Ηταν Μάρτιος του 1920 όταν στη διάρκεια ενός γεύματος με τους συγγραφείς Τζιουζέπε Αντάμι και Ρενάτο Σιμόνι ο Πουτσίνι άρχισε να βλέπει «φως» σε ένα ζήτημα που τον απασχολούσε την εποχή εκείνη. Είχαν περάσει περίπου δύο χρόνια από την πρεμιέρα του «Τριπτύχου» του (τις μονόπρακτες όπερες υπό τους τίτλους «Ο Μανδύας», «Αδελφή Αγγελική» και «Τζιάνι Σκίκι») και ωστόσο καμία από τις προσπάθειές του να βρει υλικό κατάλληλο για το λιμπρέτο μιας όπερας ικανής να ανταποκριθεί στις νέες αναζητήσεις του δεν είχε ακόμη ευοδωθεί. Στη διάρκεια της συνάντησης εκείνης όμως η πρόταση που αφορούσε την «Τουραντότ», το σημαντικότερο ίσως έργο του ιταλού συγγραφέα του 18ου αιώνα Κάρλο Γκότσι, φάνηκε ενδιαφέρουσα.


Η υπόθεση


«Θα παρουσιάσω ένα παραμύθι από αυτά που διαβάζουν στα παιδιά οι παππούδες και οι γκουβερνάντες τις κρύες νύχτες του χειμώνα και οι Βενετσιάνοι θα με δοξάσουν πολύ περισσότερο από τον Γκολντόνι» έγραφε στα 1762 ο Γκότσι. Σε αντίθεση με προηγούμενες απόπειρες ωστόσο οι προσπάθειες του Πουτσίνι και των συνεργατών του να δημιουργήσουν μια όπερα βασισμένη στο εν λόγω «κινέζικο τραγικο-κωμικό παραμύθι» εστιάστηκαν στο να «εκμοντερνιστούν και να φυσήξει ανθρώπινη πνοή στις παλιές «χαρτονένιες» φιγούρες».


Η σύνθεση της «Τουραντότ», της όπερας που παρουσιάζεται από τις 9 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής, απασχόλησε τον Πουτσίνι για περίπου τέσσερα χρόνια. Ο θάνατός του ωστόσο, τον Νοέμβριο του 1924, μετά την εγχείρηση που έκανε στις Βρυξέλλες προκειμένου να αντιμετωπίσει τον καρκίνο του λάρυγγα από τον οποίο έπασχε, είχε ως αποτέλεσμα να αφήσει το έργο ανολοκλήρωτο.


Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις και τοποθετείται στο Πεκίνο την εποχή των μύθων. Η πριγκίπισσα της Κίνας Τουραντότ έχει θέσει ως όρο πως θα δοθεί μόνο σε εκείνον που θα λύσει τα τρία αινίγματά της. Αν όμως αποτύχει, τον περιμένει ο θάνατος. Παρά τη σκληρή δοκιμασία, πολλοί είναι αυτοί που δέχονται να την υποστούν. Ανάμεσά τους ο άγνωστος στη χώρα πρίγκιπας Κάλαφ, τον οποίο ωστόσο αγαπά στα κρυφά η σκλάβα Λιου που συνοδεύει τον τυφλό πατέρα του Τιμούρ. Ο Κάλαφ παρουσιάζεται μπροστά στην Τουραντότ και καταφέρνει να λύσει τα αινίγματα. Καθώς όμως η πριγκίπισσα αρνείται να υποκύψει, ο νέος θέτει και αυτός ένα αίνιγμα ζητώντας της να βρει το όνομά του. Η Τουραντότ ζητάει με κάθε τρόπο να μάθει την ταυτότητα του ξένου. Η Λιου βασανίζεται για να την αποκαλύψει αλλά αυτοκτονεί χωρίς να πει ούτε λέξη. Ο Κάλαφ και η Τουραντότ μένουν μόνοι: ο πρίγκιπας, καταλαβαίνοντας ότι η άρνηση της πριγκίπισσας οφείλεται σε φόβο, τη φιλάει ξαφνικά αποκαλύπτοντας παράλληλα και το όνομά του. Η Τουραντότ ανεβαίνει στον θρόνο της και αναγγέλλει ότι βρήκε το όνομα του ξένου: είναι ο Ερωτας!


