Κοιτάζοντας προς τα πίσω ανακαλύπτει κανείς πως οι ρόκερ δεν είναι και η πλέον… ενδεικνυόμενη παρέα για τις Αγιες Ημέρες. Κατά μια παράξενη συγκυρία, τις περισσότερες φορές όπου απασχόλησαν τα ΜΜΕ σε περίοδο Χριστουγέννων ήταν για κακό: αυτοκτονίες, ατυχήματα, λιποθυμίες επί σκηνής, ακόμη και η ανακοίνωση της διάλυσης των Μπιτλς, όλα αυτά και πολλά ακόμη έχουν συμβεί Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Ως εκ τούτου η τυπική ευχή «καλές γιορτές» έχει στον κόσμο του ροκ-εν-ρολ ουσιαστική σημασία.





24 Δεκεμβρίου 1954.
Αργά το βράδυ, στο Χιούστον του Τέξας. Οι αστυνόμοι Σνόου και Φουλτζ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών… σκοτώνουν την πλήξη τους συζητώντας για το «παλιοεπάγγελμά» τους, που τους αναγκάζει να κάνουν ρεβεγιόν στο Τμήμα αντί να απολαμβάνουν τη χριστουγεννιάτικη θαλπωρή των σπιτιών τους, όπως εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Αν μη τι άλλο, η αποψινή είναι μια ήσυχη βάρδια ρουτίνας, αφού κανένας θάνατος δεν έχει αναφερθεί στην Αστυνομία. Ή, τουλάχιστον, ήταν μια βάρδια ρουτίνας μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο.


Αυτό που έμαθαν από το τηλεφώνημα δεν ήταν κάτι συνηθισμένο και, προφανώς, δεν ήταν και το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο για δύο βαριεστημένους αστυνομικούς. «Ελάτε γρήγορα στο Δημοτικό Θέατρο. Υπάρχει ένα πτώμα στα καμαρίνια!» και η γραμμή έκλεισε.


Πλησιάζοντας στο θέατρο με το περιπολικό τους οι δύο ντετέκτιβ διάβασαν στη μαρκίζα το όνομα του Τζόνι Εϊς που έδινε απόψε συναυλία εδώ. Και φθάνοντας χρειάστηκε να ανοίξουν δρόμο ανάμεσα σε δύο χιλιάδες ευτυχείς οπαδούς του σπουδαίου μαύρου τραγουδιστή που αποχωρούσαν αφού η συναυλία είχε τελειώσει πριν από λίγα λεπτά.


Σπρώχνοντας και βρίζοντας οι δύο αστυνόμοι έφθασαν κάποτε στα καμαρίνια. Και εκεί, στο καμαρίνι που προοριζόταν για τον αστέρα της βραδιάς, βρήκαν το πτώμα του 25χρονου Τζόνι Εϊς με ένα 22άρι περίστροφο στο δεξί του χέρι! Οι παρευρισκόμενοι είπαν πως άλλοι ένδεκα άνθρωποι βρίσκονταν εκεί όταν έγινε το κακό. Είπαν ακόμη πως ο Τζόνι Εϊς τελείωσε τη συναυλία του και επιστρέφοντας στο καμαρίνι του κάλεσε εκεί τους μουσικούς και μερικούς φίλους για ένα ποτό. Κατέβασε και ο ίδιος μερικά και μετά έβαλε μία μόνο σφαίρα στον μύλο του όπλου και στρέφοντάς το προς την ομήγυρη πυροβόλησε. Τίποτε δεν έγινε. Κατόπιν έστρεψε το όπλο προς το κεφάλι μιας νόστιμης θαυμάστριάς του που είχε προσκολληθεί. Και πάλι τίποτε δεν έγινε. Τελικά και παρά τις επικλήσεις των σαστισμένων φίλων και συνεργατών του, στερέωσε την κάννη στον δεξιό κρόταφό του. «Ολοι παίζουν με την τύχη τα Χριστούγεννα», είπε, «αλλά λίγοι δοκιμάζουν την τύχη τους στη ρώσικη ρουλέτα». Πάτησε για τρίτη φορά τη σκανδάλη και από εκείνη τη στιγμή έγινε όχι απλά ο πρωταγωνιστής της πιο τραγικής χριστουγεννιάτικης ροκ ιστορίας, αλλά η πρώτη μεγάλη απώλεια της ίδιας της ιστορίας του ροκ. Επαιξε με πιθανότητες 7 προς 1 και έχασε, κερδίζοντας όμως σε υστεροφημία, αφού ο θάνατός του πυροδότησε την πρώτη σε βαθμό υστερίας ενεργοποίηση του κοινού.


