Πόσες φορές έχετε επισκεφθεί την Ακρόπολη; Μήπως ανακαλύψατε την περιοχή του Ψυρρή τώρα τελευταία που έγινε της μόδας; Οι άνθρωποι που διάλεξαν συνειδητά την Αθήνα για πατρίδα τους, αν και γεννήθηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μιλούν για την πόλη μας και μας αποδεικνύουν πόσο εύκολο είναι να αδικήσουμε αυτό που θεωρούμε δεδομένο και αυτονόητο


Μισέλ Βάλεϊ (Ελβετία)


Μια Ελβετίδα, και μάλιστα ηθοποιός, εγκαταλείπει τη Βέρνη για το Παρίσι και αργότερα και αυτό για να ζήσει στην Αθήνα. Θα περίμενε κανείς ότι έπειτα από 15 χρόνια στην Ελλάδα η Michele Valley θα είχε να μας διηγηθεί κάτι ανάμεσα σε ανώμαλη προσγείωση και πολιτισμικό σοκ. Εκείνη όμως μιλάει, αντίθετα, για μια ερωτική σχέση με την πόλη και κυρίως με ορισμένες περιοχές της, τις οποίες περιγράφει ως «συνεχή πηγή συναισθημάτων». Η Ψαραγορά, το Μοναστηράκι, ο Κεραμεικός, η περιοχή του Ψυρρή προσέφεραν στη Michele Valley την αλχημεία που ομολογεί ότι τη δένει με αυτήν την πόλη. Σήμερα, αν και δεν πηγαίνει εκεί συχνά, διατηρεί με αυτά τα μέρη μια νοσταλγική συναισθηματική σχέση. Τα πραγματικά «αγαπημένα σημεία» αυτής της πόλης όμως δεν είναι πρόθυμη να τα αποκαλύψει. Πρόκειται, όπως λέει η ίδια, για τα μέρη εκείνα που γράφουν και σφραγίζουν τη συναισθηματική πορεία ενός ανθρώπου. «Δεν υπάρχει πιο ωραίος δρόμος από αυτόν όπου μένει ο αγαπημένος σου, πιο όμορφη γωνία από αυτήν όπου κρύβεσαι για να τον δεις να περνάει ή πιο συγκινητική πλατεία από αυτήν που πρωτοέμαθε ποδήλατο το παιδί σου…».


Ρεγγίνα Τασιτάνο (Βραζιλία)



Οι Βραζιλιανοί, αν και ζουν στην άλλη άκρη του πλανήτη, μοιάζουν να έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τους Ελληνες. Ισως να είναι αυτή η δίψα για ζωή που μεταφράζεται άλλες φορές σε έξαλλη διασκέδαση και άλλες σε έντονα συναισθήματα, είτε λύπης είτε χαράς. Η Regina Tassitano, με καταγωγή που μοιράζεται ανάμεσα στην Ιταλία και στη Βραζιλία, θεωρεί ότι τα δύο σημαντικότερα στοιχεία που ενώνουν τους δύο πολιτισμούς δεν είναι άλλα από τη μουσική και το φαγητό. Η ίδια, έπειτα από 17 χρόνια στην Ελλάδα, προσφέρει στους Αθηναίους μια γεύση και από τα δύο από το βραζιλιανικό εστιατόριό της και εξακολουθεί να λατρεύει το πρώτο σημείο που επισκέφθηκε στην πόλη: την Ακρόπολη. Η Regina Tassitano ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο και σκέφτεται τα όνειρα που έφερε μαζί της όταν πρωτοήρθε στη χώρα μας. Ονειρα που τα είδε ένα ένα να πραγματοποιούνται και γι’ αυτό ευγνωμονεί αυτήν την πόλη. «Κοιτάζω την Αθήνα από εδώ πάνω και νιώθω ή μάλλον ξέρω ότι μου ανήκει ακριβώς όπως της ανήκω και εγώ».


Γκούναρ Ινγκβαρ Βένσελ Μπλοκ (Βολιβία)


Θα ήταν μάλλον ατυχές αν προσπαθούσαμε να «χρεώσουμε» στον Gunnar Block μια πατρίδα, με την παραδοσιακή έννοια που δίνουμε στον όρο. Ο πατέρας του, από τη Νορβηγία, και η μητέρα του, από τη Γερμανία, γιατρός και νοσοκόμα αντίστοιχα, αφιέρωσαν τη ζωή τους στις ιεραποστολές ανά τον κόσμο. Ετσι είχε την τύχη να γεννηθεί στη Βολιβία και να ζήσει στις ΗΠΑ, στο Περού, στην Παραγουάη, στην Αργεντινή και στη Γερμανία. Στην Ελλάδα έφθασε πριν από οκτώ χρόνια με ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος, που, όπως λέει, άλλαξε τη ζωή του. Οταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει καπετάνιος, γιατρός και πιλότος. Αφού σπούδασε ιατρική και μουσική… κατέπλευσε στη μαρίνα του Αλίμου, την οποία έχει συνδέσει με τις καλύτερες στιγμές της ζωής του. Εκεί γνώρισε τη σημερινή σύζυγό του, την μπαλαρίνα Χριστίνα Μπέσκου, εκεί περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας, αφού διατηρεί μια επιχείρηση με σκάφη. Η μαρίνα του Αλίμου μοιάζει να είναι το φυσικό του περιβάλλον, το «σπίτι» του. Οταν αισθάνεται θλιμμένος, παίρνει το σκάφος του και ανοίγεται στον Σαρωνικό. Λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου όλα φαίνονται διαφορετικά. «Την ώρα που όλα τα χρώματα γεμίζουν τον ουρανό, όλα τα προβλήματα φαίνονται μικρότερα».


