Στις παραγκουπόλεις του Ρίο

Στις παραγκουπόλεις του Ρίο Η Βραζιλία δεν είναι μόνο Καρναβάλι, σάμπα, ερωτισμός και ποδόσφαιρο. Αρκεί να βρει κανείς το θάρρος για να επισκεφθεί τις φαβέλες ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ Οταν μίλησα με τον πράκτορα μεγάλου γραφείου ταξιδίων μού το ξέκοψε αμέσως: «Γκρουπ δεν έχουμε αυτή τη στιγμή για Βραζιλία. Μόνος δεν θα σας συμβούλευα να πάτε». Το εγχειρίδιο Μοναχικός Πλανήτης


Οταν μίλησα με τον πράκτορα μεγάλου γραφείου ταξιδίων μού το ξέκοψε αμέσως: «Γκρουπ δεν έχουμε αυτή τη στιγμή για Βραζιλία. Μόνος δεν θα σας συμβούλευα να πάτε». Το εγχειρίδιο Μοναχικός Πλανήτης ήταν πιο σαφές: οι ληστείες σε λεωφορεία, στις παραλίες της πόλης και σε τουριστικά θέρετρα είναι σύνηθες φαινόμενο. Οι ληστές χτυπάνε κατά συμμορίες, είναι οπλισμένοι με μαχαίρια και πιστόλια και δεν διστάζουν να σκοτώσουν αν αντισταθείτε. Ιδιαίτερη προσοχή στις παραλίες· παίρνετε μαζί σας μονάχα ελάχιστα χρήματα για τα έξοδά σας και τίποτε άλλο. Μην περιδιαβάζετε αργόσχολα τη νύχτα. Οι κακοποιοί του Ρίο αποκαλούν τους τουρίστες «φιλέ μινιόν».


Καθώς γνώριζα την τάση προς την υπερβολή παρόμοιων τουριστικών οδηγών, απέφυγα επιμελώς να αναφέρω τα όσα είχα διαβάσει στην Κορίνα, η οποία έπλεε σε πελάγη ευτυχίας αφού θα επισκεπτόταν για πρώτη φορά τη Λατινική Αμερική, χώρο φαντασιώσεων και πολύχρωμων οραμάτων. Της είπα μονάχα να βγάλει τη βέρα της και να αφήσει πίσω τα κοσμήματα της. «Βρήκες την ευκαιρία για να βγάλουμε τις βέρες μας, ε;» γρύλισε. «Ελπίζεις να πλευρίσεις καμιά μουλάτα;».


Λένε ότι σε δύο μέρη του κόσμου πρέπει να πηγαίνει ένας άντρας χωρίς συνοδεία θηλυκή. Στην Κούβα και στη Βραζιλία. Ανοησίες. Ενας άντρας πρέπει να πηγαίνει μόνος του παντού.


Το Καρναβάλι είχε τελειώσει, το ίδιο και η τουριστική σεζόν· ήταν αρχές Μαρτίου, το νότιο ημισφαίριο έμπαινε στο φθινόπωρο. Στον Τροπικό του Αιγόκερω όμως, που περνάει ακριβώς πάνω από το Ρίο, τα πράγματα δεν άλλαζαν δραματικά. Χειμώνας σήμαινε γι’ αυτούς τέλος των βροχών και θερμοκρασία γύρω στους είκοσι βαθμούς Κελσίου. Εμείς φτάσαμε με τριάντα.


