Τζέρι Γουέξλερ

Τζέρι Γουέξλερ Ο πλανητάρχης της βιομηχανίας του δίσκου... Η μοναδική προσωπικότητα του Τζέρι Γουέξλερ προσδιόρισε όσο ελάχιστες τον χαρακτήρα της φωνογραφικής βιομηχανίας και σημάδεψε μερικές από τις λαμπρότερες στιγμές της μουσικής που άλλαξε τον κόσμο. Στις γραμμές που ακολουθούν σκιαγραφείται η πορεία του 80χρονου σήμερα θρύλου μέσα από μερικές ιστορίες στις οποίες εμπλέκονται μεταξύ άλλων οι γιοι

Η μοναδική προσωπικότητα του Τζέρι Γουέξλερ προσδιόρισε όσο ελάχιστες τον χαρακτήρα της φωνογραφικής βιομηχανίας και σημάδεψε μερικές από τις λαμπρότερες στιγμές της μουσικής που άλλαξε τον κόσμο. Στις γραμμές που ακολουθούν σκιαγραφείται η πορεία του 80χρονου σήμερα θρύλου μέσα από μερικές ιστορίες στις οποίες εμπλέκονται μεταξύ άλλων οι γιοι τού κάποτε τούρκου πρέσβη στις ΗΠΑ, ο Ρέι Τσαρλς, ο Κώστας Φέρρης, η αδελφή της Μαντόνα, ο Τσιτσάνης, η Αρίθα, το μπαρ της Ράτκας και μια εντυπωσιακή Ελληνοαμερικανίδα!


«Ο Τζέρι Γουέξλερ είναι ο μπαμπάς


και η μαμά της σόουλ μουσικής»


Αλ Μπελ


«Δεν τραγουδώ πια τούτο το τραγούδι για μένα…


Το τραγουδώ κυρίως για σένα!»


Τζέιμς Μπράουν



Εκείνο το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου 1980 βρισκόμουν στη Λ. Μεσογείων διεκπεραιώνοντας μια επαγγελματική βόλτα ρουτίνας στα γραφεία των δισκογραφικών εταιρειών. Η ραγδαία αναπτυσσόμενη ελληνική βιομηχανία του δίσκου είχε σιγά σιγά αρχίσει να συγκεντρώνεται στη Μεσογείων, από τότε όπου κοντά στις Minos και Polygram εγκαταστάθηκαν εκεί και τα νεοϊδρυθέντα εντόπια παραρτήματα των πολυεθνικών CBS (σήμερα Sony) και WEA. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ιδιωτική ραδιοφωνία, ούτε τα έντυπα αφιέρωναν τόσο χώρο στη μουσική και ως εκ τούτου όσοι εργαζόμασταν στα ΜΜΕ με αντικείμενο το ροκ ήμασταν δεν ήμασταν 20 άνθρωποι. Ετσι, μια απλή βόλτα ως τη Μεσογείων κάθε 15 ημέρες κρατούσε εμάς ενήμερους για το καθετί και τις εταιρείες μακριά από τον σημερινό εφιάλτη τους που ακούει στο όνομα… κούριερ!


Η κατάληξη λοιπόν εκείνης της δευτεριάτικης βόλτας ήταν τα γραφεία της WEA, που βρίσκονταν εκεί όπου είναι και σήμερα, λίγο πριν από το Νομισματοκοπείο. Μπαίνοντας κατευθύνθηκα στο γραφείο του υπεύθυνου ξένου ρεπερτορίου της εταιρείας που ήταν ο Βάσος Τσιμιδόπουλος. Ο Βάσος ήταν ένα πανύψηλο, όμορφο και ευγενικό παλικάρι, που είχε γεννηθεί στο Ζαΐρ και που μερικά χρόνια αργότερα έχασε με τραγικό τρόπο τη ζωή του ψαρεύοντας κάπου στην Αφρική.


