Οι Ελληνες που κινούν τα νήματα στις ΗΠΑ

Οι Ελληνες που κινούν τα νήματα στις ΗΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Πόσοι Ελληνες χωρούν στον Λευκό Οίκο; Οχι, δεν είναι ανέκδοτο, η απάντηση όμως εξαρτάται από την αίθουσα του υποβλητικού κτιρίου της Πενσυλβάνια Αβενιου που σας ενδιαφέρει. Αν πρόκειται για το Οβάλ γραφείο, λάβετε υπόψη σας ότι την επόμενη τετραετία θα ενημερώνει εκεί νωρίς κάθε πρωί τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον ο Τζορτζ Τένετ, Ελληνοαμερικανός

Πόσοι Ελληνες χωρούν στον Λευκό Οίκο; Οχι, δεν είναι ανέκδοτο, η απάντηση όμως εξαρτάται από την αίθουσα του υποβλητικού κτιρίου της Πενσυλβάνια Αβενιου που σας ενδιαφέρει. Αν πρόκειται για το Οβάλ γραφείο, λάβετε υπόψη σας ότι την επόμενη τετραετία θα ενημερώνει εκεί νωρίς κάθε πρωί τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον ο Τζορτζ Τένετ, Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις νέος διευθυντής της CIA. Την προηγούμενη τετραετία την ανετότερη πρόσβαση στο Οβάλ γραφείο είχε ένας άλλος Ελληνας της Αμερικής, ο χαρισματικός Τζορτζ Στεφανόπουλος, που ακολουθεί πλέον τον προσωπικό του δρόμο και διαθέτει λαμπρό πολιτικό μέλλον. Από το Οβάλ γραφείο στο υπνοδωμάτιο Λίνκολν, όπου κοιμήθηκε ένας άλλος Ελληνας, ο επιχειρηματίας Αντζελο Τσακόπουλος, οικονομικός υποστηρικτής αυτός του Κλίντον, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι «το στρώμα είναι μαλακό». Οσο για τα συστήματα πληροφορικής του Λευκού Οίκου, αυτά σχεδιάστηκαν ξανά περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 από ομάδα ειδικών με επικεφαλής έναν άλλο Ελληνα, τον Μάικλ Δερτούζο, διευθυντή του εργαστηρίου των Computer Scienceς του ΜΙΤ και μέλος της επιτροπής Κλίντον – Γκορ για την εθνική υποδομή πληροφορικής των Ηνωμένων Πολιτειών.


Η πρόοδος όμως των Ελλήνων από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν αντανακλάται μόνο στην πρόσβαση στον Λευκό Οίκο. Η σύγχρονη Αμερική ονειρεύεται τον ψηφιακό κόσμο του Νίκολας Νεγκροπόντε, του «γκουρού των πολυμέσων», και παθιάζεται για την κόμμωση της Τζένιφερ Ανιστον(απούλου), της πρωταγωνίστριας της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς «Friends». Θαυμάζει την ψυχραιμία του τενίστα Πιτ Σάμπρας ή ζητωκραυγάζει την ομάδα μπέιζμπολ Baltimore Orioles του μεγιστάνα Πίτερ Αντζελο. Διαβάζει τις «Αυτόχειρες Παρθένους» του Τζέφρι Ευγενίδη και εκτιμά τα έργα του Λουκά Σαμαρά. Από τους διαδρόμους της Ουάσιγκτον ως το διάσημο «λεπτό της Νέας Υόρκης», από το Σακραμέντο της Καλιφόρνιας ως το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, από τα στούντιο της τηλεόρασης στο Λος Αντζελες ως το Media Lab του ΜΙΤ στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, ποιοι είναι οι Ελληνες που κινούν τα νήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, από πού έρχονται, πού πηγαίνουν και πώς βλέπουν (όταν την βλέπουν) την Ελλάδα;



Η σκηνή διαδραματίστηκε στο «κόκκινο δωμάτιο» του Λευκού Οίκου πριν από την αναχώρηση του αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον για το Ελσίνκι. Αναρρωννύοντας ακόμη από την εγχείρηση στο γόνατό του ο «πλανητάρχης» ήταν υποχρεωμένος να κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι, γεγονός που επέτεινε τη συγκίνηση: «Θα ήθελα» είπε συναντώντας τους δημοσιογράφους «να ανακοινώσω την πρόθεσή μου να προτείνω τον Τζορτζ Τένετ, που στέκεται δίπλα μου μαζί με την οικογένειά του και ασκεί καθήκοντα αναπληρωτή διευθυντή της CIA, για τη θέση του διευθυντή της υπηρεσίας. Πιστεύω ότι διαθέτει πλούτο εμπειριών και ικανοτήτων που θα του επιτρέψουν να ανταποκριθεί στην πρόκληση να ηγηθεί της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών στον 21ο αιώνα».