Ο κίτρινος κίνδυνος


Μια άλλη ταξιδιωτική οδηγία ήταν: αποφύγετε τα κίτρινα ταξί. Μπορεί να χρεώνουν τα μισά αλλά δεν ξέρετε ποτέ αν θα φτάσετε στον προορισμό σας. Σωστά. Οταν επομένως προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο Γκαλεάο του Ρίο, αποφύγαμε διακριτικά τις δύο αντίπαλες εταιρείες ταξί και πήγαμε για λεωφορείο. Στην αποβάθρα ήταν μονάχα κάποιοι εργάτες. Αντε να συνεννοηθείς μαζί τους στα πορτογαλέζικα. Αφησαν να καταλάβουμε ότι βρισκόμασταν στο σωστό σημείο. Το αεροδρόμιο του Ρίο είναι χτισμένο σε ένα από τα δεκάδες νησιά που περιβάλλουν την πόλη. Ενας ζεστός αέρας, όλο υγρασία, τρύπωνε μες στα ρούχα μας. Ηταν μονάχα έξι το απόγευμα και σουρούπωνε ήδη ραγδαία. (Στους τροπικούς νυχτώνει νωρίς, όπως γράφει και ο Μανουέλ Πουίγκ). Είδα να μας πλησιάζει ένας μελαψός, λιπόσαρκος σαραντάρης με μια τσάντα να κρέμεται στον ώμο του. Είχε μέσα αυτόματα όπλα, χειροβομβίδες ή απλώς μια πτυσσόμενη μαντσέτα; Μας μίλησε αγγλικά. Ηταν ξεναγός και είχε βρεθεί εκεί για να παραλάβει έναν γερμανό πελάτη, που όμως είχε φύγει δίχως να τον περιμένει. Κάρμα ή απλή σύμπτωση; «Σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνετε;», ρώτησε. «Στο «Ρίο Οθων Πάλας»», απάντησα απερίσκεπτα. «Στην Κοπακαμπάνα». «Πολύ ακριβό», μου είπε. «Θα μπορούσατε να μείνετε σε κάποιο φτηνότερο και να κάνετε άλλα πράγματα με αυτά τα λεφτά». Ωχ, άρχισαν τα τσατσιλίκια, σκέφτηκα. Και τώρα πώς τον ξεφορτωνόμαστε;


Τον έλεγαν Ζοάο, ήγουν Ιωάννης, όνομα κοινότατο στην πρώην αυτή αποικία της Πορτογαλίας. Εχρίσθη ξεναγός μας. Με το αζημίωτο, εννοείται. Και φυσικά αλλάξαμε ξενοδοχείο. Στο «Οθων» πληρώναμε εξήντα χιλιάδες το βράδυ για δωμάτιο γωνιακό. Ούτε καν φουλ θέα στον ωκεανό. Ωστόσο με αίσθηση καρτ ποστάλ από τον 28ο όροφο και με όλη την παραλιακή λεωφόρο Ατλάντικα φωτισμένη στα πόδια μας. Πλην, δει δη χρημάτων. Μετακομίσαμε στα ενδότερα, πιο κοντά στη χλέμπα, με κλιματισμό που δούλευε κατά βούληση, με γλίσχρο μπρέκφαστ, με τριάντα πέντε χιλιάδες δρχ. φτηνότερα. Μπορεί να μη βλέπαμε παρά μια φέτα του ωκεανού αν κρεμόμασταν έξω από το παράθυρο, ωστόσο το άγαλμα του Χριστού από τον Καμπούρη Λόφο μάς ευλογούσε αδιαλείπτως. Και η βουή του δρόμου, σαν να μέναμε δίπλα στο Σιντριβάνι της Θεσσαλονίκης.