Λίγες εβδομάδες μετά την κηδεία του η μεταθανάτια κυκλοφορία τού «Pledging my love» βρέθηκε στο Νο 1 του πίνακα επιτυχιών «μαύρης» μουσικής, όπου παρέμεινε επί εννέα εβδομάδες.


Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά την ατυχή έμπνευση του Τζόνι Εϊς, ένα άλλο ταλαντούχο παλικαράκι, ο μόλις 17 ετών Μεξικανοαμερικανός Ρίτσι Βάλενς, μας έδωσε την αντίστροφη εκδοχή της παραπάνω ιστορίας. Είδε πρώτα, στις 24 Δεκεμβρίου 1958, το τραγούδι του «Donna» να αναρριχάται στη δεύτερη θέση του εθνικού πίνακα επιτυχιών, πέρασε (εύλογα) τα πιο ευτυχισμένα Χριστούγεννα της ζωής του και, με τη σειρά του, προκάλεσε την τύχη του, λίγο μετά τις γιορτές, όταν έπαιξε κορόνα – γράμματα με τον (μετέπειτα αστέρα της κάντρι μουσικής) Γουάιλον Τζένινγκς τη μία και μοναδική διαθέσιμη θέση στο αεροπλάνο του μεγάλου Μπάντι Χόλι. Ο Βάλενς κέρδισε στο στρίψιμο του νομίσματος τη θέση στο αεροπλάνο και μαζί μια θέση στο πάνθεον του ροκ, αφού όταν το αεροπλάνο απογειώθηκε έπεσε σε καταιγίδα και συνετρίβη πάραυτα σκοτώνοντας τον πιλότο του και τους τρεις επιβάτες του (Μπάντι Χόλι, Μπιγκ Μπόπερ και Ρίτσι Βάλενς).


Το περιστατικό καταγράφεται και στην πολύ μεταγενέστερη κινηματογραφική ταινία «La Bamba», που πάντως δεν ήταν ο μόνος φόρος τιμής στον πρόωρα χαμένο Βάλενς. Δύο μόλις χρόνια μετά τον θάνατό του ανεγέρθηκε στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνιας το «Συναυλιακό Κέντρο Ρίτσι Βάλενς».


Και ακριβώς εκεί ξεκίνησαν τη μεγάλη καριέρα τους οι θρυλικοί Μπιτς Μπόις. Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του 1962 έπαιξαν στο εν λόγω αμφιθέατρο για πρώτη φορά με το όνομα που θα τους έκανε διάσημους, εγκαινιάζοντας παράλληλα και τη δική τους παράξενη σχέση με τις Αγιες Ημέρες. Ετσι, τρία χρόνια πιο μετά, στις 24 Δεκεμβρίου 1964, πραγματοποιούν μια οριακή για την καριέρα τους εμφάνιση σε εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο. Τραγούδησαν, προκαλώντας μεγάλη εντύπωση, ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι στο μουσικό τηλεοπτικό πρόγραμμα «Shindig» (που, με τη σειρά του, έκλεισε τον ιστορικό για το ροκ κύκλο του την Πρωτοχρονιά του 1966, όπως το αντίστοιχο πρόγραμμα του BBC, το επίσης ιστορικό «Ready, Steady, Go», έκλεισε τον δικό του τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς!).


Οι Μπιτς Μπόις (τρία από τα πέντε μέλη των οποίων ήταν οι αδελφοί Ουίλσον) είδαν τα ανέμελα και ηλιόλουστα τραγούδια τους να γίνονται πανεθνικές επιτυχίες, οριοθέτησαν το (ζωντανό ως σήμερα) ιδίωμα που ονομάστηκε «σερφ-ροκ», ταλαιπωρήθηκαν και τελικά εξέλιπαν λόγω των… ανησυχιών του μεγαλοφυούς αρχηγού τους Μπράιαν Ουίλσον και δέχθηκαν το σκληρότερο χτύπημα της μοίρας δύο ημέρες πριν από την Πρωτοχρονιά του 1984. Εκείνη την ημέρα ο 39χρονος ντράμερ τους Ντένις Ουίλσον βρισκόταν στη Μαρίνα ντελ Ρέι της Καλιφόρνιας κάνοντας αυτό που όλοι νόμιζαν πως οι Μπιτς Μπόις «έπαιζαν στα δάχτυλα»: σέρφινγκ. Στην πραγματικότητα, από όλα τα μέλη των σκαπανέων του «σερφ-ροκ» μόνο ο Ντένις ήξερε σέρφινγκ. Ηταν μάλιστα καταξιωμένος ως δεινός σέρφερ εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια και αυτή η ενασχόλησή του με το σπορ οδήγησε τους Μπιτς Μπόις στη σύλληψη του «σερφ-ροκ».


Καταλαβαίνετε την έκπληξη της ροκ κοινότητας όταν μαθεύτηκε το νέο πως ο δεινός σέρφερ των Μπιτς Μπόις πνίγηκε κάνοντας… σέρφινγκ!!! Τελικά, με προσωπική παρέμβαση του τότε προέδρου Ρίγκαν, δόθηκε ειδική άδεια και ο ντράμερ Ντένις Ουίλσον ετάφη στον ωκεανό που τόσο αγαπούσε ­ προνόμιο που εκχωρείται από τους νόμους της Καλιφόρνιας μόνο σε ήρωες του πολεμικού ναυτικού!


Ενας άλλος ντράμερ, που για πολλούς είναι η πιο εκκεντρική φυσιογνωμία του ροκ, δέθηκε παράξενα με τα Χριστούγεννα μέσα από μια σειρά περιστατικών που ανάλογά τους βίωνε σε όλη τη διάρκεια του σύντομου και άστατου βίου του. Στην Αγγλία, λοιπόν, ο Κιθ Μουν, ντράμερ των Χου, πέρασε σίγουρα αξέχαστα τα Χριστούγεννα του ’65 και την Πρωτοχρονιά του ’70.


Το 1965 ήταν η χρονιά που οι Χου γνώρισαν την ευρύτερη αποδοχή των συμπατριωτών τους, κυρίως χάρη στον κλασικό ύμνο τους «My Generation», που υιοθετήθηκε ως τραγούδι ρήξης από την αγγλική νεολαία. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε στα τέλη του χρόνου και ο πρώτος μεγάλος δίσκος τους, που μπήκε στους πίνακες επιτυχιών την εβδομάδα των Χριστουγέννων.


Ο Κιθ Μουν γιόρτασε την επιτυχία με τον μοναδικό του τρόπο την παραμονή των Χριστουγέννων. Οι Χου έπαιζαν σε ένα κλαμπ του Ουίνδσορ όταν ο «μανιακός» ντράμερ τους έχασε τις αισθήσεις του επί σκηνής από το πολύ πιοτό. Ηταν το πρώτο (και ως εκ τούτου οδυνηρά εντυπωσιακό) τέτοιο περιστατικό από τα δεκάδες ανάλογα με «ήρωες» μουσικούς που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Και ήταν αρκετό για να προσάψει στον Κιθ Μουν τον τίτλο του «τρομερού παιδιού» της αγγλικής σκηνής ­ τίτλο που «τίμησε» ως τον θάνατό του, το 1978. Μία δε από τις πολλές περιπέτειές του ήρθε μια μέρα μετά την Πρωτοχρονιά του 1970 και ήταν (και πάλι) ανάλογη του μανιακού χαρακτήρα του.


Ο Μουν μαζί με τον σοφέρ του Νιλ Μπόλαντ διασκέδασαν σε μια ντίσκο του Χάτφιλντ που μόλις είχε εγκαινιάσει ο ντράμερ των Χου. Φεύγοντας με την πολυτελή του Μπέντλεϊ έπεσαν πάνω σε μια ομάδα φανατικών θαυμαστών που περικύκλωσαν το αυτοκίνητο. Ο σοφέρ κατέβηκε για να ηρεμήσει τους νεαρούς και άρχισε έναν μικροδιαπληκτισμό μαζί τους. Τότε ο Μουν (που ουδέποτε δίστασε μπροστά στον… πειρασμό να καταστρέψει μια Μπέντλεϊ ή μια Ρολς – Ρόις, ακόμη και ρίχνοντάς τες σε πισίνες!) πήρε το τιμόνι στα χέρια του και αποφάσισε να λύσει την παρεξήγηση επιτιθέμενος στους θαυμαστές του με την όπισθεν! Ο σοφέρ του ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου. Μέσα σε δευτερόλεπτα ήταν νεκρός από χειρισμούς του αφεντικού του στο αυτοκίνητο για το οποίο ο Κιθ Μουν τον είχε προσλάβει να οδηγεί, ακριβώς γιατί εκείνος δεν είχε ούτε δίπλωμα οδήγησης!