Για τον Τζορτζ Τζον Τένετ, που οι βορειοηπειρώτες γονείς του μετανάστευσαν το 1952 στις Ηνωμένες Πολιτείες, η στιγμή είχε τη δική της σημασία. «Κύριε Πρόεδρε» είπε «θα ήθελα σε έναν προσωπικότερο τόνο να πω ότι πριν από 50 χρόνια ο πατέρας μου ήρθε σε αυτή τη χώρα από την Ελλάδα. Δεν είναι μαζί μου σήμερα, αλλά εκ μέρους του και εκ μέρους της οικογένειάς μου θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου αποδίδετε». Μεγαλωμένος στο Queens της Νέας Υόρκης, όπου ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης του «Twentieth Century Diner», ο Τένετ μοιραζόταν ως τα 18 του χρόνια το δωμάτιό του με τον δίδυμο αδελφό του Μπιλ, ο οποίος είναι καρδιολόγος. Οπως διαβεβαίωσε τους αμερικανούς δημοσιογράφους η μητέρα του Ευαγγελία, 79 ετών σήμερα, μιλάει ελληνικά και του αρέσει μάλιστα πολύ το παστίτσιο.


«Μέλι-γάλα» με τη Γερουσία


«Πιστεύω ότι ο Τζορτζ Τένετ είναι το πλέον ενδεδειγμένο πρόσωπο για να αναλάβει γρήγορα την ηγεσία της CIA» είπε ο πρόεδρος Κλίντον. Σύσσωμος ο αμερικανικός Τύπος προβλέπει ότι ο σκουρομάλλης Ελληνοαμερικανός από το Queens θα διέλθει άνευ πολλών προβλημάτων από τις συμπληγάδες της αμερικανικής Γερουσίας, όπου ναυάγησε η υποψηφιότητα του πρώην συμβούλου για θέματα Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου, Αντονι Λέικ. Αν η διαδικασία αποδειχθεί πράγματι «μέλι-γάλα», όπως αρέσκονται να προβλέπουν οι αμερικανοί σχολιαστές (παρ’ ότι πρόσφατες αποκαλύψεις για τη δραστηριότητα της CIA στο Ιράκ φαίνεται να σκιάζουν την ατμόσφαιρα), το γεγονός δεν θα αποτελεί παρατονία στην ως τώρα σταδιοδρομία του 44χρονου Τένετ. Η άνοδός του προς την κορυφή έχει, όπως στερεότυπα επισημαίνεται, δημιουργήσει «νέα επίδοση τόσο ως προς την ταχύτητα όσο και ως προς την κομψότητα», από τις σπουδές του στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στα Πανεπιστήμια Τζορτζτάουν και Κολούμπια ως την ημέρα όπου ο πρόεδρος Κλίντον τον πρότεινε για το ύπατο αξίωμα της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.


Ομολογουμένως ο Τζορτζ Τένετ συμβολίζει μια αρχετυπική «success story» ­ ή μάλλον την ελληνική εκδοχή του περιώνυμου «αμερικανικού ονείρου». Δεν είναι όμως ο πρώτος Ελληνας που διαπρέπει αυτή τη στιγμή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η πρόοδος των Ελλήνων των Ηνωμένων Πολιτειών εικονογραφείται σε μια σειρά πρόσωπα που βρίσκονται στο προσκήνιο όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής αλλά και στον κόσμο της οικονομίας και των επιχειρήσεων, στις επιστήμες, στις τέχνες, στα σπορ ­ ακόμη και στην τηλεόραση.


Οι Ελληνες της Ουάσιγκτον


Ο Τζορτζ Τένετ δεν είναι ο μόνος Ελληνας της Αμερικής του οποίου το όνομα ακούγεται στην Ουάσιγκτον. Ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Μάικλ Δουκάκης ήταν υποψήφιος των Δημοκρατικών για το προεδρικό αξίωμα το 1988 (ηττήθηκε όμως από τον Τζορτζ Μπους) και ο γερουσιαστής Πολ Τσόνγκας άφησε καλές εντυπώσεις ως υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών το 1992· το πιο πολυσυζητημένο όμως όνομα είναι χωρίς αμφιβολία αυτό του Τζορτζ Στεφανόπουλου ­ του οποίου το πολιτικό ανάστημα είναι πολύ μεγαλύτερο από το πραγματικό. Γόνος οικογενείας ιερέων [πράγμα που δεν τον εμποδίζει, όπως λέγεται, «να κατεβάζει (αμερικανιστί) καντήλια» στις εκρήξεις θυμού του] και «παιδί – θαύμα» της πολιτικής ο Στεφανόπουλος συνέδεσε το όνομά του με την επιτυχημένη εκστρατεία του Κλίντον το 1992. Κανένας Ελληνας δεν είχε τέτοια πρόσβαση στο Οβάλ γραφείο, με την εξαίρεση ίσως, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, του αντιπροέδρου Σπάιρο Αγκνιου, του οποίου η παραίτηση για ανάμειξη σε οικονομικά σκάνδαλα έφερε δυσάρεστο τέλος στην πολιτική σταδιοδρομία του και υπήρξε προάγγελος της ιταμής παραίτησης του Ρίτσαρντ Νίξον εξαιτίας του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ.