Η αβενίδα των ληστών


Αρχίσαμε να κυκλοφορούμε στους δρόμους. Εκρυβα τα λεφτά κατάσαρκα, σε πορτοφόλι κρεμαστό. Τη φωτογραφική μηχανή μέσα στην τσάντα. Το ρολόι στο παντελόνι. Με εξαίρεση τα λεωφορεία που έκαναν κόντρες, οδηγούμενα από νεαρούς που ονειρεύονταν να γίνουν άλλοι Αϊρτον Σένα, κίνδυνο δεν διατρέξαμε κανένα. Ηπιαμε βιταμίνας σε συνοικιακά μπαράκια, διασχίσαμε δεκάδες φορές την πόλη με μέσα μαζικής μεταφοράς, ανταλλάξαμε φιλοφρονήσεις με πόρνες στην Ιπανεμα, παρκάραμε σε βενζινάδικα της εθνικής οδού, φωτογραφίσαμε την αίρεση των Πυραμίδων στα ψηλά βουνά έξω από το Ρίο, κοντά στο Φράιμπουργκ. Μονάχα ένα βράδυ που επιστρέφαμε από το Παρατί, μια παραθαλάσσια πολίχνη που έχει διατηρηθεί όπως ήταν από τον 17ο αιώνα, μια μαγική ατμόσφαιρα αποικιακού ρυθμού, καθώς μια θύελλα λυσσομανούσε πάνω από τα κεφάλια μας και η βροχή έπεφτε μανιασμένα στο παρμπρίζ επί τρεις ώρες συνέχεια, ο Ζοάο, που οδηγούσε το νοικιασμένο αυτοκίνητό μας πίνοντας αδιάκοπα κρασί σαν να βρισκόταν στο γιατάκι του και όχι σε ένα δρόμο γεμάτο στροφές και μηδέν ορατότητα, γύρισε και μου είπε: «Με νοιάζει μόνο να περάσουμε γρήγορα την Αβενίδα Μπραζίλ».


«Γιατί;», λέω εγώ που εν τω μεταξύ έχω τάξει μια ντουζίνα λαμπάδες στη Μητρόπολη αν φτάσουμε ζωντανοί.


«Γιατί πιάνει νερά γύρω στο μισό μέτρο, τα αυτοκίνητα σταματάνε και δέχονται επιδρομές από τις φαβέλες».


«Τι εννοείς επιδρομές;» ρωτάω.


«Να, καταβαίνουν δήθεν για να βοηθήσουν τους οδηγούς και ύστερα τους ληστεύουν κανονικά». Πάτησε το γκάζι. Το αμάξι γλάσαρε σε μια λίμνη νερού, έφυγε κώλος, παρ’ ολίγο να πέσουμε πάνω σε ένα φορτηγό που κόρναρε δαιμονισμένα. Εχασα άλλα δέκα χρόνια από τη ζωή μου. Ο Ζοάο έδειχνε ατάραχος. Η Κορίνα κοιμόταν στο πίσω κάθισμα.


Φαβέλες λένε στη Βραζιλία τις παραγκουπόλεις των φτωχών. Είναι σκαρφαλωμένες στους λόφους γύρω από την πόλη σαν σαλαμάνδρες από τούβλα ή σαν έρπης στο αστικό τοπίο. Εχουν την καλύτερη θέα και δρομάκια τόσο στενά που ίσα ίσα χωράει άνθρωπος. Ο μινωικός λαβύρινθος έχει μετακομίσει εδώ. Μινώταυρος κανιβαλικός ο Μίστερ Γουάιτ. Σκόνη λευκόχρους που τεμαχίζεται σε γραμμές και ρουφιέται από τη μύτη. Μονάχα στο Ρίο υπάρχουν δεκατέσσερις φαβέλες που αριθμούν γύρω στα δύο εκατομμύρια άτομα. Κάθε φαβέλα έχει τη συμμορία της με ιεραρχία πυραμιδωτή. Σκοπιές φρουρών απαγορεύουν την είσοδο σε κάθε άγνωστο. Η αστυνομία αποφεύγει τις επισκέψεις και όταν το κάνει θα πρέπει να έχει τουλάχιστον διακόσιους με τριακόσιους άντρες στη δύναμή της. Οι αρχηγοί μένουν στο ψηλότερο σημείο της φαβέλας, στην κορυφή του λόφου. Δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσει κανείς ως εκεί. Περιττό να πω ότι εκεί ακριβώς ήθελε να πάμε η Κορίνα, που αγαπημένη της ταινία είναι ο «Σημαδεμένος», με τον Αλ Πατσίνο σε ρόλο κουβανού αρχιγκάγκστερ.


Εν τω μεταξύ, συνέχιζε να βρέχει ραγδαία. Σε λίγο φτάσαμε στη βιομηχανική περιοχή του Ρίο. «Μισή ώρα ακόμη», είπε ο Ζοάο. Είχε κολλήσει πάνω στο τιμόνι. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν με αναμμένα τα αλάρμ. Κάποια είχαν κολλήσει στην άκρη του δρόμου μέσα σε λακκούβες από νερά. Σμήνη παιδιών από τις γειτονικές φαβέλες κατέβαιναν και τα περικύκλωναν. Οι οδηγοί έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Ο Ζοάο πάτησε ξαφνικά γκάζι. Πήγε να πέσει πάνω σε έναν μισόγυμνο νεαρό που επιχειρούσε να διασχίσει το οδόστρωμα. «Τρελάθηκες;», ούρλιαξα. «Θα τον σκότωνες». «Αυτό ακριβώς ήθελα. Δεν μου αρέσουν αυτοί οι τύποι. Με έχουν κλέψει και εμένα δύο φορές. Είναι από τις μουσουλμανικές φαβέλες». Μίλησε μια καθολική ψυχή.


Κοντολογίς, φτάσαμε σώοι. Τρεις μέρες αργότερα, Κυριακή, θα ανεβαίναμε σε μια φαβέλα με τον Ζοάο. Είχε φίλους εκεί, είπε. Νάο ρτοβ ένα.


Στον δρόμο για τη φαβέλα


Αφού ντυθήκαμε όσο πιο φτωχικά γινόταν, για να μην προκαλούμε, αφήσαμε πίσω μας ρολόγια και περιττά χαρτονομίσματα και πήραμε τον δρόμο για τη φαβέλα. Η συγκεκριμένη παραγκούπολη βρισκόταν στις παλιές γειτονιές της πόλης. Απέναντι η συνοικία Σάντα Τερέζα, όπου ανεβαίνει κανείς με ένα ανοιχτού τύπου πανάρχαιο τραμάκι για να αντικρίσει σπίτια αποικιακού ρυθμού, παρόμοια με εκείνο του πρώτου λευκού άποικου που έφτασε στο Ρίο και που οι ιθαγενείς Ινδιάνοι ονόμασαν Καριόκα: δηλαδή, το σπίτι του λευκού άντρα. Σήμερα, ανεξαιρέτως χρώματος, οι κάτοικοι του Ρίο ­ και μόνο ­ αποκαλούνται Καριόκας.


Είχε ήδη μεσημεριάσει όταν φτάσαμε στα πρώτα σπίτια.


Ο Ζοάο προχωρούσε μπροστά, στη μέση η διαπρεπής φωτογράφος με τζιν παντελόνι και τέλος εγώ με την ομπρέλα. Ψιλόβρεχε, μια βροχή μελαγχολίας, οι δρόμοι ήταν σκαμμένοι και σκεπασμένοι με μαδέρια γιατί έφτιαχναν μια υποτυπώδη αποχέτευση, τα σπιτάκια ήταν χτισμένα το ένα πάνω στο άλλο διαγκωνιζόμενα για λίγο χώρο. Εγω αντιμετώπιζα ήδη το πρώτο πρόβλημα. Η ομπρέλα δεν χωρούσε ανοιχτή σε αυτά τα φιδίσια μονοπάτια και αναγκάστηκα να την κλείσω. Μελαψοί άντρες με λερά φανελάκια μάς ατένιζαν από ανοιχτά παράθυρα, πόρτες μισάνοιχτες από κόντρα πλακέ άφηναν να ξεχύνονται ήχοι μουσικής φοχό, παιδάκια ξυπόλυτα μας κοιτούσαν σκαλίζοντας τη μύτη τους. Από πού θα ερχόταν η πρώτη σφαίρα; Και η υγρασία στην πλάτη μου ήταν από τη βροχή ή από τον ιδρώτα; Η Κορίνα ρώτησε αν μπορούσε να τραβήξει φωτογραφίες. «Αφού είμαστε μαζί, δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε ο Ζοάο. «Φτάνει να μη φωτογραφίσεις κανένα με όπλο».