Δέκα χρόνια πριν από αυτό το τραγικό και οξύμωρο περιστατικό με πρωταγωνιστή τον ντράμερ των Χου, μια τυπική αλλαγή χριστουγεννιάτικων δώρων σηματοδότησε τη «γέννηση» του πιο διάσημου ντράμερ του αιώνα.


Λίβερπουλ, Χριστούγεννα του 1959. Ο 18χρονος μηχανικός Ρίτσαρντ Στάρκεϊ προσέχει ένα ιδιαίτερα μεγάλο πακέτο δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο των γονιών του. Οταν έρχεται η ώρα να ανοιχθούν τα δώρα, βρίσκεται έκπληκτος μπροστά σε ένα ολοκαίνουργιο σετ ντραμς ­ το πρώτο που απέκτησε ποτέ του. Αυτό δεν θα είχε καμία σημασία αν ο νεαρός ήταν κάποιος άλλος και όχι ο κύριος που αργότερα μάθαμε σαν Ρίνγκο Σταρ και ο οποίος από τον Αύγουστο του 1962 έγινε ο ντράμερ των Μπιτλς.


Με τον προκάτοχο του Ρίνγκο, τον Πιτ Μπεστ, ακόμη στις τάξεις τους, οι Μπιτλς είχαν μια σχετικώς οδυνηρή εμπειρία την Πρωτοχρονιά του 1962. Ακούγεται ασυνήθιστο αλλά, όπως και να έχει το πράγμα, τα Σκαθάρια πέρασαν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς από ακρόαση για λογαριασμό της εταιρείας Decca. Απορρίφθηκαν (!), αλλά δεν πρόλαβαν να πολυστενοχωρηθούν γιατί η τροχιά του άστρου τους είχε ήδη δρομολογηθεί με τα γνωστά αποτελέσματα. Εκείνος που σίγουρα στενοχωρέθηκε ήταν ο Ντικ Ρόου, υψηλά ιστάμενο στέλεχος της Decca που πήρε την απορριπτική απόφαση. Στιγματίστηκε από τη μουσική βιομηχανία σαν «ο – άνθρωπος – που – απέρριψε – τους – Μπιτλς!» και η καριέρα του τελείωσε ουσιαστικά εκεί.


Και αν ένα στέλεχος χωρίς διορατικότητα είπε (ανεπιτυχώς) «όχι» στο μεγαλύτερο συγκρότημα του κόσμου ανήμερα την Πρωτοχρονιά του ’62, χρειάστηκε ένας Μπιτλ με διορατικότητα για να πει (επιτυχώς) «όχι» στο παγκόσμιο κοινό των Σκαθαριών και να κλείσει την ιστορία τους ανήμερα την Πρωτοχρονιά του ’71.


Η Γιόκο Ονο είχε ήδη δεθεί άρρηκτα με τον Λένον και είχαν φύγει στις ΗΠΑ, ο ΜακΚάρτνεϊ και ο Χάρισον είχαν κυκλοφορήσει τους πρώτους προσωπικούς τους δίσκους, ο Ρίνγκο ήταν στην Αμερική ηχογραφώντας και έτσι έμενε μόνο η τυπική ανακοίνωση της διάλυσης των Μπιτλς. Την έκανε ο ΜακΚάρτνεϊ με ένα είδος πρωτοχρονιάτικου διαγγέλματος, το οποίο έδινε σε λογιστές και δικηγόρους το πράσινο φως για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την και τυπική διάλυση του συγκροτήματος. (Για να ολοκληρωθούν χρειάστηκε ένας κύκλος ακριβώς τεσσάρων χρόνων ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1975, οπότε και είχαν τακτοποιηθεί όλες οι λεπτομέρειες).