Ζοζιάν Γκαμπρί (Γαλλία)


Οι Γάλλοι είναι γνωστοί για τον σεβασμό που τρέφουν στην αρχαία ελληνική παράδοση. Μια γαλλίδα φιλόλογος, που βρίσκεται στην Ελλάδα ως ακόλουθος ειδική σε θέματα γλώσσας, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει την Αθήνα με τη δίψα του εξερευνητή. Η Josianne Gabry, αφού επισκέφθηκε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της πόλης, όχι μόνο έχασε τα αντανακλαστικά του τουρίστα αλλά κατάφερε να ανακαλύψει, όπως δηλώνει η ίδια, και τους θεούς μας. Εργάζεται στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας εδώ και δύο χρόνια και πρόλαβε ήδη να περάσει την πρώτη Καθαρή Δευτέρα στον λόφο του Φιλοπάππου. Η ίδια περιγράφει με ενθουσιασμό σκηνές με παιδιά, γονείς, παππούδες, καροτσάκια, χαρταετούς που προσπαθούν να σηκωθούν κόντρα στον άνεμο. Οπως λέει, στον ιστορικό αυτό λόφο περνάει πολύ από τον ελεύθερο χρόνο της. Εκεί βλέπει τους φίλους της τις Κυριακές, εκεί πηγαίνει με την οικογένειά της για περίπατο, ακόμη και τα καλοκαιρινά βράδια, της αρέσει να περπατάει στην περιοχή γύρω από τον λόφο. «Ολες τις εποχές του χρόνου το παρελθόν βρίσκεται εκεί, το ίδιο και οι θεοί. Διατηρούν όμως και μια απόσταση, την απόσταση ακριβώς που χρειάζεται ώστε να είναι ανθρώπινοι».


Ντέιβιντ Λιντς (ΗΠΑ)



Δεν είναι αλήθεια ότι οι καλλιτέχνες δικαιούνται να μην έχουν πατρίδα; Οτι μπορούν να ανήκουν σε όλους όσοι μπορούν να αγαπήσουν το έργο τους; Ο σαξοφωνίστας David Lynch γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, από μητέρα Ιρλανδή και πατέρα Ρωσο-πολωνο-τσεχοσλοβάκο. Πολύ σύντομα άρχισε να ψάχνει για μια πατρίδα που να αισθάνεται περισσότερο δική του. Στην Ελλάδα ανακάλυψε πριν από 15 χρόνια την αμεσότητα και την αθωότητα που έψαχνε. Και από τότε δεν ξανάφυγε, αν και ομολογεί ότι ούτε ο ίδιος δεν ξέρει πότε θα αρχίσει να ψάχνει για μια νέα πατρίδα. Ως γνήσιος καλλιτέχνης, είναι συχνά μοναχικός. Νιώθει την ανάγκη να μυρίζει τον αέρα γύρω του, να εμπνέεται από την επαφή του με το καθετί. Θα τον βρείτε να περπατάει μόνος στην αγορά κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου, να μιλάει με τους εμπόρους, να εξερευνά την πραμάτεια τους. Δεν θέλει παρέα όταν επισκέπτεται την περιοχή, γιατί, όπως λέει, μόνο όταν είναι μόνος του μπορεί να επικοινωνήσει με αυτούς τους ανθρώπους, που θεωρεί ότι αντιπροσωπεύουν ό,τι γνησιότερο υπάρχει σε αυτήν την πόλη. Ολο αυτό το σκηνικό τού φέρνει θλίψη και μαζί συγκίνηση. Θλίψη για τους ανθρώπους που έμειναν στάσιμοι για δεκαετίες αλλά και συγκίνηση επειδή «κατάφεραν να διατηρήσουν αλώβητες την καλοσύνη και την ειλικρίνειά τους».