Τέλος πάντων, με το που μπήκα στο γραφείο του με κοίταξε με το ύφος του ανθρώπου που ετοιμάζεται να μοιραστεί μαζί σου ένα πολύ σπουδαίο μυστικό. «Μάντεψε ποιος είναι δίπλα», με ρώτησε προτείνοντάς μου να καθήσω. «Ο Τομ Γουέιτς!», του απάντησα γελώντας. «Οοοχι!», μου είπε με τον χαρακτηριστικό «γλυκό» τρόπο που μιλούσε. «Δίπλα βρίσκεται ο Τζέρι Γουέξλερ! Είναι φίλος του Δημητρίου (σ.σ.: ο πρώτος διευθυντής της εδώ WEA) που τον φιλοξενεί εδώ και σήμερα είπε να περάσει από τα γραφεία μας. Αλλά, το καλύτερο», συνέχισε, «είναι πως σε μισή ώρα θα ξεκινήσει μέσα ένα surprise party που οργανώσαμε προς τιμήν του. Εχουμε καλέσει πολλούς παραγωγούς και δημοσιογράφους, όσους τέλος πάντων βρήκαμε έτσι ξαφνικά που έγιναν όλα. Αν δεν έχεις δουλειά θα ‘θελα να μείνεις!».


Ακούγοντας πως σε λίγη ώρα θα συναντούσα τον Τζέρι Γουέξλερ ένιωσα να βγαίνουν από το στόμα μου οι γνώριμοι ήχοι των… Beavis & Butthead, κάπου δέκα χρόνια προτού το τηλεοπτικό δίδυμο του MTV κάνει την πρώτη του εμφάνιση! Ακουσα λοιπόν τον εαυτό μου να απαντά κάτι του στυλ: «Εεε, πώς, χε-χε-χε-χε, βέβαια, δηλαδή, χα-χα, ε, χμμμ, είσαι σίγουρος ότι θα δω τον, εεε, Τζέρι Γουέξλερ;». Χαμογέλασε αινιγματικά και μου είπε: «Περίμενε λιγάκι και θα δεις!».


Εμεινα λοιπόν και περιμένοντας προσπάθησα να συγκεντρωθώ στις λεπτομέρειες που έκαναν τον άνθρωπο που θα συναντούσα μοναδικό. Γιατί, όπως έγραψε κάποτε το έγκυρο περιοδικό «Rolling Stone», «στη βιομηχανία του δίσκου υπάρχουν πολλοί προικισμένοι παραγωγοί, πρωτοπόροι μεταρρυθμιστές ή εμπνευσμένοι μπίζνεσμεν. Αλλά υπάρχει μόνο ένας Τζέρι Γουέξλερ. Κανένας δεν έκανε όλες αυτές τις δουλειές τόσο καλά και για τόσο μεγάλο διάστημα!». Ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός. Γιατί ο Τζέραλντ «Τζέρι» Γουέξλερ, που γεννήθηκε το 1917 στη Νέα Υόρκη, δεν είναι απλώς ένας από τους μεγάλους… Είναι ένας από τους λίγους πολύ μεγάλους, που «άνοιξαν την πόρτα» της βιομηχανίας του θεάματος στις σπουδαίες φυσιογνωμίες που καθόρισαν τη μουσική των τελευταίων δεκαετιών, αλλά που ταυτόχρονα «εκτόξευσαν» και την εν λόγω βιομηχανία σε όρια και περιοχές ασύλληπτες για τα κάποτε μεγέθη της. Και να γιατί ο Γουέξλερ αναδείχθηκε σε έναν από αυτούς τους λίγους πολύ μεγάλους…


Από τα μπιλιάρδα στον… Μαγκρίτ!


… Καρπός του γάμου του πολωνοεβραίου μετανάστη Χάρι Γουέξλερ και της γερμανίδας μετανάστριας Ελσα Σπιτζ, ο Τζέρι μεγάλωσε φτωχικά στο Ουάσιγκτον Χάιτς της Νέας Υόρκης. Τα φτωχικά εκείνα χρόνια όμως λαμπρύνθηκαν από μια αξιοσημείωτη χημεία, κουλτούρας του («μαύρου») δρόμου και παιδείας της βιβλιοθήκης. Με δύο λόγια, δεκατριάχρονος μόλις, ο Γουέξλερ ήταν ήδη ένας φανατικός αναγνώστης κάθε λογής βιβλίου και ταυτόχρονα «αστέρι» του μπιλιάρδου σε καταγώγια όπου δύσκολα έμπαινες αν το χρώμα σου ήταν πιο ανοιχτό από αυτό που κομψά αποκαλούμε μελαψό!…