Ο μόνος που δεν πολυστενοχωρήθηκε από τις ανακοινώσεις του ΜακΚάρτνεϊ ήταν ο «συνέταιρός» του Τζορτζ Χάρισον. Γιατί τη στιγμή όπου ο Πολ ανακοίνωνε την οριστική διάλυση των Μπιτλς, ο Τζορτζ έκανε πραγματικά ξεχωριστές γιορτές. Με τον δίσκο του «All things must pass» και με το τραγούδι του «My sweet lord», βρέθηκε την Πρωτοχρονιά του ’71 ταυτόχρονα στην πρώτη θέση αμφοτέρων των πινάκων επιτυχιών (για τους μεγάλους και μικρούς δίσκους) στις ΗΠΑ!


Ενας άλλος μουσικός, ο δεξιοτέχνης της κιθάρας Τζον ΜακΛάφλιν, που είχε ως κοινό σημείο με τον Χάρισον την ενασχόληση με τις ανατολικές φιλοσοφίες, απέκτησε και ένα δεύτερο, όταν και εκείνος ανακοίνωσε τη διάλυση του συγκροτήματός του Μαχαβίσνου Ορκέστρα ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1974.


Ενώ ένας τρίτος «μυστικιστής» του ροκ, ο μακαρίτης Τζίμι Χέντριξ, ξεκίνησε το δικό του συγκρότημα Μπαντ οφ Τζίπσις ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1970 με συναυλία στο Φίλμορ της Νέας Υόρκης.


Ούτως ή άλλως, τα Χριστούγεννα του Χέντριξ παρουσίαζαν ανέκαθεν κινητικότητα. Στις 25 Δεκεμβρίου 1967 εξέπληξε τους πάντες εμφανιζόμενος σε φιλανθρωπικό γκαλά ντυμένος Αϊ-Βασίλης, ενώ δύο ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά του ’68 συνελήφθη στη Στοκχόλμη γιατί πέταγε έπιπλα στον δρόμο από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του! Στις 26 Δεκεμβρίου του ’68, τέλος, εμφανίστηκε στο τηλεοπτικό σόου της Λούλου προκαλώντας τόσο με την εμφάνισή του ώστε οι παραγωγοί της εκπομπής διέταξαν τους καμέραμεν να μην τον δείχνουν από κοντά!


Τελικά, η επί γης σπατάλη του ταλέντου του έληξε τον Σεπτέμβριο του 1970, οπότε και απεδήμησεν εις Κύριον. Και εκεί όπου βρέθηκε είχε την ευκαιρία να περάσει ξεχωριστές γιορτές, όταν τουλάχιστον δύο φορές ισάριθμοι ομότεχνοί του χτύπησαν την πόρτα του Παραδείσου πρωτοχρονιάτικα.


Πρώτος έφθασε την Πρωτοχρονιά του ’84 ο πατριάρχης της βρετανικής σκηνής Αλέξις Κόρνερ. Ο σπουδαίος αυτός ελληνοαυστριακής καταγωγής μουσικός ξεψύχησε εκείνο το πρωί, στα 55 του χρόνια, όπως κάθε μουσικός θα ήθελε να τελευτήσει τον βίο του: παίζοντας μουσική!


Αντίθετα, δύο χρόνια αργότερα, η κάποτε μεγάλη δόξα της αμερικανικής ποπ, ο ωραίος Ρίκι Νέλσον, πέθανε (και πήρε άλλες έξι ζωές μαζί του) με τον πιο σαχλό και αναξιοπρεπή τρόπο. Πρωτοχρονιά του 1986 και το ιδιωτικό αεροπλάνο του τραγουδιστή ανατινάζεται εν πτήσει εξαιτίας εκρήξεως που προκλήθηκε όταν ο Νέλσον επιχείρησε να «καθαρίσει» με χημικά μέσα ποσότητα κοκαΐνης…


Εκτός από τους προαναφερθέντες ρόκερ, όμως, και δύο ιστορικά ροκ κλαμπ «έκλεισαν» τον κύκλο τους με την αλλαγή του χρόνου. Την Πρωτοχρονιά του ’79 έκλεισε το θρυλικό «Winterland» του Σαν Φρανσίσκο με μεγαλειώδη εμφάνιση των Γκρέιτφουλ Ντεντ και Μπλουζ Μπράδερς και την Πρωτοχρονιά του ’83 έκλεισε το νεοϋορκέζικο κλαμπ «Max’s – Kansas City», από όπου είχαν ξεκινήσει τις διαδρομές τους μπάντες σαν τους Βέλβετ Αντεργκράουντ ή τους Νιου Γιορκ Ντολς.