Χουάν Ραμόν Ρότσα (Αργεντινή)


Είναι πολλοί που δεν θα συμφωνήσουν ότι ο Χουάν Ραμόν Ρότσα είναι ξένος. Ακόμη και ο ίδιος ομολογεί ότι έπειτα από 23 χρόνια στην Ελλάδα, με απολυτήριο από τον ελληνικό στρατό και ελληνικό διαβατήριο, αισθάνεται κάπως περίεργα όταν επιστρέφει στην Αργεντινή και η άδεια παραμονής του γράφει «60 ημέρες». Η Αθήνα έχει συνδυασθεί για τον Ρότσα με τη μεγάλη του αγάπη, το ποδόσφαιρο. Αν και έχει αγωνισθεί ακόμη και για τη θρυλική Ρίβερ Πλέιτ της πατρίδας του, στο αποκορύφωμα της δόξας έφθασε ως παίκτης και αργότερα ως προπονητής του Παναθηναϊκού. Ο γελαστός «πράσινος» θυμάται πολύ ζωντανά την πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα. Από το αεροδρόμιο πήγε στο ξενοδοχείο και από εκεί στο ιστορικό γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εκεί γνώρισε δυνατές συγκινήσεις, αν και, όπως είναι γνωστό, οι επιτυχίες για τον ΠΑΟ δεν ήρθαν παρά μετά τη μετακόμιση στην Καλογρέζα. Στη Λεωφόρο σήμερα λειτουργεί η ποδοσφαιρική ακαδημία του Ρότσα, ένα όνειρο ζωής που έγινε πραγματικότητα. Παιδιά ηλικίας από έξι ετών έρχονται σε επαφή με το δημοφιλέστερο άθλημα υπό την καθοδήγηση ενός από τους σεμνότερους άσους που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα. Στη Λεωφόρο ο Χουάν Ραμόν Ρότσα αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Το γήπεδο είναι βέβαια απαρχαιωμένο και ακατάλληλο για αγωνιστικούς σκοπούς. Οταν όμως δει κανείς τον Ρότσα περιτριγυρισμένο από τα «τσικό» του να κοιτάζει προς την εξέδρα, είναι βέβαιος πως δεν θα ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού.


Ντιάνα Λυκούρη (ΗΠΑ)


Σπουδές Κοινωνιολογίας και Ανθρωπολογίας στο Σαν Φρανσίσκο. Φοιτητικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, παιδιά των λουλουδιών, σεξουαλική απελευθέρωση. Η Ντιάνα Λυκούρη ήρθε στην Αθήνα το 1977 για να μελετήσει τον μεσογειακό χορό, κυρίως δε αυτό που σήμερα λέμε «χορό της κοιλιάς». Αν και δείχνει ότι ενοχλήθηκε από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι Ελληνες αυτόν τον χορό, ένα χορό ιεροτελεστίας και συμβολικό της γονιμότητας, ερωτεύτηκε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της και αποφάσισε να ζήσει ανάμεσά τους. Σήμερα διδάσκει την τέχνη της και απολαμβάνει τη στροφή των «κουλτουριάρηδων» προς τις ανατολίτικες συνήθειες. Μιλάει με αγάπη για την αμεσότητα των Ελλήνων, τον τρόπο που διασκεδάζουν, τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες τους, ενώ επιμένει ότι διακρίνει στους Νεοέλληνες πολλά από τα στοιχεία του Ζορμπά. Εδώ και 21 χρόνια ζει στο ίδιο σπίτι στην Πλάκα και ομολογεί ότι δεν μπορεί να φαντασθεί τον εαυτό της σε κάποιο προάστιο ή σε μια μοντέρνα πολυκατοικία. Λατρεύει την περιοχή και μαγεύεται από τον τρόπο που ζουν οι παλιοί κάτοικοι της Πλάκας, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. «Σαν να μην είναι αλήθεια ότι γύρω από το μικρό χωριό έχει πια χτιστεί μια σύγχρονη μεγαλούπολη, που τους έχει τοποθετήσει στο όριο της γραφικότητας και του τουριστικού ενδιαφέροντος».


Γκούντρουν Τσοχατζοπούλου (Γερμανία)



Από το Μόναχο στην Αθήνα. Η Γκούντρουν Τσοχατζοπούλου γνώριζε την Ελλάδα ως τόπο διακοπών, όπως οι περισσότεροι Βορειοευρωπαίοι. Η μοίρα όμως της επεφύλαξε τη γνωριμία με τον νεαρό φιλόδοξο αρχιτέκτονα που δεν είναι άλλος από τον σημερινό υπουργό Αμυνας. Επειτα από 22 χρόνια στην Αθήνα και την αναπόφευκτη ούτως ή άλλως ενασχόληση με τα κοινά, η Γερμανίδα εξοικειώθηκε με τον τόπο, παραμένει όμως πιστή στην Πλάκα, στην περιοχή που γνώρισε όταν πρωτοήρθε στη χώρα μας, ίσως γιατί είναι από τις λίγες αθηναϊκές γειτονιές που έχουν διατηρήσει το παραδοσιακό χρώμα τους. Εχοντας πια ξεπεράσει προ πολλού την εμπειρία του τουρίστα, η κυρία Τσοχατζοπούλου δικαιούται να έχει και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις της. Επισκέπτεται την Πλάκα τα ανοιξιάτικα βράδια, όταν ο κόσμος είναι λιγότερος και η δροσιά ευχάριστη. Ενα ουζάκι στους πλακιώτικους πεζόδρομους είναι ό,τι καλύτερο για να κλείσει κανείς την ημέρα του. «Η μοναδική προϋπόθεση είναι», όπως λέει η ίδια, «να έχεις μαζί σου την καλύτερη παρέα».