Ακούγεται παράξενο για έναν «γαβριά», αλλά ο νεαρός Τζέρι ισορροπούσε αξιοθαύμαστα πάνω στις δύο ακραίες πηγές της παιδείας του. Ετσι απέφυγε την οδόν της απωλείας και κατάφερε να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας σπουδάζοντας δημοσιογραφία. Δεν έμεινε εκεί για πολύ καιρό! Δευτεροετής ων, είδε σε ένα κλαμπ τον «Μπιγκ» Τζο Τέρνερ και… επέστρεψε άρον άρον στη Νέα Υόρκη! Εκανε κάθε λογής δουλειά για να εξοικονομεί τα «δίδακτρά» του… Γιατί τότε «μαθήτευσε» ως… θαμών στα κλαμπ του Χάρλεμ, ακούγοντας την Ελα Φιτζέραλντ και την Μπίλι Χολιντέι! Παντρεύτηκε για πρώτη φορά και το 1942 κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο Κάνσας και πήρε το πτυχίο του προτού μετακινηθεί ξανά προς τη γενέτειρά του. Τότε ήδη ο 28χρονος Γουέξλερ έχει «χτίσει» την πολυδιάστατη και ισχυρή προσωπικότητά του ­ προϊόν της απροσδιόριστης προπολεμικής αύρας που ορίστηκε σαν «πνεύμα Americana» και που καθόρισε πολλές προσωπικότητες σχεδόν σύγχρονες του ήρωά μας (σαν τον Τζον Χιούστον και τον Ερνεστ Χεμινγκγουέι).


Οπλισμένος μόνο με αυτό το ανήσυχο πνεύμα του, ο Γουέξλερ πιάνει δουλειά στο (ώς σήμερα) εγκυρότερο έντυπο της μουσικής βιομηχανίας, το «Billboard». Εκεί καταφέρνει και αλλάζει τον τίτλο του πίνακα επιτυχιών «μαύρης» μουσικής, από «Φυλετική (sic) μουσική» σε «Δίσκοι ρυθμ-εν-μπλουζ»… «Και γιατί αυτό είναι σπουδαίο;», θα αναρωτιέστε και με το δίκιο σας.


Ετσι κι αλλιώς κανένας δεν έδωσε μεγάλη σημασία και τότε, η ουσία όμως αυτής της μεγαλοφυούς πρωτοβουλίας του Γουέξλερ είναι πως οσμιζόμενος έγκαιρα την επερχόμενη θύελλα του ροκ-εν-ρολ κατάλαβε ότι τίποτε δεν θα γινόταν αν η ίδια η βιομηχανία δεν σταματούσε να κατευθύνει τη «μαύρη» μουσική αποκλειστικά στο «μαύρο» ακροατήριο. Ετσι αποφόρτισε το μουσικό αυτό ιδίωμα από κάθε φυλετική αναφορά, «ντύνοντάς» το με το σαγηνευτικό «ταμπελάκι» που εμπνεύστηκε: «Ρυθμός και μελαγχολία»!


Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστα χρόνια ώσπου τα λευκά παιδιά που άκουγαν σε ονόματα όπως Τζέρι Λι, Ελβις, Μπιλ, Τζιν και Εντι να μάθουν καλά το ρυθμ-εν-μπλουζ μάθημά τους, τόσο καλά όσο έμαθαν και το κάντρι και, αφομοιώνοντάς τα, να εμφανισθούν με τη μουσική που άλλαξε και αλλάζει ακόμη τον κόσμο, εσάς, εμένα, τα παιδιά σας και τον αυριανό κόσμο των παιδιών τους: το ροκ-εν-ρολ!


Εν τω μεταξύ ο Γουέξλερ είχε ήδη συναντήσει το δικό του πεπρωμένο, όταν το 1952 έγινε ο τρίτος συνεταίρος στη μικρή ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Atlantic Records, της οποίας η βασική ενασχόληση ήταν οι ηχογραφήσεις μουσικών της τζαζ. Ο Τζέρι ήταν φανατικός ακροατής αυτής της μουσικής από εικοσαετίας και πλέον, αλλά ταυτόχρονα διέθετε ένα καλοκουρντισμένο ευήκοον ους, που του επέτρεπε να «μυρίζει» από μακριά ένα σπουδαίο τραγούδι. Γρήγορα οι δύο φανατικοί τζαζόφιλοι συνέταιροί του άφησαν τη διορατικότητα του Γουέξλερ να τους οδηγήσει σε νέα «ανοίγματα», αγνοώντας πως αλλάζουν την ιστορία αλλά διαισθανόμενοι πως αυτό έπρεπε να κάνουν.


Τώρα αυτοί οι δύο συνέταιροι του Γουέξλερ δεν ήταν οι συνηθισμένοι τύποι που διευθύνουν μικρές ανεξάρτητες εταιρείες τζαζ μουσικής. Για την ακρίβεια, ο Νεσούι και ο Αχμέτ Ερτεγκούν ήταν οι δύο γιοι τού επί χρόνια πρέσβη της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, ενός από τους λίγους και πανίσχυρους «δυτικότροπους» παράγοντες της κεμαλικής Τουρκίας. Οι δύο γόνοι του είχαν μεγαλώσει μέσα σε χλιδή στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ και πήραν εξαιρετική παιδεία (με σπουδές στη Σορβόνη και αλλού), προαλειφόμενοι για διπλωμάτες καριέρας, ώσπου μαγεύτηκαν από την τζαζ, με αποτέλεσμα η τουρκική διπλωματία να απολέσει δύο λαμπρά πνεύματα και η αμερικανική μουσική να κερδίσει τρεις μεταμορφωτές!


Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως ώς τότε (και για πολύ αργότερα) οι μικρές εταιρείες ήταν στα χέρια ανθρώπων χωρίς παιδεία, που απλώς ευνοούνταν από το ένστικτό τους ή τη χωροχρονική συγκυρία. Ο γιος όμως του πολωνοεβραίου μετανάστη και οι γόνοι του τούρκου διπλωμάτη είχαν και την παιδεία και την καλλιέργεια που τους επέτρεψαν να προσεγγίσουν αλλιώς τη μουσική που κάποτε λεγόταν «φυλετική»… Η Atlantic έγινε η πρώτη εταιρεία που πλήρωνε δικαιώματα στους έγχρωμους μουσικούς αλλά και η πρώτη που άρχισε να προβάλλει μια ενιαία αισθητική αντίληψη με τα εξώφυλλα και τα λογότυπά της. Και αυτές ήταν δύο μόνο από τις καινοτομίες της. Μα πέρα από τις καινοτομίες, το μεγάλο «πάρτι» ξεκίνησε όταν ο Γουέξλερ άρχισε να υπογράφει συμβόλαια και να κατευθύνει τις παραγωγές σε μια σειρά από καλλιτέχνες που σημάδεψαν τη μουσική ανεξίτηλα. Δούλεψε με σκαπανείς σαν τον «Μπιγκ» Τζο Τέρνερ, τον Προφέσορ Λόνγκχερ, τους Ντρίφτερς, τον Ρέι Τσαρλς, καθόρισε τη μουσική που μάθαμε να ονομάζουμε «σόουλ» όχι μόνο γιατί τη βάφτισε έτσι (με τον δίσκο του Σόλομον Μπερκ «Rock ‘n’ Soul» του 1964), αλλά γιατί ηχογράφησε και ανέδειξε μερικά από τα πιο μεγάλα αστέρια της: Οτις Ρέντιγκ, Ουίλσον Πίκετ, Μπεν Ι. Κινγκ, Ρούφους Τόμας, Τζο Τεξ, Ρομπέρτα Φλακ, Ετα Τζέιμς, Εντι Φλόιντ και Αρίθα Φράνκλιν είναι μερικά από αυτά!


Παράλληλα ανέδειξε την Ντάστι Σπρίνγκφιλντ σε διεθνούς ακτινοβολίας αστέρι και, φυσικά, αυτή δεν ήταν η μόνη «λευκή»… εκτροπή του ως παραγωγού. Ο Ντόκτορ Τζον, οι Ολμαν Μπράδερς, ο Γκραβενίτης με τους Ελέκτρικ Φλαγκ, η Λούλου, ο Χοσέ Φελιτσιάνο, η Σερ, η Λίντα Ρόντσταντ, οι Ντάιαρ Στρέιτς, ο Ερικ Κλάπτον και ο Μπομπ Ντίλαν είναι μερικοί από τους δεκάδες σταρ που ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχαν το προνόμιο να ηχογραφήσουν δίσκους με παραγωγό τον Τζέρι Γουέξλερ. Για 25 χρόνια ό,τι άγγιζε γινόταν χρυσάφι! Εξ ου και το σπίτι του στο Μανχάταν λένε πως ήταν κατά το ήμισυ καλυμμένο από χρυσούς δίσκους και κατά το υπόλοιπο ήμισυ από πανάκριβα έργα τέχνης και πίνακες. Πάντοτε καλόγουστος και bon-viveur ο Γουέξλερ έμαθε να εκτιμά ένα καλό δείπνο (με συνδαιτυμόνες που εποίκιλλαν, από τον πρόεδρο Κάρτερ ώς τον Ελία Καζάν) όσο και έναν… ιδιαίτερο πίνακα. Αυτό το «πάθος» διακατείχε εξίσου και τους δύο συνεταίρους του. Και οι τρεις μπόρεσαν να το «χορτάσουν» όταν η εταιρεία τους αγοράσθηκε από την «αδελφή» Warner Records και δημιουργήθηκε η WEA (Warner – Elektra – Atlantic), που με τη σειρά της ανήκει σήμερα στον κολοσσό Time/Warner (ουφ!). Σημειωτέον ότι, σε αντίθεση με άλλες εξίσου σημαντικές εταιρείες (π.χ. τη Motown από το Ντιτρόιτ), η Atlantic πουλήθηκε εύκολα και με μεγάλο κέρδος, ακριβώς γιατί λειτουργούσε με διαφάνεια (είχε συμβόλαια, πλήρωνε δικαιώματα κλπ.).


Ετσι, ήταν καινοτομία για τη δισκογραφία το υψηλό τίμημα με το οποίο μεταβιβάστηκε και φυσικά αυτό ήταν και το μεγαλύτερο επιχειρηματικό κατόρθωμα των Ερτεγκούν και του Γουέξλερ. Μόλις πήραν τα (πάρα πολλά) λεφτά τους, δεν έχασαν καιρό. Εστειλαν τον Νεσούι στο Παρίσι με την «εντολή» να αγοράσει μια ντουζίνα έργα του Μαγκρίτ! Γύρισε πίσω με 12 έργα, πήραν από τρία έκαστος, μέτρησαν τα εκατομμύρια δολάρια που τους περίσσευαν ακόμη και αποσύρθηκαν στους νέους, επί τιμή, τίτλους τους. Ο Γουέξλερ ονομάσθηκε επίτιμος πρόεδρος της Warner, έκανε ως ελεύθερος παραγωγός τα «ανοίγματά» του προς τον Ντίλαν και τους Ντάιαρ Στρέιτς, άρχισε να νιώθει κάπως αμήχανα έξω από τη δική του εταιρεία και, έχοντας περισσότερο ελεύθερο χρόνο από ποτέ, άρχισε να ταξιδεύει συχνότερα… Τις περισσότερες φορές ταξίδευε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, μια εντυπωσιακά αριστοκρατική και καλλιεργημένη νεότερή του γυναίκα, κόρη ελλήνων μεταναστών στο Σικάγο, τη Ρενέ Πάπας. Και εκείνο το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου 1980 βρισκόταν μαζί της στην Αθήνα…


Ούζο και «Ρεμπέτικο»


Στα γραφεία της WEA στη Μεσογείων το μισάωρο είχε προ πολλού παρέλθει και τον Βάσο τον είχαν ζώσει τα φίδια… Αγνοώντας τη σημασία του «μυστικού» που τους είχε κοινοποιήσει προσκαλώντας τους, οι δημοσιογράφοι και οι παραγωγοί των δισκογραφικών εταιρειών δεν φάνηκαν ποτέ! Για την ακρίβεια, εμφανίσθηκαν δύο ­ και δύο που ήμασταν με τον Βάσο, σύνολο τέσσερις προσκεκλημένοι για να μοιραστούμε με τον Γουέξλερ έναν μπουφέ για 50 άτομα! Ο μακαρίτης ο Τσιμιδόπουλος δεν μιλιόταν. Με τα πολλά περάσαμε στην αίθουσα του… πάρτι, όπου σε λίγο ήλθαν ο Γουέξλερ και ο Δημητρίου. Εννοείται πως ο άνθρωπος ούτε που ασχολήθηκε με το… ευρύχωρον της αιθούσης και δεν νοιάστηκε καν όταν οι δύο μίντια – άνθρωποι που είχαν εμφανισθεί αποχώρησαν ύστερα από λίγο. Το σκηνικό είχε πολλή πλάκα. Είχαμε απομείνει τέσσερις άνθρωποι πίνοντας ούζα και αδειάζοντας δίσκους με καναπεδάκια και σουβλάκια που απλώς δεν τελείωναν ποτέ! Ο Γουέξλερ ήταν αυτό που έπρεπε να είναι: κοντρολαρισμένος, γνώστης της ιδιαιτερότητάς του, παντελώς αδιάφορος για την αρχικά αμήχανη ατμόσφαιρα, σοφός και, ως εκ τούτου, προσηνής και ανοιχτός. Μιλήσαμε για πολλά και, ανατρέχοντας σήμερα στις σημειώσεις εκείνου του απομεσήμερου, βλέπω με έκπληξη πόσα πράγματα που έγιναν αργότερα διαισθανόταν από τότε. Οπως, για παράδειγμα, την (επαν)ανάδειξη των μικρών ανεξάρτητων εταιρειών σε ζωογόνο δύναμη για τη δισκογραφία! Με αυτά και με εκείνα και με πολύτιμες ιστορίες γύρω από τον Ντίλαν, την Αρίθα, τον Λένι Μπρους και τον Φιλ Σπέκτορ πέρασαν ώρες και όταν πια είχε φτάσει το απόγευμα, ευγενικά πρότεινε να συνεχίσουμε τα ουζάκια στη «Μεγάλη Βρεταννία» όπου διέμενε. Ενιωσα πως το ‘χαμε παρατραβήξει, αρνήθηκα ευγενικά και (μισομεθυσμένος) πήγα σπίτι μου να ακούσω δίσκους του Οτις Ρέντινγκ και της Αρίθα…


Πέρασαν πολλοί μήνες και ένα απόγευμα, την άνοιξη του 1982 πια, δέχθηκα ένα απρόοπτο τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας μυστηριώδης τύπος που τότε είχε αποπειραθεί να οργανώσει συναυλίες ξένων καλλιτεχνών χρησιμοποιώντας το εκκεντρικό ψευδώνυμο Λοστρέ Ντελοσέ. «Ελα το βράδυ στο μαγαζί της Ράτκας», μου είπε. «Κάτι σημαντικό γίνεται και σε χρειαζόμαστε». Πήγα και εκτός από τον άνθρωπο που μου τηλεφώνησε βρήκα εκεί τον Γιάννη Πετρίδη, τον Κώστα Φέρρη και μια εντυπωσιακή γυναίκα που μου τη συνέστησαν ως κυρία Ρενέ Πάπας – Γουέξλερ. Η ιστορία ήταν πως πριν από ένα χρόνο το ζεύγος είχε επισκεφθεί ξανά την Ελλάδα και σε ένα φιλικό σπίτι γνώρισαν τον Φέρρη που τους μίλησε για το σχέδιό του να γυρίσει το φιλμ «Ρεμπέτικο» και τους χάρισε το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Το ρεμπέτικο τραγούδι». Βέβαια ο Φέρρης αγνοούσε τότε πως ο Γουέξλερ επένδυε σε κινηματογραφικές και θεατρικές παραγωγές.