Είχα ήδη λαχανιάσει από την ανηφόρα όταν φτάσαμε στο πρώτο μπλόκο. Δύο έφηβοι μας κλείνανε τον δρόμο. Ο ένας είχε βλέμμα γυάλινο, η μύτη του έτρεχε διαρκώς και κρατούσε ένα περίστροφο. Ο σύντροφός του, κατευθείαν απόγονος των σκλάβων εξ Αφρικής, φορούσε στολή παραλλαγής και από τον ώμο του κρεμόταν ένα αυτόματο με γεμιστήρα των 32.


Ο Ζοάο φώναξε ένα φίλο του που εγγυήθηκε για μας. Περάσαμε. Η μιζέρια συνεχιζόταν, θέα δεν υπήρχε από αυτά τα δρομάκια, μονάχα καμιά φέτα ουρανού. Είχες την αίσθηση μιας σκοτεινιάς, σαν να διάβαζες κάποιες ζοφερές σελίδες του Ντοστογέφσκι.


Σε λίγο φτάσαμε σε ένα υποτυπώδες μπαράκι – παντοπωλείο. Ηταν μια τρύπα στον βράχο του λόφου που φωτιζόταν αμυδρά από μια μυγοφτυσμένη λάμπα. Μύριζε μούχλα εκεί μέσα, αλκοόλ και κασάσα, το ντόπιο ρακί από ζαχαροκάλαμο. Στους τοίχους κρέμονταν μπαχάρια σε σακουλάκια, σκελίδες σκόρδου, σκοινιά, φωτογραφίες της Φλαμένκο με όλους τους ποδοσφαιριστές σε παράταξη, μια σκονισμένη φανέλα της ίδιας ομάδας, πατατάκια από μανιόκα, γαριδάκια και λογότυπα της Κόκα Κόλα από τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης. Υπήρχαν ακόμη σε μια γωνιά δύο ψυγεία, από τα οποία το ένα χρησίμευε σαν αποθήκη. Ο ιδιοκτήτης, φορώντας και ο ίδιος μια κοντομάνικη φανέλα της Φλαμένκο, βρισκόταν πίσω από έναν πάγκο που έκρυβε μπουκάλια τόσο σκονισμένα που δεν μπορούσες να διακρίνεις το περιεχόμενο, χώρια τις ετικέτες. Ο καμπινές απομονωνόταν από αυτόν τον χώρο με μια πλαστική σακούλα που έπαιζε τον ρόλο μπερντέ και συρόταν διακριτικά σε ένα καρφωμένο σκοινάκι.


Μπίρες με τους μπαντίδος


Φτάσαμε εκεί κατά τις τρεις το απόγευμα. Ενα ραδιόφωνο της εποχής του σχεδίου Μάρσαλ μετέδιδε στη διαπασών προκαταταρκτικά σχόλια του τοπικού ντέρμπι Φλαμένκο – Φλουμινένσια. Ο σπίκερ ήταν σε τέτοια έξαψη που πίστεψα ότι το παιχνίδι είχε ήδη αρχίσει. Ομως, όχι. Το ματς θα άρχιζε στις πέντε.


