Από τη στιγμή που θα έχει δοθεί αυτή η απάντηση, τότε θα μπορέσουμε να ασχοληθούμε και με την αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων επιπέδων εξουσίας ­ ευρωπαϊκής, εθνικής και περιφερειακής ­ καθώς και με την απλοποίησή τους. Φυσικά είμαι υπέρμαχος του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Η υιοθέτηση ενός σαφούς και κατανοητού κειμένου επιβάλλεται, αλλά βεβαίως αυτό προϋποθέτει το ξεκαθάρισμα των διαφόρων κειμένων των συνθηκών που έχουν συσσωρευθεί από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ως σήμερα. Πρόκειται για προσπάθεια στοιχειώδους διαφάνειας.


Βεβαίως, ένα Σύνταγμα άξιο του ονόματός του πρέπει να περιλαμβάνει στο προοίμιό του τις αξίες επί των οποίων εδράζεται. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που είχα την τιμή να υπογράψω στη Νίκαια πέρυσι τον Δεκέμβριο μαζί με τον Ρομάνο Πρόντι και τον Υμπέρ Βεντρίν. Ο Χάρτης αποτελεί το θεμέλιο της Ενωσής μας, που είναι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Αν και, όπως γνωρίζετε, πρέπει ακόμη να διευθετηθεί το ζήτημα της νομικής του ισχύος, διότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας δεν θέλησε να του προσδώσει δεσμευτική ισχύ κατά την υπογραφή του. Αυτή η πτυχή είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και δεν τολμώ να φανταστώ ενσωμάτωση του Χάρτη στη συνθήκη χωρίς νομική ισχύ».


­ Κατά τη γνώμη σας, ποιο μοντέλο πρέπει να υιοθετηθεί για την προώθηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το διακυβερνητικό ή το ομοσπονδιακό μοντέλο;


«Η απάντησή μου στην πρώτη σας ερώτηση καταδεικνύει ότι είμαι οπαδός της ομοσπονδιακής διάρθρωσης, διότι η διακυβερνητική οικοδόμηση της Ευρώπης είναι πλέον παρωχημένη, όπως αποδείχθηκε και με την ταλαίπωρη Συνθήκη της Νίκαιας που υπήρξε ο καρπός ενός χωλού συμβιβασμού μεταξύ εθνικών εγωκεντρισμών. Σε ό,τι αφορά δε τη σαφήνεια, το κείμενο της συνθήκης που υιοθετήθηκε είναι οπωσδήποτε το πλέον δυσνόητο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γι’ αυτό και τάσσομαι υπέρ της απλοποίησης της συνθήκης, υπέρ ενός σαφούς Συντάγματος και υπέρ κοινών πολιτικών που θα βασίζονται στην αποτελεσματικότητα και στην αλληλεγγύη. Υπό το πρίσμα αυτό είναι προφανές ότι οφείλουμε να προχωρήσουμε στη λεπτομερή αξιολόγηση κάθε κοινής πολιτικής. Γιατί πολύ συχνά η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε την τάση να ασχολείται με ζητήματα που μπορεί να φαίνονταν δευτερεύοντα αλλά στην ουσία οι συμπολίτες μας τα εξελάμβαναν ως πλήγματα κατά της εθνικής τους ταυτότητας. Δεν πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ως αποστολή να ρυθμίζει λεπτομερώς τους υγειονομικούς κανόνες στις λαϊκές αγορές ή ακόμη τους κανόνες που διέπουν την παρασκευή του ενός ή του άλλου τυριού. Αντίθετα, αν θέλουμε να υποστηρίξουν οι συμπολίτες μας την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, οφείλουμε να τους πείσουμε ότι η Ενωση προστατεύει την υγεία και το περιβάλλον τους, ότι συμβάλλει στην πολιτισμική τους άνθηση, ότι τα κράτη-μέλη της είναι αλληλέγγυα μεταξύ τους και ότι προασπίζεται ένα πολιτισμικό μοντέλο με επίκεντρο τον άνθρωπο».


­ Οπως είναι γνωστό, ήδη συζητείται το ενδεχόμενο της μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) με στόχο τη μείωση και της αντίστοιχης επιβάρυνσης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Κατά τη γνώμη σας, μια μεταρρύθμιση αυτού του είδους δεν θα έπρεπε να αποβεί προς όφελος των μικρών παραγωγών και των παραγωγών με εισοδήματα κατώτερα του μέσου κοινοτικού όρου, ώστε να προστατευθούν οι αγροτικές κοινότητες της Ευρώπης, η γεωργική πολυποικιλότητα και η περιφερειακή συνοχή;


«Εδώ και πολύ καιρό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τάσσεται υπέρ μιας αγροτικής πολιτικής που δεν θα διέπεται τόσο από την αντίληψη της παραγωγής, αλλά θα μεριμνά περισσότερο για την προστασία του περιβάλλοντος, θα είναι πιο επικεντρωμένη στην ανάπτυξη της υπαίθρου και θα συμβάλλει αποτελεσματικά στην ορθολογική χωροταξική διάρθρωση. Γι’ αυτό και η ΚΑΠ θα πρέπει να τροποποιηθεί, μειώνοντας τις οικονομικές ενισχύσεις προς τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις που είναι προσανατολισμένες σε εντατικές μεθόδους παραγωγής και αυξάνοντας τις επιδοτήσεις προς τις μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να καταστραφεί η ΚΑΠ, που αποτελεί ένα από τα βασικά κεκτημένα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με δημοσιονομικά προσχήματα».


­ Οι διαμαρτυρίες κατά της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη, από το Γκέτεμποργκ ως τη Γένοβα, προέρχονται από μεγάλες ομάδες πολιτών που αμφισβητούν τη διαφάνεια και την αξιοπιστία διεθνών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση. Πώς είναι σήμερα δυνατόν η Ευρωπαϊκή Ενωση να ενισχύσει τη νομιμοποίησή της ενώπιον των ίδιων των πολιτών της;


«Ενα είναι βέβαιο: στο εσωτερικό της κοινής γνώμης υπάρχει δυσφορία μπροστά σε μια ασύδοτη και ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση. Προσωπικά μπορώ να κατανοήσω τις διεκδικήσεις που αφορούν την ανάγκη για έναν δικαιότερο, πιο αλληλέγγυο κόσμο, στον οποίο ο πλούτος θα είναι καλύτερα κατανεμημένος. Κατά συνέπεια, οι πολιτικοί ιθύνοντες πρέπει να αφουγκραστούν τους πολίτες και να καθιερώσουν τον διάλογο με τα ειρηνιστικά κινήματα. Αντίθετα, οφείλουμε να καταδικάσουμε με τον πιο σθεναρό τρόπο τις ενέργειες των κατ’ επάγγελμα ταραχοποιών και σε συνεργασία με τους υπευθύνους των ειρηνιστικών κινημάτων να τους απομονώσουμε ώστε να μην μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα».