Για διάστημα τριών περίπου αιώνων, από την εποχή των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που η ολοκλήρωσή τους συμπίπτει με τον θάνατό του (323 π.Χ.), ως την πλήρη υποταγή των βασιλείων των διαδόχων στους Ρωμαίους (31 π.Χ.), η Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειος έζησε την ανάπτυξη ενός πολιτισμού που χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς με τον όρο ελληνιστικός.
Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν και σημάδεψαν το τέλος της κλασικής εποχής όπως η απώλεια της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και η εξάπλωση της κυριαρχίας των Μακεδόνων στην Ασία και στη Β. Αφρική αλλά και όσα ακολούθησαν κατά την περίοδο αυτή, όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι των διαδόχων, η σταδιακή άνοδος και τελικά η επικράτηση της Ρώμης, η μεταφορά των εμπορικών και οικονομικών κέντρων από την Ελλάδα σε πόλεις της Ανατολής και στην Αλεξάνδρεια, διαμόρφωσαν καινούργιες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ενώ ο συγκερασμός του ελληνικού με τους τοπικούς πολιτισμούς στην Ανατολή και στην Αίγυπτο και η βαθμιαία επικράτηση της κοινής ελληνικής γλώσσας ανανέωσαν τις υπάρχουσες πνευματικές δραστηριότητες και έφεραν στο φως νέα επιτεύγματα στις τέχνες, στις επιστήμες, στα μαθηματικά, στην αστρονομία, στη γεωγραφία, στη λογοτεχνία, στη φιλολογία, στην ιστοριογραφία και στη φιλοσοφία.
Στη φιλοσοφία οι τρεις μεγάλες μορφές της προηγούμενης περιόδου, Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης, κληροδοτούν στην ελληνιστική σκέψη: ο πρώτος τις λεγόμενες σωκρατικές σχολές (οι οποίες προέκυψαν από τη διδασκαλία και τη δράση μαθητών και οπαδών του, που επηρεασμένοι περισσότερο από την προσωπικότητα, τον ηθικό χαρακτήρα και τη διαλεκτική δεινότητα του δασκάλου ανέπτυξαν τη φιλοσοφία τους βασισμένοι σε ιδιόρρυθμες ή και ακραίες ερμηνείες των σωκρατικών θέσεων), όπως η Κυρηναϊκή, η Κυνική, η Μεγαρική· ο δεύτερος την Ακαδημία που, ενώ με τους άμεσους διαδόχους του (Σπεύσιππο, Ξενοκράτη) συνεχίζει την πλατωνική παράδοση με έμφαση στην ηθική, αργότερα στρέφεται στον σκεπτικισμό (με τους Αρκεσίλαο και Καρνεάδη)· και ο τρίτος το Λύκειο ή Περίπατο, που (με τον Θεόφραστο και τον Στράτωνα) εμμένει στην παράδοση διατηρώντας την αριστοτελική πολυμέρεια, την αγάπη για τις φυσικές έρευνες και τη λογική και, συμπληρώνοντας ή επεκτείνοντας τις θεωρίες του Σταγιρίτη, ακμάζει ως το 270 π.Χ.
Ωστόσο οι κύριες κατευθύνσεις που προσδιορίζουν την ελληνιστική φιλοσοφία είναι ο στωικισμός, ο επικουρισμός και ο σκεπτικισμός, που έχουν την αρχή τους στο τέλος της προηγούμενης περιόδου, ακμάζουν στα ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά χρόνια και συνεχίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με παρακμές και αναβιώσεις την επίδρασή τους ως τα νεότερα χρόνια.
Οι θεμελιώδεις έννοιες στον στωικισμό είναι ο λόγος (λογικό, ομιλία) και η φύσις. Στη φύση, που διαποτίζεται από τον λόγο, περιλαμβάνεται όλος ο φυσικός κόσμος και καθετί ζωντανό, ζώα, άνθρωποι και θεϊκά όντα. Η φύση είναι το τέλειο ον (ή θεός, λόγος, αιτία, πνεύμα) και καθετί που υπάρχει στον κόσμο εξαρτάται από τη σχέση του με αυτήν: η συμφωνία με τη φύση είναι καλό, η εναντίωση κακό. Ο άνθρωπος πρέπει να εναρμονιστεί με τη φύση ζώντας σε συμφωνία με τη ροή του χρόνου, που είναι η ενσάρκωση της θείας πρόνοιας. Η εναρμόνιση ανθρώπου και φύσης έχει ως προϋπόθεση για τον άνθρωπο τη γνώση της φύσης.
Ενώ οι στωικοί θεωρούν τη φιλοσοφία αδιάσπαστο και οργανικό σύνολο, διακρίνουν σε αυτήν, παρομοιάζοντάς την με εύφορο χωράφι, τη φυσική το έδαφος ή το δέντρο , που μας αποκαλύπτει την κοσμική τάξη με την οποία οφείλουμε να εναρμονιστούμε, τη λογική ή διαλεκτική τον φράχτη , που διασφαλίζει με την ανάλυση το κύρος των ηθικών εννοιών και των προτάσεών μας, και την ηθική τον καρπό , που αναφέρεται στην παρόρμηση, στην αρετή και στα καθήκοντα. Η ευδαιμονία (ευ ζην) έχει ως προϋπόθεση το ορθώς σκέπτεσθαι, που συνδέεται με τη γνώση της φύσης και του λόγου, και η φιλοσοφία είναι για τον στωικισμό «άσκηση σοφίας» ή «άσκηση της σωστής επιστήμης».
Η κατάσταση που περιγράφει τον σοφό, σε αντίθεση με τον άφρονα, είναι η αταραξία (απουσία ταραχής, γαλήνη της ψυχής), απόρροια της λογικής και φυσικής γνώσης, που δείχνει με ποιο τρόπο τα πάντα πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα συναρτώνται μεταξύ τους με ένα πλέγμα αιτιών που τα συνδέει μεταξύ τους και με τον Θεό.
Με φανερές τις επιδράσεις του Ηράκλειτου, των Ελεατών, του Σωκράτη και των Κυνικών, η στωική φιλοσοφία κάνει την εμφάνισή της το 300 π.Χ., όταν ο ιδρυτής της Ζήνων (περίπου 336-264 π.Χ.) αρχίζει τη διδασκαλία του στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών, και ακμάζει σε όλη τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. υπό την ηγεσία των διαδόχων Κλεάνθη (περίπου 331-232 π.Χ.), ποιητή και θρησκευτικού οραματιστή, και Χρύσιππου (περίπου 280-206 π.Χ.), που τελειοποίησε ή ανανέωσε υπό την πίεση της κριτικής των σκεπτικών πολλά δόγματα της λεγόμενης Αρχαίας Στοάς και συγκρότησε τον στωικισμό σε σύστημα.
Τα δύο επιφανέστερα μέλη της περιόδου της Μέσης Στοάς που ακολούθησε τους δύο επόμενους αιώνες ήταν ο Παναίτιος ο Ρόδιος (185 – περίπου 110 π.Χ. ) και ο μαθητής του Ποσειδώνιος (135 – περίπου 51 π.Χ.), που εισάγουν πλατωνικά στοιχεία στον στωικισμό.
Τέλος, στη Νεότερη Στοά, που καλύπτει τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ., συναντούμε τις μορφές του Σενέκα (περίπου 4-65 μ.Χ.), του Επίκτητου (περίπου 50-138 μ.Χ.) και του Μάρκου Αυρήλιου (121-180 μ.Χ.).
Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) γεννήθηκε στη Σάμο από αθηναίους γονείς και, προτού εγκατασταθεί το 306 π.Χ. στην Αθήνα, γνώρισε από δασκάλους του στο νησί και στη Μικρά Ασία τη φιλοσοφία του Δημόκριτου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Ο Επίκουρος υιοθέτησε, τελειοποίησε και επέκτεινε τον ατομισμό του Δημόκριτου όχι μόνο για θεωρητικούς λόγους, αλλά κυρίως για πρακτικούς σκοπούς. Στον επικούρειο ατομισμό, που αποτέλεσε τη βάση ενός καθολικού υλισμού (στον οποίο τα πάντα ο κόσμος, ο θεός, η ψυχή, ακόμη και οι παραστάσεις μας είναι ύλη), στηρίχθηκε η ελπίδα της επικούρειας φιλοσοφίας να επιτύχουμε την αταραξία, τη γαλήνη της ψυχής, που κατακτάται όταν απομακρύνουμε τον φόβο του θανάτου, των θεών και των ουράνιων φαινομένων.
Υπάρχουν άπειροι κόσμοι, ταυτόχρονα και σε διαδοχή, που σχηματίζονται από τη συμπλοκή και απεμπλοκή των ατόμων μεταξύ τους τα σώματα όλων των όντων, ακόμη και των θεών, είναι άτομα που έχουν εμπλακεί, συγκρατούνται μεταξύ τους και διατηρούν το σχήμα τους ανανεώνοντας τα άτομα της εξωτερικής επιφάνειας που χάνουν με τη μορφή απορροών. Η κίνηση είναι η κατάσταση και ο όρος ύπαρξης των ατόμων, των όντων και των κόσμων.
Οι θεοί ζουν στα μεσοδιαστήματα των κόσμων, χωρίς πρόνοια για τον εαυτό τους, τον κόσμο ή τους ανθρώπους, ως υποδείγματα αταραξίας και, καθώς η ψυχή ως υλική είναι θνητή, ο φόβος της θεϊκής επέμβασης, του θανάτου ή της μεταθανάτιας ζωής και τιμωρίας δεν έχει νόημα.
Η επικούρεια φυσική στοχεύει κυρίως στην ηθική, αφού το ενδιαφέρον γι’ αυτή δεν στοχεύει σε μια (αληθή) εξήγηση του φαινομένου αλλά σε περισσότερες λογικές εξηγήσεις, από τις οποίες ο καθένας μπορεί να επιλέξει όποια του ταιριάζει, όχι για να γνωρίσει έναν φυσικό νόμο ή για να προβεί σε τεχνικές εφαρμογές, αλλά για να απαλύνει ή να απαλείψει την ταραχή της ψυχής.
Για τους επικούρειους η αρχή και το τέλος της ευτυχισμένης ζωής (του μακαρίως ζην) είναι η ηδονή. Η ηδονή γι’ αυτούς είναι μια κατάσταση σχετικής σταθερότητας και ισορροπίας του οργανισμού, που προϋποθέτει απουσία πόνου (απονία) και παθών για το σώμα και αταραξία, σε σχέση με επιθυμίες και συναισθήματα, για την ψυχή (καταστηματική ηδονή). Ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την ευδαιμονία με τη λογική ρύθμιση (συμμέτρησις) των επιθυμιών και των ηδονών, αποβλέποντας στην αυτάρκεια.
Ετσι ο επικούρειος σοφός αποποιείται τις μάταιες ηδονές (των ασώτων) και ικανοποιεί τις φυσικές που συνδέονται με την αυτοσυντήρηση, την υγεία του σώματος και τη γαλήνη της ψυχής επιλέγοντας από αυτές τις αναγκαίες, όσες δηλαδή έχουν λιγότερο οδυνηρές συνέπειες.
Η επικούρεια σοφία έγκειται σε αυτού του τύπου την ηδονή και μαζί στην απαλλαγή από τον φόβο, στη συγκράτηση των επιθυμιών, στη μελέτη της επικούρειας φιλοσοφίας (ακόμη και με τη μορφή περιλήψεων ή συλλογών αποφθεγμάτων), στη δικαιοσύνη που ορίζεται ως η αμοιβαία συμφωνία των ανθρώπων να μη βλάπτονται και να μην τιμωρούνται βλάπτοντας και, τέλος, στη φιλία που μπορεί να αγκαλιάζει όχι μόνο τους φιλοσόφους και τους εταίρους του Κήπου (της σχολής του Επίκουρου), αλλά χωρίς διάκριση όλους τους ανθρώπους , η οποία είναι επιθυμητή και καθαυτή αλλά και για τα οφέλη που επιφέρει.
Παρ’ όλο που σκεπτικιστικές απόψεις μπορούν να ανιχνευθούν ακόμη και στις απαρχές της φιλοσοφικής σκέψης, ιδρυτής του σκεπτικισμού θεωρείται ο Πύρρων ο Ηλείος (περίπου 365-270 π.Χ.), σύγχρονος του Αριστοτέλη, που συνόδευσε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του. Ο Πύρρων δεν έγραψε τίποτε και όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχονται από τον μαθητή του Τίμωνα (περίπου 325 – περίπου 235 π.Χ.).
Οι σκεπτικοί καταλήγουν και αυτοί στο ζητούμενο της εποχής, την αταραξία, στην οποία έφθασαν μέσα από την προσπάθεια να βρουν ένα κριτήριο διάκρισης της αλήθειας από την πλάνη. Η έρευνα τους οδήγησε στη διαπίστωση ότι για κάθε κρίση που διατυπώνουμε για τα φαινόμενα μπορεί να διατυπωθεί με ισοδύναμη εμπειρική ή λογική τεκμηρίωση η αντίθετή της (ισοσθένεια), από εκεί έφθασαν στην εποχή στην άρνηση να διατυπώνουμε κρίσεις (αφασία) ή ορισμούς (μηδέν ορίζειν) και τελικά στο επακόλουθο της εποχής, την αταραξία την απαλλαγή από τη σύγχυση που προκαλεί η αδυναμία να επιλέξουμε μεταξύ ισοδύναμων και αντιφατικών κρίσεων ή φαινομένων (ουδέν μάλλον). Τα ευρήματα του σκεπτικισμού ταξινόμησε, συμπλήρωσε και μορφοποίησε ο Αινησίδημος (1ος αιώνας π.Χ.;) στους λεγόμενους τρόπους. Τον 3ο αιώνα π.Χ. η Ακαδημία, με την απόρριψη από τον Αρκεσίλαο (περίπου 315 – περίπου 240 π.Χ.) των πλατωνικών μεταφυσικών και μυστικιστικών δογμάτων, στρέφεται στον σκεπτικισμό. Παρ’ όλο που δεν σώζονται έργα του Αρκεσίλαου και του επιφανέστερου από τους διαδόχους του Καρνεάδη (περίπου 213-128 π.Χ.), μαθαίνουμε πολλά για τον σκεπτικισμό τους από τους πολύ μεταγενέστερους Κικέρωνα, Σέξτο Εμπειρικό και Διογένη Λαέρτιο. Και οι δύο είναι πολέμιοι των δογματικών σχολών και ιδιαίτερα του στωικισμού (θεωρία της αντίφασης, θεωρία των σημείων). Οι στωικοί υποστήριζαν ότι ίσως κάποιες αντιλήψεις δεν είναι ψευδείς είτε καθαυτές είτε ως σημεία της αληθινής φύσης των πραγμάτων. Οι δύο σκεπτικοί αρνούνταν ότι υπάρχει κριτήριο διάκρισης των αντιλήψεων ο Καρνεάδης υποστήριζε ότι δεν υπάρχει κριτήριο διάκρισης των λεγόμενων πραγματικών αντιλήψεων από τις ψευδαισθήσεις και ότι κατά συνέπεια πρέπει να απέχουμε από τις κρίσεις περί της πραγματικής φύσης των πραγμάτων που μας πηγαίνουν πέρα από την άμεση εμπειρία. Το περισσότερο που μπορούμε να έχουμε μέσω των αισθήσεων είναι δεδομένα όχι αληθή αλλά πιθανά. Από εκεί και πέρα ο Καρνεάδης ανέπτυξε μια πιθανολογική θεωρία που προαναγγέλλει σύγχρονες θέσεις του πραγματισμού και του θετικισμού.
Στο βάθος ο σκεπτικισμός μετέχει μόνο στη φιλοσοφική συζήτηση, και αυτό που αρνείται είναι η αξίωση των δογματικών φιλοσόφων για γνώση της αλήθειας των πραγμάτων (είτε μέσω της αίσθησης είτε μέσω του λόγου) και η κριτική του διευρύνεται για να περιλάβει τη θρησκεία, την ηθική και όλους τους δογματικούς κανόνες για την κοινωνία και το άτομο. Η ταραχή αποφεύγεται με την εποχή από αντιφατικές κρίσεις για τη φύση των πραγμάτων, τους θεούς, τη φύση του αγαθού κτλ. Στην καθημερινή ζωή και πράξη αποφεύγεται με ένα απλό πρακτικό κριτήριο που όλοι οι σκεπτικοί το δέχονταν: το φαινόμενο.
Η δύναμη του σκεπτικισμού δεν βρίσκεται στην ισχύ θέσεων αλλά στη δύναμη των επιχειρημάτων που αντιτάσσει απέναντι στους δογματικούς φιλοσόφους. Από την αρχαιότητα ως σήμερα, με την ανελέητη ή κομψή κριτική του, ο σκεπτικισμός επισημαίνει τις αντιφάσεις και τους παραλογισμούς, και ελέγχει τη συνοχή των φιλοσοφικών συστημάτων και την επάρκεια των λόγων που πρέπει να υπάρχουν για να υποστηριχθεί βάσιμα μια θέση. Με αυτή την έννοια ο σκεπτικισμός δεν αποτελεί εναλλακτική απάντηση κοντά στον ιδεαλισμό, στον υλισμό κτλ., αλλά μια διαρκή ενεργό δύναμη κίνησης και ανανέωσης μέσα στην ιστορία της σκέψης, τη λυδία λίθο για δοκιμασία των θεωριών που συγκροτούνται και προβάλλονται σε κάθε εποχή. Ο σκεπτικισμός δεν αρνείται την πίστη, αλλά θέλει να μας επιστήσει την προσοχή και τη σοβαρότητα στην έρευνα αν μας ενδιαφέρει των λόγων για τους οποίους πιστεύουμε.
Ο κ. Στυλιανός Δημόπουλος είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.