Την τελευταία φορά που στείλαμε ρομπότ στον Αρη τα μηχανήματα έσκαψαν στην επιφάνεια, πήραν δείγματα, τα ανέλυσαν προσεκτικά και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η επιφάνεια του είναι αφιλόξενη ακόμη και για οργανικές ενώσεις. Η εξήγηση τότε ήταν ότι η θερμοκρασία είναι χαμηλή, δεν υπάρχει νερό και, το χειρότερο, η υπεριώδης ακτινοβολία είναι τόσο ισχυρή που θα «ψήσει» κάθε μικροοργανισμό που θα αποφασίσει να εμφανισθεί στην επιφάνεια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το θέμα έκλεισε και ότι το διαστημικό πρόγραμμα επισκέψεων στον Αρη πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση ή να εγκαταλειφθεί αν η αναζήτηση ζωής είναι ο κύριος στόχος του.


Πέρασαν όμως είκοσι χρόνια από τότε και οι επιστημονικές ανακαλύψεις πάνω στις συνθήκες όπου μπορεί να ξεκινήσει και να ευδοκιμήσει ζωή έχουν μεταβληθεί πάρα πολύ και η κατηγορηματική απάντηση στο ερώτημα «υπάρχει ζωή στον Αρη;» που δώσαμε τη δεκαετία του ’70 φαίνεται να μην ικανοποιεί τους σημερινούς ερευνητές του Κόκκινου Πλανήτη. Ας δούμε λοιπόν τα νέα δεδομένα προσεκτικά και ας συζητήσουμε τη νέα στρατηγική για την αναζήτηση ζωής στον γείτονά μας.


Οι κλιματολογικές συνθήκες στον Αρη δεν ήταν πάντα τόσο άσχημες όσο σήμερα. Πριν από τριάμισι δισεκατομμύρια χρόνια, όταν οι πρώτοι μικροοργανισμοί εμφανίστηκαν στη Γη, ο Αρης ήταν θερμότερος και υπήρχε άφθονο νερό στην επιφάνειά του. Οι λίμνες και τα ποτάμια ήταν τόσο συνηθισμένα όσο είναι σήμερα στη Γη. Στο περιβάλλον αυτό θα ήταν εύκολο να αναπτυχθούν μικροοργανισμοί. Αργότερα το κλίμα πρέπει να χειροτέρεψε και η ανάπτυξη να σταμάτησε ή να βρήκε καταφύγιο βαθύτερα μέσα στο έδαφος. Είναι λοιπόν πιθανόν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα απολιθώματα αυτής της αρχικής προσπάθειας δημιουργίας ζωής καταγραμμένα στα πετρώματα του Αρη που το διαστημόπλοιο Viking δεν κατάφερε να εντοπίσει.


Πριν από είκοσι χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι η ζωή ξεκίνησε μέσα από μια «πρωταρχική σούπα» οργανικών μορίων που βρέθηκε σε ιδανικές συνθήκες και ιδανικό περιβάλλον. Σήμερα πιστεύουμε ότι η ζωή μπορεί να ξεκινήσει με πολλούς ανεξάρτητους τρόπους και μάλιστα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες: μέσα σε πετρώματα, στον πυθμένα ωκεανών ή και σε σταγόνες από σύννεφα. Γνωρίζουμε ακόμη σήμερα ότι πριν από τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια η Γη και οι άλλοι πλανήτες βομβαρδίζονταν συνεχώς από μετεωρίτες. Οι μεγάλες αυτές καταστροφές πρέπει να σταμάτησαν το ξεκίνημα της ζωής πολλές φορές προτού τελικά οι συνθήκες το επιτρέψουν, πριν από τριάμισι δισεκατομμύρια χρόνια, να αναπτυχθεί σε πιο προχωρημένες μορφές. Το ξεκίνημα της ζωής πιστεύουμε σήμερα ότι είναι μια συνεχής διαδικασία οργάνωσης που, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, μπορεί να ξεπεταχθεί. Στη μοντέρνα γλώσσα των μη-γραμμικών συστημάτων η ζωή είναι μια ξαφνική εμφάνιση οργάνωσης (τάξης) μέσα στο χάος, ένα φαινόμενο πολύ συνηθισμένο στα αριθμητικά μοντέλα πολύπλοκων συστημάτων. Το ίδιο πρέπει να έχει συμβεί και στον Αρη στο μακρινό του παρελθόν.


Ενα ακόμη σημαντικό εύρημα των τελευταίων ετών είναι ότι η ζωή μπορεί να συνεχισθεί, ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες, στο εσωτερικό πετρωμάτων πολύ βαθιά στη γη, στην Ανταρκτική και στη Σιβηρία και σε βραστό νερό. Βακτήρια βρέθηκαν σε όλες αυτές τις περιοχές και μάλιστα έχουν επιζήσει πάνω από τριάμισι δισεκατομμύρια χρόνια.