Ο Ζοάο έκανε τις συστάσεις. Μπορεί κανείς να μην ήξερε πού βρισκόταν αυτή η Ελλάδα, αυτό όμως δεν τους έκανε να είναι λιγότερο εκδηλωτικοί και ζεστοί μαζί μας. Ο Ζορζίνο, ένας πενηντάρης εργάτης στην αλυσίδα παραγωγής αυτοκινήτων που φαινόταν του μαγαζιού, έβγαζε συνέχεια μπίρες. Ταυτόχρονα, σπρωγμένος από κάποια νεύρωση φριχτή, καθάριζε αδιάκοπα τον πάγκο με ένα βρεγμένο πανί την ίδια στιγμή όπου για τασάκι χρησιμοποιούσαμε το χωμάτινο δάπεδο.


Κάποια στιγμή μια κοπελίτσα δροσερή εισήλθε στο κατάστημα. Εβαλα αμέσως τα γυαλιά μου. Η Κορίνα έτριξε τα δόντια. Ο ιδιοκτήτης μάς σύστησε με υπερηφάνεια την κόρη του. Γκρατσιέλα. Δεκαεφτά χρόνων, είχε εγκαταλείψει το σχολείο και δούλευε στα Μακ Ντόναλντς. Μηνιαίος μισθός δραχμές τριάντα χιλιάδες. Μετά τα δεκαοχτώ της, σύμφωνα με τη νομοθεσία, θα τον διπλασίαζε. Οταν το ταξί από το αεροδρόμιο για την πόλη κόστιζε δώδεκα χιλιάδες δρχ., όταν το ουίσκι – μπόμπα στις ντισκοτέκ έκανε ένα χιλιάρικο, όταν το κόμιστρο του λεωφορείου ήταν 150 δρχ., όταν το ενοίκιο ενός δωματίου με οιονεί λουτρό και κουζίνα στην παραγκούπολη ήταν τριάντα χιλιάδες δρχ., απορεί κανείς πώς δεν έχει γίνει ακόμη επανάσταση σε αυτή τη χώρα.


Χωρίς αιδώ κοινωνική συνεχίσαμε να πίνουμε τις μπίρες μας. Ερχονταν γριές με παιδάκια και μας γνώριζαν. Μια κρεολή, λιώμα στο μεθύσι, προσπάθησε να εκμαιεύσει τη γνώμη του για το Ρίο σε άψογα βραζιλιάνικα. Επιστράτευσα κάθε λατινογενή λέξη που γνώριζα άλλα με πενιχρά αποτελέσματα. Εβαλε τον γιο της, ένα αλλήθωρο πλασματάκι δύο ετών, πάνω στον πάγκο του μπαρ και του τραγούδησε ένα μαδριγάλι. Το μειράκιο βάλθηκε να σείεται ως φοίνικας στο ξεροβόρι.


Δεν άργησαν να εμφανιστούν και οι μπαντίδος. Καθώς έπεφτε το σούρουπο, οι σκοπιές αποτραβιόντουσαν πιο ψηλά. Ο νεαρός με το περίστροφο μου πρόσφερε τσιγάρο και ύστερα έβγαλε από την τσέπη του διάφορα σακουλάκια με σκόνες λευκές και φυτά τύπου μαριχουάνας. Ενδιαφέρθηκα ειλικρινώς για τις τιμές και την ποιότητα. Το πράγμα δεν ήταν ακριβώς κοψοχρονιά. «Ασε», μου λέει ο Ζοάο, «έχουμε άλλες άκρες».


«Νάο ρτοβ ένα», εξηγήθηκε ο μπαντίδο και έπιασε να μου δείχνει το όπλο του. Επρόκειτο για μπερέτα ολικής αλέσεως. Σε ανταπόδοση του θαυμασμού μου σήκωσε το όπλο στον αέρα και έριξε δυο τρεις. Τα στενοσόκακα αντιλάλησαν. Μια γραία τού έβαλε τις φωνές. «Να κεράσω τίποτα;», ρώτησα. Επινε κάτι σε πλαστικό ποτηράκι. Μου το έδωσε να μυρίσω. Κονιάκ. Πάει φαίνεται με τα άσπρα.