Σε ένα άλλο κλαμπ, νεότατο τότε, κλείνει η ιστορία μας. Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1988. Στην Αθήνα ο μοναδικός για ροκ συγκροτήματα συναυλιακός χώρος της πόλης, το «Ρόδον», έχει μόλις ξεκινήσει τη λειτουργία του. Και φιλοξενώντας για πρώτη φορά στα πάτρια εδάφη τον ελληνοαμερικανό συνθέτη και τραγουδιστή Νικ Γκραβενίτη, τον μεγάλο κιθαρίστα από το Σαν Φρανσίσκο Τζον Τσιπολίνα και το συγκρότημά τους, προσφέρει στο αθηναϊκό κοινό μια μοναδική και πρωτόγνωρη εμπειρία: ολονύκτια συναυλία υποδοχής του νέου έτους! Φορτισμένη συγκινησιακά από την πρώτη εν Ελλάδι παρουσία του Γκραβενίτη (και των πολλών… συγγενών του, που έδωσαν ένα άλλο χρώμα), η συναυλία άρχισε μετά τα μεσάνυχτα και τελείωσε κάπου στις έξι το πρωί. Τότε ο κόσμος ζητούσε επίμονα ένα τελευταίο τραγούδι. Ο Γκραβενίτης δεν ήθελε να παίξει άλλο, ο Τσιπολίνα προσπαθούσε να τον μεταπείσει και τελικά, μετά από μισή ώρα διαβουλεύσεων, βγήκαν πάλι στη σκηνή. Ο κόσμος ήταν ακόμη στην αίθουσα. «Ευχαριστώ πάρα πολύ και χρόνια πολλά!», είπε συγκινημένος με τα σπαστά ελληνικά του ο Γκραβενίτης. Και αμέσως άρχισε μια συγκλονιστική ερμηνεία του κλασικού «Get together» των Γιανγκμπλάντς.


Ο νέος χρόνος είχε μπει, ο κόσμος ήταν σαστισμένος από την πρωτόγνωρη εμπειρία μιας τέτοιας βραδιάς και η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εκτονώθηκε στο πιο ταιριαστό με την ημέρα που ανέτειλε κλίμα, όταν όλοι σιγοτραγουδούσαν μαζί με τον ευτραφή Ελληνοαμερικανό:


«Αντε, λοιπόν,


χαμογέλα στον διπλανό σου…


Ολοι μαζί ας γίνουμε ένα,


ας αγαπηθούμε


εδώ και τώρα!».


Οταν η πόρτα του κλαμπ έκλεισε και ο Γκραβενίτης, οι μουσικοί και το κοινό έφυγαν για τον πρώτο ύπνο της νέας χρονιάς, είχαμε απομείνει μόνοι με τον Τζον Τσιπολίνα. Με τον χαρακτηριστικό τρόπο του που θύμιζε χαρτοπαίκτη του Φαρ Ουέστ είπε: «Και τώρα ας υποδεχθούμε τον νέο χρόνο με αυτό που μας αξίζει: μπρέκφαστ σαμπάνιας!».


Καταλήξαμε στο Χίλτον, όπου διαδοχικά μια σερβιτόρα, ο τμηματάρχης και ο μετρ ντ’ οτέλ άκουγαν εμβρόντητοι την παραγγελία που έβγαινε φυσιολογικά από τα χείλη του διάσημου κιθαρίστα: «Champagne breakfast for two, please!».


Ολοκληρώνοντας την παρέλαση αρμοδίων, ο τελευταίος από αυτούς απετόλμησε την ερώτηση: «Και τι μπορεί να είναι το champagne breakfast;».


Ο συγχωρεμένος ο Τσιπολίνα φόρεσε το πιο αθώο χαμόγελό του και απάντησε: «Α, είναι πολύ απλό! Αποτελείται από καφέ φίλτρου, χυμό πορτοκάλι, φρυγανισμένο ψωμί, βούτυρο, μέλι, αβγά με μπέικον και… ένα μπουκάλι σαμπάνια!».


Και με το «ποπ!» του φελλού της σαμπάνιας επιστρέφουμε στο σήμερα.


Καλή (ροκ) χρονιά!