Το σύγχρονο πρόγραμμα εξερεύνησης του Αρη θα λάβει υπόψη του όλα αυτά τα νέα ευρήματα και θα αναζητήσει ζωή σε περιοχές που γνωρίζουμε σήμερα ότι κάποτε έτρεχε νερό. Πιθανόν εκεί να έχει παγιδευτεί κάποια μορφή ζωής που άντεξε κρυμμένη κάτω από την επιφάνεια μέσα σε βράχους ακολουθώντας ένα λιτό πρόγραμμα διατροφής τριάμισι δισεκατομμύρια χρόνια. Πιθανόν η ιστορία εκείνης της αποτυχημένης εκκίνησης ζωής να είναι αποτυπωμένη σε πετρώματα με τη μορφή απολιθωμάτων.


Είναι φανερό ότι ένα πρόγραμμα αναζήτησης ζωής του τύπου που περιγράψαμε θα απαιτήσει τη σταθερή ροή φτηνών σχετικά διαστημόπλοιων (το διαστημικό πρόγραμμα του Ιχνηλάτη στοίχισε μόνο 200 εκατομμύρια δολάρια) με εναλλασσόμενο πρόγραμμα πειραμάτων προσαρμοσμένο στα ευρήματα της προηγούμενης πτήσης. Η εξερεύνηση αυτή θα βοηθήσει την ανάπτυξη δύο νέων επιστημονικών κλάδων, της διαστημικής παλαιοντολογίας και της διαστημικής βιολογίας.


Η αναζήτηση ζωής έξω από τον δικό μας πλανήτη είναι ένα επιστημονικό όραμα που τρέφει τη φαντασία πολλών γενεών. Θα βρούμε άραγε ζωή στον Αρη ή η μόνη ζωή που θα αναπτυχθεί εκεί θα είναι το αποτέλεσμα της σταδιακής μετοίκησης των Γήινων; Μήπως ο Αρης σε καιρούς χαλεπούς για τους κατοίκους της Γης αποτελέσει τη νέα Γη της Επαγγελίας;


Η εγκατάσταση μονίμων σταθμών διαβίωσης αστροναυτών στον Κόκκινο Πλανήτη είναι εφικτή ακόμη και τώρα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου απίθανο στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον μερικά από τα δισέγγονά μας να ζουν εκεί ανακαλύπτοντας τις ομορφιές ενός άλλου πλανήτη. Τότε το ερώτημα της διάδοσης της ζωής στο Σύμπαν θα πάρει έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Η αναζήτηση ζωής σε άλλους κόσμους δεν θα έχει την ίδια σημασία με αυτήν που έχει σήμερα. Το Σύμπαν ολόκληρο θα θεωρηθεί ένας ενιαίος χώρος ανάπτυξης ζωής. Η ύπαρξη ή όχι ζωής σε κάθε πλανήτη θα είναι ένα ερώτημα ισοδύναμο με το ερώτημα «Υπάρχουν ή όχι δορυφόροι, δακτύλιοι ή σκόνη γύρω από τους πλανήτες ή τους αστέρες;». Για άλλη μία φορά ο άνθρωπος θα χάσει το προνόμιο να είναι κάτι το μοναδικό, κάτι το διαφορετικό από την υπόλοιπη φύση. Θα είναι άραγε απογοήτευση ή απελευθέρωση;


Για να ψάξουμε για ζωή θα πρέπει πρώτα να την ορίσουμε. Μερικοί υποστηρίζουν ότι «θα την αναγνωρίσουμε όταν τη δούμε» αλλά αυτή η απάντηση δεν επαρκεί. Μια πιο πλήρης απάντηση θα ήταν «οτιδήποτε καταπίνει, μεταβολίζει και εκκρίνει» αλλά και αυτός ο ορισμός δεν είναι αρκετός γιατί μια σειρά αντικείμενα ακολουθούν αυτές τις διαδικασίες χωρίς να έχουν καμία σχέση με ζωή (π.χ. το αυτοκίνητό μας). Ελλιπής είναι και ο ορισμός των φυσικών «απομάκρυνση από τη θερμοδυναμική ισορροπία» γιατί μια σειρά φυσικά φαινόμενα μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι, π.χ. ο κεραυνός, η ζώνη του όζοντος κλπ. Ο βιοχημικός ορισμός ζωής «νουκλεϊκά οξέα, πρωτεΐνες και άλλα σύνθετα μόρια» είναι μάλλον προσαρμοσμένος στα δικά μας μέτρα, άρα αρκετά σοβινιστικός. Τέλος, ο ορισμός που φαίνεται να υπερτερεί είναι «κάθε σύστημα που αναπαράγεται, μεταβάλλεται και αναπαράγει τις μεταβολές του», είναι όμως δύσκολο για ένα διαστημόπλοιο που προσεδαφίστηκε στον Αρη να παρακολουθήσει την αναπαραγωγή γιατί μπορεί να μη γίνεται δημόσια και οι αλλαγές μπορεί να γίνονται με αργούς ρυθμούς. Αρα ο ακριβής ορισμός για το τι είναι ζωή και πώς θα την αναγνωρίσουμε δεν είναι και τόσο εύκολο ερώτημα για να απαντηθεί με επιστημονική ακρίβεια και να έχει συγχρόνως πρακτική αξία για τα διαστημικά ταξίδια που προγραμματίζονται.


Ο κ. Λ. Βλάχος είναι αναπληρωτής καθηγητής Αστροφυσικής στο Τμήμα Φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.