Ηρθε η Φαμπιάνα. Κατηγορία χρώματος: Μορένα (μείξη αίματος ινδιάνικου και λευκού). Μουλάτες είναι αυτές που κατάγονται από αφρικανούς και λευκούς. Κρεολές οι ντιπ μαύρες.


Η Φαμπιάνα ήταν είκοσι χρόνων και είχε χάσει ένα παιδάκι ετοιμόγεννη. Μαζί είχε χάσει και την ικανότητά της να κάνει άλλα παιδιά. Ηρωίδα του Χόρχε Αμάντο των εφηβικών μας αναγνώσεων. Καμία σχέση με τον Πάολο Κοέλο και τα κλάματα στις όχθες του ποταμού Πιέδρο. Η ίδια δούλευε ως γραμματέας σε μικροβιολογικό εργαστήριο. Λεφτά για να σπουδάσει ιατρική, που την ενδιέφερε, ούτε κατά διάνοια. Προσφέρθηκε να μας δείξει το κατάλυμά της. Ανεβήκαμε κάτι σκάλες τσιμεντένιες, τόσο στενές που μόλις χωρούσε να περάσει ένα ποντίκι. Ανοιξε μια πόρτα ετοιμόρροπη. Ενα δωμάτιο σαν κελί, με ένα κρεβατάκι για τον αδελφό της. Εκείνη κοιμόταν σε ένα στρώμα καταγής. «Οι κατσαρίδες είναι πολλές», είπε. «Ξυπνάω τη νύχτα από το άγγιγμά τους». Σε ένα δοκάρι κρέμονταν ρούχα. Σε μια γωνιά πεταμένα κάτι λασπωμένα παπούτσια. Ενα μπάνιο δίχως πόρτα και μια κουζινίτσα με τα πιάτα στοίβα. Χώρος ενιαίος. Καρέκλα δεν είδα. Τον μισό ακριβώς μισθό της έδινε για νοίκι σε αυτό το αχούρι. Είκοσι χρόνων.


Συντροφιά με τη Φαμπιάνα


«Νυχτώνει, πρέπει να φύγουμε», είπε ο Ζοάο. «Γιατί δεν παίρνουμε μαζί μας τη Φαμπιάνα στο Σάμπα Σόου;» πρότεινα. «Θα της κάνουμε τα έξοδα». Χουβαρδάς εν πενία. Η κοπέλα πέταξε τη σκούφια της. Ποτέ δεν είχε ξαναπάει σε αυτό το μέρος, όπου δίνεται η μοναδική παράσταση Σάμπα στο Ρίο. Πλατφόρμα Ι. Η έσχατη κακογουστιά. Αμερικανοί τουρίστες και μέσος όρος ηλικίας τα 70. Μονάχα που τότε ακόμη δεν το ξέραμε.


Η Φαμπιάνα έμεινε να αλλάξει ρούχα και εμείς κατηφορίσαμε να αποχαιρετήσουμε την παρέα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Τι έγινε, βρε παιδιά; Η πουτάνα η Φλουμινένσια ισοφάρισε. Το παιχνίδι έληξε ισόπαλο. Το θεώρησα κακό οιωνό. Παρ’ όλα αυτά αγκαλιαστήκαμε με θέρμη. «Στείλτε μας καρτ ποστάλ από την Ελλάδα», ζήτησαν. Ο νεαρός μπαντίδο ρουφούσε συνέχεια τη μύτη του. Δεν ήταν ακριβώς από τη συγκίνηση.


Ηρθε η Φαμπιάνα. Στα χείλη λίγο κοκκινάδι. Γλιστρήσαμε έξω στο σκοτάδι που πύκνωνε. Ενα αφρικανικό ταμ – ταμ έσκιζε τη νύχτα. «Μακούμπα», είπε ο Ζοάο. «Βουντού», έκανε η Φαμπιάνα γελώντας νευρικά. Τρέξαμε όλοι για το πρώτο λεωφορείο. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.