Η απήχηση του Στεφανόπουλου υπερβαίνει κατά πολύ την ελληνική καταγωγή του ­ ακριβέστερα: σχεδόν την ακυρώνει. Η «Washington Post» έχει επισημάνει ότι «ο Στεφανόπουλος δεν είναι πλέον ένα απλό πρόσωπο της πολιτικής αλλά ήρωας της αμερικανικής pop κουλτούρας». Λέγεται ότι στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, το οποίο προηγήθηκε των εκλογών, ο Στεφανόπουλος συναντήθηκε σε κάποιο διάδρομο με έναν άλλο μελαχρινό και χαρισματικό τριαντάρη της πολιτικής, τον Τζον Κένεντι Τζούνιορ, νυν εκδότη του πολιτικού περιοδικού «George»: «Συγγνώμη που δώσαμε στο περιοδικό μόνο το μικρό σου όνομα» χαριτολόγησε ο γιος του προέδρου Κένεντι, «το επώνυμό σου ήταν πολύ μεγάλο για να χωρέσει στον λογότυπο». Πάντα προοδευτικός και σε μόνιμη υπερδιέγερση ο Στεφανόπουλος δεν είναι πια στο προσωπικό επιτελείο του Κλίντον και έχει απομακρυνθεί κάπως από την Ουάσιγκτον. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης (όπου και σπούδασε), εμφανίζεται ως πολιτικός σχολιαστής στο τηλεοπτικό κανάλι ABC και ετοιμάζει πυρετωδώς ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο για τα έργα και τις ημέρες του στον Λευκό Οίκο. Αν και η δική του εκδοχή θα είναι μάλλον η αυθεντική, δεν θα είναι η πρώτη φορά όπου η δράση του στον Λευκό Οίκο θα περάσει σε σελίδες βιβλίου: έχουν προηγηθεί τα σπαρταριστά «Προεδρικά Χρώματα» που κυκλοφόρησαν το 1996 και έκαναν όλη την Αμερική να μιλάει για αυτά.


Το «παιδί-θαύμα» της πολιτικής


Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα «με κλειδί» Ανωνύμου συγγραφέα (τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν ο πολιτικός σχολιαστής του «Newsweek» Τζο Κλάιν) που δραματοποιεί την προεκλογική εκστρατεία του Κλίντον το 1992 παρουσιάζοντας ελαφρώς παραλλαγμένα τα πρόσωπα. Ο πρωταγωνιστής ανταποκρίνεται πλήρως στα χαρακτηριστικά του Στεφανόπουλου και διαθέτει μάλιστα και φίλη που προσομοιάζει στην, επίσης εργαζόμενη στον Λευκό Οίκο, Γουέντι Σμιθ, η οποία είναι η επίσημη συνοδός του «wunderkind» του επιτελείου του Κλίντον. Αν ο Στεφανόπουλος απολαμβάνει αυτή την εποχή τη Νέα Υόρκη και προσπαθεί να «αποσυμπιεσθεί» (η αδρεναλίνη από τις ημέρες δόξας μαζί με τον Τζέιμς Κάρβιλ που απαθανατίστηκαν στο ντοκιμαντέρ «The War Room» ή από τις ημέρες της 13ωρης εργασίας και των 50 τηλεφωνημάτων στον Λευκό Οίκο ανήκουν στο παρελθόν), το μέλλον δεν είναι υποχρεωτικά εύκολο: όπως επισημαίνουν οι σχολιαστές, η μετάβαση των πολιτικών συμβούλων στο πολιτικό προσκήνιο είναι δύσκολη και σπανίως επιτυχημένη ­ όπως φάνηκε, παραδείγματος χάριν, και με την περίπτωση του στελέχους του επιτελείου του Τζον Κένεντι, Τεντ Σόρενσεν. Θα πολιτευθεί ο Στεφανόπουλος; Στην πολιτεία του Οχάιο όπου μεγάλωσε θα τον ήθελαν υποψήφιο για τη Γερουσία το 1998· ο ίδιος θεωρεί την κίνηση πρόωρη.


Ο Στεφανόπουλος μπορεί να είναι ο πλέον «ορατός» δεν είναι όμως ο μόνος Ελληνας που κινείται με επιτυχία στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον. Από το νέο επιτελείο του Λευκού Οίκου υπό τον προσωπάρχη Ερσκιν Μπόουλς δεν απουσιάζουν, όπως έχει επισημανθεί, τα ελληνικής καταγωγής στελέχη όπως οι Σίλβια Μάθιους, Βικτόρια Ραντ και Τζον Ποντέστα, ενώ ελληνικής καταγωγής είναι και η Ελέιν Τσόχας, διευθύντρια του γραφείου της υπουργού Εξωτερικών Μάντλιν Ολμπράιτ. Ουδείς όμως εξ αυτών φαίνεται προς το παρόν να διαθέτει τη χαρισματικότητα και την ευρύτερη απήχηση του Στεφανόπουλου. Στην αμερικανική πρωτεύουσα το ελληνικό στοιχείο εκπροσωπείται από γερουσιαστές όπως ο Πολ Σαρμπάνης των Δημοκρατικών και η Ολυμπία Σνόου των Ρεπουμπλικανών αλλά και αντιπροσώπους στο Κογκρέσο όπως ο Μάικλ Μπιλιράκης (Φλόριδα), ο Τζορτζ Γκέκας (Πενσυλβάνια) και ο Μάικλ Πάππας (Νιου Τζέρσι) που είναι Ρεπουμπλικανοί, καθώς και ο Ρον Κλινκ (Πενσυλβάνια) που είναι Δημοκρατικός.