Ετσι, έμεινε άναυδος όταν λίγο αργότερα έλαβε ένα δέμα με δίσκους μπλουζ, δώρο από τον Γουέξλερ, ο οποίος του έγραφε κιόλας ζητώντας του μια κόπια του σεναρίου του «Ρεμπέτικου»! Θες γιατί ήθελε να κάνει κάτι για την πατρίδα της γυναίκας του, θες γιατί γοητεύθηκε από τις συγγένειες ρεμπέτικου και μπλουζ, θες γιατί κάτι «είδε» στο όραμα του Φέρρη, σύντομα ο Γουέξλερ ανέλαβε την παραγωγή της ταινίας μαζί με τη σύζυγό του. Πήραν τον Φέρρη στη Νέα Υόρκη, ξαναδούλεψαν το σενάριο, «άνοιξαν» τους χαρακτήρες και εξασφάλισαν τις συμμετοχές στην ταινία του μεγάλου μπλούζμαν Τζον Λι Χούκερ, του Νικ Γκραβενίτη (που θα έπαιζε τον θρυλικό Τζίμη τον Χοντρό) και του αείμνηστου Βασίλη Τσιτσάνη. Η Ρενέ και ο Φέρρης γύρισαν στην Αθήνα για να οργανώσουν την παραγωγή και ο Ντελοσέ ανέλαβε να οργανώσει μια μεγάλη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο με τον μπλούζμαν, τον Ελληνοαμερικανό και τον ρεμπέτη που προανέφερα!


Η (αυτονόητη) νεανική μου έπαρση εκτοξεύθηκε μακριά όταν άκουσα τη γοητευτική Ελληνοαμερικανίδα να μου λέει πως βρίσκομαι εκεί μετά από προτροπή του Γκραβενίτη προς την ίδια και τον Φέρρη και πως αυτό για εκείνην ήταν το καλύτερο συστατικό στοιχείο. Ακουγα αμίλητος, πίνοντας βότκα και σκεφτόμουν πως από όλους μας μόνο η Ρενέ μπορούσε να αντιληφθεί τι σήμαινε αυτή η ανάμειξη του Γουέξλερ στο εν λόγω φιλμ.


Ο σκηνοθέτης λογικά έβλεπε τη δική του ευκαιρία, ο μυστηριώδης διοργανωτής έβλεπε τη συναυλία στο Παναθηναϊκό στάδιο, ο Πετρίδης ήξερε τι είναι ο Γουέξλερ αλλά ήταν λίγο «κουμπωμένος» με το θέμα ρεμπέτικο και εγώ είχα «τρομάξει» συνειδητοποιώντας τι θα συνέβαινε όταν ολοκληρωνόταν αυτό το σχέδιο, το πόσο μεγάλη ήταν η ευκαιρία που δινόταν να βγει προς τα έξω μια άλλη εικόνα της εντόπιας κουλτούρας, πολύ διαφορετική και δραματικά αποσιωπημένη, στον βωμό εξαγώγιμων συσκευασιών του τύπου «Greece is syrtaki» και «Ligo krasi, ligo thalassa ke t’ agori mou».


Λέγανε, άκουγα, ξαναλέγανε, ξανάκουγα και δεν πίστευα στα αφτιά μου. Αποχωριστήκαμε ενθουσιασμένοι και δεν πέρασαν παρά λίγες μέρες ώσπου να ξαναχτυπήσει το τηλέφωνο. Ηταν βράδυ Μεγάλης Πέμπτης του 1982 και ο μυστηριώδης διοργανωτής συναυλιών ακουγόταν ράκος! «Μόλις μίλησα με τον Γουέξλερ», μου κάνει. «Η υπόθεση τελείωσε! Δεν θέλει να ξανακούσει γι’ αυτή την ταινία!». «Τι πλάκα είναι αυτή;», ψέλλισα. «Πάρε τον Φέρρη για περισσότερα», απάντησε και έκλεισε τη γραμμή. Ο Φέρρης ήταν ζωντανός – νεκρός. Αρχισε να μου λέει κάτι μπερδεμένα, ότι η γυναίκα του Γουέξλερ βρέθηκε στο σπίτι του Ρότζερ Γουότερς των Πινκ Φλόιντ στο Πήλιο και προέκυψε ένα φλερτ με κάποιον Ελληνα, αλλά ξέροντας τις δημοσιοποιημένες συζυγικές «ατασθαλίες» του ίδιου του Γουέξλερ, αυτό δεν μου φάνηκε αρκετό σαν λόγος. Τέλος πάντων, δεν ήταν και δική μου δουλειά να ξέρω τα προσωπικά των ανθρώπων και δεν με ένοιαζε κιόλας. Ακουσα άλλον ένα δίσκο της Αρίθα και φρόντισα να ξεχάσω την ιστορία γρήγορα…