Η πρεμιέρα


Καθώς η όπερα έμεινε ανολοκλήρωτη από τον Πουτσίνι, τη συμπλήρωσή της ανέλαβε ο σύγχρονός του Φράνκο Αλφάνο. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 25 Απριλίου 1926 στη Σκάλα σε μουσική διεύθυνση του Τοσκανίνι και ήταν μάλλον περιπετειώδης. Ο μαέστρος ισχυρίστηκε ότι λίγο προτού πεθάνει ο Πουτσίνι τού είχε παίξει στο πιάνο το τέλος της όπερας και πως ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που παρουσίασε ο Αλφάνο. Στη διάρκεια της πρώτης εκείνης παράστασης μάλιστα ο Τοσκανίνι άφησε την μπαγκέτα του μετά τον θάνατο της Λιου και είπε απευθυνόμενος στο κοινό: «Εδώ τελειώνει η όπερα που δεν ολοκλήρωσε ο συνθέτης εξαιτίας του θανάτου του». Το αποτέλεσμα της όλης ιστορίας ήταν η περικοπή περίπου 100 μέτρων από το τέλος του Αλφάνο, εκδοχή η οποία κατά κανόνα υιοθετήθηκε και στα επόμενα ανεβάσματα και ηχογραφήσεις της όπερας. Η κατά Αλφάνο ολοκληρωμένη μορφή παίχτηκε για πρώτη φορά, στη διάρκεια περισσοτέρων από 50 χρόνων, το 1982 στο Λονδίνο και τώρα, στην παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, θα ακουστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα.


Η αναγέννηση


Τι αντιπροσωπεύει ωστόσο η «Τουραντότ» και ποια η θέση της στο σύνολο της δημιουργίας του Πουτσίνι; «Μέσα από τον απαστράπτοντα πρόλογο και ως το τέλος της όπερας με τα μέρη που εκείνος ολοκλήρωσε κρύβεται η ανθρώπινη ύπαρξη ενός μεγάλου μουσικού ο οποίος φθάνοντας πια στο τέλος της καριέρας του ανυψώνει στην τέχνη όλη του τη ζωή: το να ανανεώνεται αποτελεί λοιπόν την ύστατη προσπάθεια να κερδίσει χρόνο απέναντι στον θάνατο που τον καταδιώκει» σημειώνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Παβία και μελετητής του Πουτσίνι Μικέλε Τζιράρντι, ο οποίος λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα θα δώσει διάλεξη υπό τον τίτλο «Τουραντότ, η αναγέννηση του μελοδράματος» στην Αίθουσα Συνεδριακού του Μεγάρου Μουσικής.


Στη συνέχεια ο ίδιος μεταφέρει το δίλημμα των κριτικών για την Τουραντότ: «Πρόκειται για την ταφόπλακα του μελοδράματος ή για τον θεμέλιο λίθο ενός μουσικού θεάτρου που θα προκύψει από εκεί και πέρα…», για να καταλήξει ότι «στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για το τέλος ενός είδους αλλά για την αναγέννησή του και μέσα από αυτό την αναγέννηση ενός συνθέτη ο οποίος δεν ήθελε να πεθάνει καλλιτεχνικά για να μην πεθάνει και βιολογικά, έχοντας διαλέξει μια ψυχρή πριγκίπισσα για να το διαδώσει σε όλον τον κόσμο…».