Ο απόφοιτος της Οξφόρδης


Η επιτροπή του Κογκρέσου που ζήτησε την παύση του Ρίτσαρντ Νίξον για «παρεμπόδιση της δικαιοσύνης» στις 27 Ιουλίου 1974, προκαλώντας την παραίτησή του, έγραψε ιστορία. Μέλος της και συντάκτης του πορίσματός της ήταν ο σημερινός γερουσιαστής Πολ Σαρμπάνης. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου Πρίνστον, Rhodes Scholar στην Οξφόρδη (όπως ο Μπιλ Κλίντον αλλά και ο Τζορτζ Στεφανόπουλος) όπου γνώρισε την αγγλίδα σύζυγό του και απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο Σαρμπάνης εξελέγη για πρώτη φορά στο Κογκρέσο το 1970 και είναι ενδεικτικό παράδειγμα της «εκτόξευσης» των απόδημων Ελλήνων. Ανθρωπος κατά γενικήν ομολογία ευφυέστατος ο Σαρμπάνης θεωρείται πολιτικός σοβαρός και διακριτικός, που αποφεύγει τους εντυπωσιασμούς και μένει σε απόσταση από τα media. Παρά τις προσπάθειές τους οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν καταφέρει να εκπορθήσουν την πολιτεία του Μέριλαντ όπου εκλέγεται από το 1976. Προοδευτικός, θεωρείται ότι βρίσκεται κοντά στον πρόεδρο Κλίντον και κρίνεται ως ο εκλεγμένος έλληνας πολιτικός με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Ουάσιγκτον.


Στην Ουάσιγκτον δεν δραστηριοποιούνται μόνο εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του αμερικανικού εκλογικού σώματος αλλά και παράγοντες ή «lobbyists» όπως ο Ευγένιος Ρωσσίδης, ο Αντι Μάνατος ή ο Τομ Κορολόγος, του οποίου οι προσβάσεις είναι στους Ρεπουμπλικανούς. Τα γεγονότα της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974 λειτούργησαν ως καταλύτης πολιτικής αφύπνισης των Ελλήνων της Αμερικής, των οποίων η δραστηριοποίηση είχε αποτέλεσμα το εμπάργκο και στη συνέχεια το «7 προς 10» στην παροχή αμυντικής βοήθειας. Ποιες είναι όμως σήμερα οι δυνατότητες των Ελλήνων της Ουάσιγκτον να δράσουν υπέρ της Ελλάδας; Οπως επισημαίνει ένας έλληνας παρατηρητής στην Ουάσιγκτον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, παρά την καλή τους θέληση, οι Ελληνες της Αμερικής που δραστηριοποιούνται στην πολιτική είναι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του αμερικανικού εκλογικού σώματος και όχι εντεταλμένοι εκφραστές των συμφερόντων της Ελλάδας. Η κατηγορία ότι η ελληνική καταγωγή τους επηρεάζει την κρίση τους και ότι λειτουργούν ως εθνικό lobby ενδέχεται να τους καταστήσει πολιτικά ευάλωτους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι αυτή τη γραμμή είχε επιλέξει το καλοκαίρι του 1974 ο τότε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Χένρι Κίσινγκερ καταλογίζοντας στα ελληνικής καταγωγής μέλη του Κογκρέσου (όπως οι Τζον Μπραδήμας, Πολ Σαρμπάνης, Πίτερ Κύρος, Γκας Γιάτρον και Σκιπ Μπάφαλης) που είχαν πρωτοστατήσει στην επιβολή του εμπάργκο ότι οι πρωτοβουλίες τους ήταν σε βάρος του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος.


Ετσι οι έλληνες πολιτικοί της Ουάσιγκτον σχοινοβατούν συχνά ανάμεσα στην επιθυμία τους να βοηθήσουν την Ελλάδα και στον κίνδυνο να δεχθούν την κατηγορία ότι ασκούν τα λεγόμενα «ethnic politics». Οπως εξηγεί χαρακτηριστικά ο κ. Ιωάννης Συντιλίδης, διευθυντής του Western Policy Center στην Καλιφόρνια, ενός κέντρου που ασχολείται με θέματα πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, «αν οι Ελληνοαμερικανοί εργασθούν αποκλειστικά και μόνο για το συμφέρον της Ελλάδας, αυτό θα πλήξει την αξιοπιστία τους». Το Western Policy Center, που ιδρύθηκε και υποστηρίζεται οικονομικά από τον επιχειρηματία Αντζελο Τσακόπουλο, αποσκοπεί να ασκήσει επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το υπουργείο Αμυνας ή το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, όπου οι ελληνικές προσβάσεις είναι μειωμένες· στόχος να πεισθούν οι αμερικανοί «policy makers» ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή ταυτίζονται. Ο κ. Συντιλίδης εκτιμά ότι «ως τώρα οι προσπάθειες είχαν επικεντρωθεί στο Κογκρέσο» με μέσο επιρροής την οικονομική υποστήριξη της προεκλογικής εκστρατείας των μελών του και μοχλό πίεσης την ψήφο της ελληνοαμερικανικής κοινότητας. Από τη συζήτηση για τη θεσμική ελληνική εκπροσώπηση στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί να απουσιάζει πάντως μνεία των αλλαγών που σημειώθηκαν πρόσφατα στην ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, που συνιστά παραδοσιακά παράγοντα συσπείρωσης και δίκτυο επαφής της ελληνικής ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες: μετά από μια 35ετία τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο διαδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων.


Μια βραδιά στον Λευκό Οίκο


Η βραδιά ήταν ανοιξιάτικη, αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος ευφορίας. Με την ευκαιρία της επίσκεψης του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, ο Πρόεδρος Κλίντον και η σύζυγός του Χίλαρι παρέθεταν επίσημο δείπνο. Η συνύπαρξη των δύο Στεφανόπουλων, του χαρισματικού συμβούλου του τελούντος χρέη οικοδεσπότη αμερικανού Προέδρου και του έλληνα Προέδρου, έδωσε αφορμή για χαριτολογήματα. Ο Τζορτζ Στεφανόπουλος όμως και, κατ’ επέκταση, οι Ελληνοαμερικανοί της πολιτικής δεν ήταν οι μόνοι παρόντες: η λίστα των προσκεκλημένων θα μπορούσε να αποτελεί ένα είδος «who is who» των επιτυχημένων της ελληνικής ομογένειας, αν δεν ελάμβανε κανείς υπόψη του ότι η πλάστιγγα έγερνε αναγκαστικά (αν και όχι αποκλειστικά) υπέρ των φίλα προσκείμενων στους Δημοκρατικούς και στον Κλίντον.


Εκτός από τη φάβα, το αρνάκι, το κεφαλοτύρι και τον μπακλαβά που σερβιρίστηκαν σε εξαμερικανισμένη εκδοχή, αξιοσημείωτες ήταν και κάποιες επιχειρηματικές παρουσίες. Πλάι στον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο, τον τότε υπουργό Παιδείας Γιώργο Παπανδρέου και τον έλληνα πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον Λουκά Τσίλα, πλάι στον πρόεδρο του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού Αντριου Αθενς, τον ομότιμο πρόεδρο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Τζον Μπραδήμα, τον πρώην κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Μάικλ Δουκάκη και τον δημοσιογράφο Νίκολας Γκέιτζ, βρίσκονταν ο Τεντ Αθανασιάδης της Metropolitan Life Insurance, ο «βασιλιάς των σουπερμάρκετ της Νέας Υόρκης» Τζον Κατσιματίδης, ο Γουίλιαμ Σταυρόπουλος της Dow Chemical και βεβαίως ο Αντζελο Τσακόπουλος της ΑΚΤ Development.


«Η ωραιότερη στιγμή της ζωής μας…»


Ο Τσακόπουλος έμελλε να βρεθεί ξανά στις στήλες των εφημερίδων λίγους μήνες αργότερα, με τρόπο που συμβόλιζε (έστω και αμφίσημα) την οικονομική ισχύ των Ελλήνων της Αμερικής. Ο καλιφορνέζος επιχειρηματίας διανυκτέρευσε μαζί με τη σύζυγό του Σοφία στο υπνοδωμάτιο Λίνκολν του Λευκού Οίκου μετά το δείπνο προς τιμήν του Προέδρου Στεφανόπουλου. Βεβαίως δεν ήταν ο μόνος που φιλοξενήθηκε στον Λευκό Οίκο το 1996. Η δημοσιοποίηση της μετατροπής του Λευκού Οίκου σε «ξενοδοχείο» από τον Κλίντον, εις όφελος εκείνων που ενίσχυσαν γενναία την εκστρατεία του στις εκλογές του περασμένου φθινοπώρου, συζητείται ήδη ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πάντως ο έλληνας επιχειρηματίας λέγεται ότι συνεισέφερε 165.000 δολάρια υπέρ της εκστρατείας του Δημοκρατικού Κόμματος το έτος των εκλογών.


Ερωτηθείς για τη διαμονή του στην Πενσυλβάνια Αβενιου ο ηλικίας 61 ετών Τσακόπουλος χαρακτήρισε το στρώμα του κρεβατιού «πολύ αναπαυτικό», δηλώνοντας στους δημοσιογράφους: «Προσκληθήκαμε να περάσουμε τη νύχτα στον Λευκό Οίκο, κάτι που ήταν φυσικά τιμή για μας»· και προσέθεσε: «Ηταν μια από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας». Αν σκεφθεί κανείς ότι μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες στα 15 του χρόνια και άρχισε να αποκομίζει τα προς τα ζην γυαλίζοντας παπούτσια στο Σικάγο, μπορεί να εκτιμήσει την ικανοποίηση του Τσακόπουλου, ο οποίος ζει στο Σακραμέντο και είναι σήμερα ένας από τους μεγιστάνες του κτηματομεσιτικού τομέα. Ο έλληνας επιχειρηματίας έχει όμως κατ’ επανάληψιν ενισχύσει πολιτικούς ­ όχι μόνο τον Κλίντον (που είχε δειπνήσει το 1994 στην κατοικία του Τσακόπουλου στο Σακραμέντο) ή τον Δημοκρατικό γερουσιαστή της Νεμπράσκα Μπομπ Κέρι, αλλά και έλληνες πολιτικούς όπως ο Μάικλ Δουκάκης και ο Πολ Σαρμπάνης.