Πέρασε πολύς καιρός και τον Μάιο του 1987 βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Τότε είχα γνωρίσει μια κοπέλα που δούλευε στη Warner. Την έλεγαν Μέλανι Τσικόνε (είναι μία από τις αδελφές της Μαντόνα) και ένα απόγευμα της ζήτησα, ως χάρη, να με γνωρίσει με τη γραμματέα του Γουέξλερ. Με πήγε πρόθυμα ως εκεί, όπου η ιδιαιτέρα του έδειξε μια απόσταση όταν άκουσε πως είμαι από την Ελλάδα και θέλω να τον ξαναδώ… Τρεις μέρες αργότερα έλαβα στο ξενοδοχείο μου έναν φάκελο με δύο VIP προσκλήσεις για το γκαλά που οργανώθηκε στο Μάντισον Σκουέιρ Γκάρντενς για τα 40χρονα της Atlantic, μαζί με ένα ευγενικό σημείωμα που έλεγε ότι «λόγω φόρτου εργασίας» η συνάντησή μας δεν μπορεί να γίνει. Δεν ξέρω γιατί, μα τότε μου ήρθαν στον νου τα λόγια του Φέρρη, πέντε χρόνια νωρίτερα, όταν το σχέδιο είχε καταρρεύσει: «Δεν θέλει να ξέρει τίποτε για την Ελλάδα. Φρίκαρε ο άνθρωπος!».


Η στάση του μου φάνηκε πολύ εντάξει και έτσι πήγα στο γκαλά, όπου είδα και άκουσα (μεταξύ άλλων) και την Αρίθα Φράνκλιν!…


Πριν από τέσσερις ημέρες, στην Πλάκα…


… Κύλησαν άλλα δέκα χρόνια, ο θρύλος του Γουέξλερ μεγάλωσε και άλλο, έγινε μέλος του «Rock ‘Ν’ Roll Hall of Fame», τιμήθηκε με Γκράμι για το σύνολο του έργου του, ξαναπαντρεύτηκε, εξέδωσε το υπέροχο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Rhythm And The Blues» και τελικά απέμεινε, ογδοηκοντούτης πλέον, ο τελευταίος επιζών από τη φουρνιά των ανθρώπων που έβαλαν το νερό (της νεανικής μουσικής και κουλτούρας) στο αυλάκι (όπου κυλάει ο κόσμος).


Ολα αυτά τα θυμήθηκα πρόσφατα, όταν τυχαία ξαναβρήκα μια φωτογραφία από εκείνη τη μοναδική μας συνάντηση. Και όταν την κοίταξα, το συναίσθημα που με κυρίευσε ήταν η στενοχώρια για την απώλεια εκείνης της ευκαιρίας με το «Ρεμπέτικο» (που εννοείται ότι η μορφή στην οποία γυρίστηκε απείχε παρασάγγας από το σχέδιο παραγωγής του Γουέξλερ) και για ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για τον σύγχρονο πολιτισμό μας. Και, 15 χρόνια μετά, ένιωσα πως ήθελα να μάθω το «γιατί;». Εψαξα αρκετά και τελικά την περασμένη Τετάρτη βρέθηκα έξω από ένα πλακιώτικο σπίτι να πατώ το κουδούνι της εισόδου που γράφει Ρενέ Πάπας!


Και ναι, έμαθα γιατί χάλασε εκείνη η απόπειρα! Αλλά επειδή η συνομιλήτριά μου είναι μια γυναίκα γεμάτη δημιουργικότητα και εκπλήξεις, ικανή να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον και για άλλους λόγους (πέρα από την ιδιότητα της τέως κυρίας Γουέξλερ), θα τα μάθετε και εσείς από την ίδια, όταν ένα από τα «Βλέμματα» του «Βήματος» θα πέσει σύντομα επάνω της!


Ως τότε, έχετε όλο τον καιρό να ξανακούσετε και εσείς κάποιον δίσκο του Οτις Ρέντινγκ, του Ρέι Τσαρλς ή της Αρίθα Φράνκλιν!

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.