Η παραγωγή


Μια παράσταση που «σέβεται το κείμενο, την όλη αισθητική και κυρίως τη μουσική του Πουτσίνι» θα είναι η «Τουραντότ» που θα δούμε σε λίγες ημέρες στη σκηνή της Αίθουσας των Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου σύμφωνα με τον Νίκο Πετρόπουλο, ο οποίος υπογράφει τη σκηνική σύλληψη, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ο ίδιος βεβαιώνει ότι πρόκειται για μια «θεατρική ανάγνωση πολύ διαφορετική από όσα έχουν γίνει ως σήμερα». Την επόμενη στιγμή εξηγεί: «Ο χαρακτηρισμός της Τουραντότ ως παραμυθιού είναι και η παγίδα της αισθητικής τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στην εικαστική αντιμετώπιση της όπερας. Μια παγίδα που μπορεί να σε οδηγήσει σε μονοπάτια εντελώς άσχετα με το μουσικό άκουσμα. Η Τουραντότ, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι ένα άκουσμα ευρωπαϊκό και δη ιταλικό: το κρεσέντο, θα έλεγα, του βερισμού. Η ίδια η μουσική λοιπόν σε οδηγεί σε μια ρεαλιστική αντιμετώπιση».


Ο Νίκος Πετρόπουλος δηλώνει ότι το περιβάλλον είναι μεν κινεζικό αλλά όχι «σινούργημα». Πρόκειται για μια Κίνα στις πραγματικές της διαστάσεις. Ενα ταξίδι που έκανε ο ίδιος πριν από χρόνια στη χώρα του έδωσε την ευκαιρία να τις ανακαλύψει και, όπως λέει, «η αληθινή Κίνα είναι διαφορετική από ό,τι συνήθως έχουμε στον νου μας». Επιστρέφοντας από την Κίνα ο Νίκος Πετρόπουλος έφερε μαζί του πολύ υλικό για μια «Τουραντότ» διαφορετική: υλικό φωτογραφικό, αρχιτεκτονικό αλλά και δείγματα από υφάσματα. Οπως επισημαίνει, σε ό,τι αφορά τα κοστούμια της παράστασης, στηρίχθηκε σε πίνακες και χαρακτικά κινέζων αλλά και δυτικών ζωγράφων. Στη συγκεκριμένη παράσταση η Τουραντότ διατηρεί το ρεαλιστικό και δυναμικό στοιχείο της μουσικής του Πουτσίνι. Οπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Νίκος Πετρόπουλος, «για μας η Τουραντότ, η Λιου, ο Κάλαφ γίνονται μύθος όταν πια τελειώσει η όπερα…».


Στις παραστάσεις του Μεγάρου τον ομώνυμο ρόλο ενσαρκώνουν οι υψίφωνοι Γκαλίνα Καλίνινα (9, 12 και 14/4), Τζιοβάνα Καζόλα (10, 13 και 15/4) και Κλερ Πρίμροουζ (17/4). Στον ρόλο του πρίγκιπα Κάλαφ εμφανίζονται ο διάσημος ρώσος τενόρος Βλαντίμιρ Γκαλούζιν (9, 12, 14 και 17/4) και ο Ιταλός Λάντο Μπαρτολίνι (10, 13, 15/4). Τη σκλάβα Λιου ερμηνεύουν οι υψίφωνοι Τσετσίλια Γκασντία (9, 12, 14 και 17/4) και Αλθέα Μαρία Παπούλια (10, 13 και 15/4), ενώ τους υπόλοιπους ρόλους ενσαρκώνουν έλληνες και ξένοι καταξιωμένοι ερμηνευτές. Συμπράττουν η Παιδική Χορωδία του Ωδείου Κοντάιγ και η Χορωδία της Εθνικής Οπερας της Σόφιας. Την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών διευθύνει ο Ντονάτο Ρεντσέτι.


Η «Τουραντότ» παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 9, 10, 12, 13, 15 και 17 Απριλίου με χορηγία της Μυτιληναίος ΑΕ και του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής». Η διάλεξη του Μικέλε Τζιράρντι θα δοθεί στις 3 Απριλίου. Πληροφορίες στο τηλ. 210 7282.333.