Μιλώντας προς «Το Βήμα» από το Σακραμέντο της Καλιφόρνιας ο Αντζελο Τσακόπουλος παραδέχθηκε ότι, αν είχε μείνει στην Ελλάδα, δεν θα είχε μπορέσει να φτάσει τόσο ψηλά. «Είναι πολύ δύσκολο για ένα φτωχό παιδί να ανεβεί ψηλά γιατί οι άνθρωποι έχουν την τάση να βλέπουν ο ένας τον άλλο μέσα από στερεότυπα». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεχίζει, «δεν υπάρχουν όρια: πας τόσο ψηλά όσο μπορείς»· άλλωστε η Αμερική «είναι ανοιχτή σε αυτούς που θέλουν να εργασθούν και φιλική προς τους ξένους». Ο έλληνας επιχειρηματίας σηκώνεται κάθε ημέρα στις 5.30 το πρωί, κάνει τη γυμναστική του και μετά πηγαίνει στο γραφείο του. Αν και επισημαίνει ότι «η Αμερική ταιριάζει στους Ελληνες», ομολογεί ότι η Ελλάδα τού λείπει ­ όπως λέει χαρακτηριστικά, «την λαχταρά».


Ιδιοκτήτες αθλητικών ομάδων


Το προφίλ των επιτυχημένων ελλήνων επιχειρηματιών της Αμερικής δεν είναι δεδομένο. Ο βιοχημικός και γιατρός Ρόι Βάτζελος έγινε στα 45 του χρόνια από πανεπιστημιακός ερευνητής διευθυντής της εταιρείας Merck την οποία μετέτρεψε σε φαρμακευτικό κολοσσό, με αποτέλεσμα να θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο επιτυχημένους μάνατζερ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αξίζει να σημειώσει κανείς ότι οι γονείς τού Βάτζελος είχαν ένα μικρό εστιατόριο στο Νιου Τζέρσι, κοντά στα εργαστήρια της Merck, όπου γευμάτιζαν αρκετοί από τους ερευνητές της εταιρείας και ο μικρός Ρόι με την αδελφή του τελούσαν χρέη σερβιτόρων. Ποιος θα το πίστευε ότι, πολλά χρόνια αργότερα, ο μικρός Ρόι, επιτυχημένος πια ερευνητής, θα έπαιρνε το τιμόνι της Merck και θα άλλαζε την τύχη της;


Αρκετοί πάντως ελληνοαμερικανοί μεγιστάνες συμμορφώνονται με τα πρότυπα των εν Ελλάδι οικονομικών παραγόντων και γίνονται (τι άλλο;) ιδιοκτήτες αθλητικών ομάδων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, στη μεν Δυτική Ακτή ο Αλεξ Σπάνος, ιδιοκτήτης της ομάδας αμερικανικού φούτμπολ San Diego Chargers, που δοξάστηκε το 1995 όταν έφθασε στον τελικό, το Super Bowl, και στην Ανατολική Ακτή ο Πίτερ Αντζελο, ιδιοκτήτης της ομάδας μπέιζμπολ Baltimore Orioles, ο οποίος ήταν παρών και στο επίσημο δείπνο του Μαΐου προς τιμήν του Προέδρου Στεφανόπουλου. Πολυεκατομμυριούχος, ιδιοκτήτης τεχνικών εταιρειών και αυτοδημιούργητος ο Σπάνος (που έχει έλθει στην Ελλάδα προσκεκλημένος του Ανδρέα Παπανδρέου στα χρόνια της δεκαετίας του ’80) έχει κατά καιρούς ενισχύσει και αυτός οικονομικά πολιτικούς. Ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Πιτ Γουίλσον, που κάθησε δίπλα του στον τελικό του 1995, είχε λάβει από τον Σπάνος περισσότερα από 400.000 δολάρια για τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας του.


Τα κύματα


της διασποράς


Εχουν επιρροή οι Ελληνες των Ηνωμένων Πολιτειών; Η απαρίθμηση επιφανών προσώπων είναι μια ένδειξη της ισχύος της ελληνικής ομογένειας ­ η οποία όμως δεν είναι μετρήσιμη. Ασφαλέστερο θα ήταν να παρατηρήσει κανείς ότι η δύναμη των Ελλήνων της Αμερικής είναι δυσανάλογη του αριθμού τους. Πόσοι είναι οι Ελληνες των Ηνωμένων Πολιτειών; Σύμφωνα με τα δεδομένα των απογραφών και τα στοιχεία των προξενικών υπηρεσιών, προσεγγίζουν το 1 εκατ. άτομα. Ανεπίσημες ομογενειακές εκτιμήσεις ανεβάζουν τον νούμερο ως και τα 2,6 εκατ. άτομα. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το 1/3 ανήκει στην τρίτη ή στην τέταρτη γενιά. Οπως επισημαίνει ο Τζορτζ Σαββίδης του ομογενειακού οργανισμού ΑΗΕΡΑ, ο υπολογισμός συναρτάται σε ευθεία αναλογία με το πόσο στενή ή πόσο ευρεία έννοια ορίζει κανείς τους Ελληνες των Ηνωμένων Πολιτειών ­ οπότε και ο αριθμός είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος. Από ιστορική άποψη, οι Ελληνες βρέθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στα πλαίσια του δεύτερου και του τρίτου κύματος της ελληνικής διασποράς. Γράφει ο Ι. Κ. Χασιώτης στην «Ιστορία της Ελληνικής Διασποράς» (εκδόσεις Βάνιας): «Υπολογίζεται ότι στην εξηκονταετία μεταξύ του 1880 και του 1940 πέρασαν στις αντίπερα όχθες του Ατλαντικού 512.000 έλληνες μετανάστες».


Από το 1920 και εξής, η έξοδος των Ελλήνων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες γνώρισε κατακόρυφη πτώση εξαιτίας της αμερικανικής νομοθεσίας των «ποσοστώσεων» που είχε αποτέλεσμα οι 28.000 έλληνες μετανάστες του 1921 να έχουν γίνει το 1924 μόλις 100. Η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται μετά τον πόλεμο: «Μεταξύ των ετών 1948 και 1951 η αμερικανική κυβέρνηση έδωσε αρκετές χιλιάδες άδειες εγκατάστασης σε Ελληνες που προέρχονταν από την Αλβανία και τη Ρουμανία με βάση ειδική απόφαση του 1948 για τους εκπατριζόμενους από τις χώρες που περνούσαν υπό κομμουνιστικά καθεστώτα (Displaced Persons Act)». Χάρη σε αυτή τη διάταξη βρέθηκαν και οι βορειοηπειρώτες γονείς του Τένετ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεγάλο κύμα μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες σημειώνεται και τη δεκαπενταετία μεταξύ 1965 και 1980, όταν δόθηκε άδεια εισόδου στους συγγενείς των μεταναστών. Σύμφωνα πάντως με ορισμένους υπολογισμούς, ο αριθμός των ελλήνων αποδήμων στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1946 ως το τέλος της δεκαετίας του ’70 προσεγγίζει τα 200.000 άτομα.


Το πάθος για την παιδεία


Οπως επισημαίνει ο Ι. Κ. Χασιώτης, στην περίπτωση των ελλήνων μεταναστών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες «έχουμε να κάνουμε με ένα ανθρώπινο υλικό που για αρκετό χρονικό διάστημα δεν κατόρθωσε να απογειωθεί από την αρχική προλεταριακή αφετηρία του». Οι μετανάστες «απασχολούνταν σε εργασίες χωρίς προοπτικές, ως ανειδίκευτοι εργάτες αρχικά στα εργοτάξια της εταιρείας της διώρυγας του Παναμά και στη συνέχεια στα ορυχεία των κεντροδυτικών Πολιτειών, κυρίως του Κολοράντο και της Γιούτα, και στις κατασκευές των σιδηροδρομικών γραμμών της αμερικανικής Δύσης στην Καλιφόρνια, για να μην επαναλάβουμε εδώ τα γνωστά επαγγέλματα «του ποδαριού» στα στιλβωτήρια, στα εστιατόρια, στα υπαίθρια ανθοπωλεία κλπ. των μεγάλων αστικών κέντρων, κατά κανόνα της Νέας Υόρκης και του Σικάγου».


Αν το ξεκίνημα ήταν αργό, η εξέλιξη υπήρξε ταχύτερη. Αν οι πρώτες γενιές μεταναστών έμειναν εστιάτορες ή έγιναν κτηματομεσίτες, τα παιδιά τους «εκτοξεύθηκαν» χάρη στον καταλύτη της εκπαίδευσης. Ο αναπληρωτής καθηγητής ελληνικών σπουδών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο Γρηγόρης Τζουσδάνης υπενθυμίζει την εμμονή των Ελλήνων (όπως και των Εβραίων) στην εκπαίδευση. Οι μετανάστες έφεραν μαζί τους το πάθος της νεότερης Ελλάδας για την παιδεία που έχει επισημάνει στις μελέτες του ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Ετσι η δεύτερη γενιά Ελλήνων της Αμερικής βρέθηκε τάχιστα από τα «diners» ή τα «coffee-shops» στην αρένα των επαγγελμάτων: δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι καριέρας.


«Σπουδάζουν για να γίνουν κάτι»


Εν τούτοις οι Ελληνες, όπως επισημαίνει ο Τζουσδάνης, «σπουδάζουν για να γίνουν κάτι», για να εξασφαλίσουν δηλαδή καλή εργασία· οι σπουδές αφεαυτές δεν αποτελούν δέλεαρ. Κοντολογίς, πρότυπο των Ελλήνων της Αμερικής είναι ο επιτυχημένος επαγγελματίας, όχι ο διανοούμενος ­ παρατήρηση που μοιράζεται και ο Στάθης Καλύβας, επίκουρος καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Ο Καλύβας παρατηρεί χαρακτηριστικά ότι το ενδιαφέρον των ελληνοαμερικανών φοιτητών για διδακτορικές διατριβές και έρευνα είναι σχετικά μειωμένο ­ και ότι οι διδάσκοντες στα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι σε πλείστες των περιπτώσεων Ελληνες που προέρχονται από την Ελλάδα και όχι Ελληνες της Αμερικής. Η ελληνοαμερικανική κοινότητα δεν έχει ακαδημαϊκή παράδοση ­ εν αντιθέσει προς τους Εβραίους ­, φαίνεται δε να απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο. Η ροπή προς τα επαγγελματικά πρότυπα φαίνεται και από το γεγονός, που είχε επισημάνει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο αμερικανός νεοελληνιστής Εντμουντ Κίλι, ότι οι εύποροι Ελληνοαμερικανοί δεν ενδιαφέρονται να ενισχύσουν οικονομικά τις ελληνικές σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν αναλογισθεί κανείς την οικονομική υποστήριξη του Τσακόπουλου στο Βρυώνειο Κέντρο στην Καλιφόρνια, η κατάσταση αυτή έχει αρχίσει να μεταβάλλεται.


Εύλογο είναι, τέλος, το ερώτημα αν η επιτυχία των Ελλήνων της Αμερικής μπορεί να σημαίνει κάτι για την Ελλάδα. Με την εξαίρεση της ακαδημαϊκής κοινότητας, που αποτελείται κυρίως από εκπατρισμένους έλληνες επιστήμονες, οι Ελληνοαμερικανοί που προοδεύουν επαγγελματικά είναι συνήθως δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Η επιτυχημένη ένταξη συνδυάζεται με τη χαλάρωση των δεσμών με την Ελλάδα, ενώ μητρική γλώσσα είναι πλέον η αγγλική. Είναι όμως αυτό πραγματικά πρόβλημα; Αν οι μετανάστες της πρώτης γενιάς μένουν καμιά φορά μετέωροι ανάμεσα σε δύο χώρες, αυτή που άφησαν και αυτή στην οποία μετώκησαν, τα παιδιά τους ανακαλύπτουν σε πολλές περιπτώσεις ξανά την Ελλάδα, βλέποντας την με καθαρό μάτι και χωρίς προκαταλήψεις, ως μια χώρα από την οποία προέρχονται οι γονείς τους και όχι ως μια χώρα που η οικονομική της καχεξία τούς υποχρέωσε σε ξενιτεμό. Ισως χάρη σε αυτές τις προϋποθέσεις να δημιουργηθεί το οικουμενικό «ελληνικό δίκτυο» το οποίο οραματίζονται ο Μάικλ Δερτούζος και ο Νίκολας Νεγκροπόντε. Το ελληνικό έθνος


και το ελληνικό δίκτυο



Το φθινόπωρο του 1995 το Πανεπιστήμιο Πρίνστον ξεκίνησε σειρά εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 250 χρόνων από την ίδρυσή του. Στο επίκεντρο αυτών, το πρώτο Σαββατοκύριακο του Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς ο καθηγητής της φιλοσοφίας και πρόεδρος του συμβουλίου ανθρωπιστικών σπουδών του Πανεπιστημίου Αλέξανδρος Νεχαμάς, ο οποίος παρουσίασε στους αποφοίτους τη συγγραφέα Τζόις Κάρολ Οουτς που διδάσκει «δημιουργικό γράψιμο» στο Πρίνστον και πραγματοποίησε σχετική ομιλία. Χαρισματικός και προσηνής ο Νεχαμάς, που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε, είναι ένας από τους Ελληνες που ευδοκιμούν στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Δεν είναι φυσικά ο μόνος, μπορεί κανείς να αναφέρει ενδεικτικά τον μαθηματικό Δημήτρη Χριστοδούλου, τους βυζαντινολόγους Σπύρο Βρυώνη και Αγγελική Λαΐου και, ασφαλώς, τους αστέρες του ΜΙΤ και προφήτες του ψηφιακού κόσμου που έρχεται Μάικλ Δερτούζο και Νίκολας Νεγκροπόντε.


Ο Μάικλ Δερτούζος είναι επικεφαλής του Laboratory for Computer Science στο ΜΙΤ από το 1974. Μέλος της επιτροπής που σχεδίασε ξανά τα συστήματα πληροφορικής του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ και μέλος της αντιπροσωπείας των Ηνωμένων Πολιτειών στο G7 του 1995, είναι σύμβουλος της επιτροπής που έχουν συστήσει οι Κλίντον και Γκορ για θέματα τεχνολογικής υποδομής. Ο Δερτούζος είναι ένας από τους οραματιστές που μιλούν για τον επερχόμενη «αγορά της πληροφορίας». Ηδη από το 1975, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «People», είχε προβλέψει ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ένα στα τρία ή τέσσερα σπίτια θα διαθέτει προσωπικό υπολογιστή. «Για μένα» παρατήρησε σε μια δημόσια συζήτηση «το κύριο χαρακτηριστικό της εγκατάστασης ενός πραγματικού δικτύου πληροφορικής είναι η συρρίκνωση της γεωγραφικής απόστασης και η κατάργηση των πολιτικών διαχωρισμών. Αναλογισθείτε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Εγώ είμαι Ελληνας. Υπάρχουν 9 εκατ. Ελληνες στην Ελλάδα, 2 εκατ. στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, 1 εκατ. στην Αυστραλία, μερικά εκατομμύρια ακόμη σε άλλα μέρη του κόσμου. Ισως να μην μπορεί να γίνει λόγος πλέον για ελληνικό έθνος, αλλά για ελληνικό δίκτυο».


«Ζώντας ψηφιακά»


Ελληνικής καταγωγής είναι και ένας άλλος από τους γκουρού του «ψηφιακού κόσμου», ο ιδρυτής και επικεφαλής του Media Lab στο ΜΙΤ Νίκολας Νεγκροπόντε. Γόνος εφοπλιστικής οικογενείας, μεγαλωμένος στην Ελβετία, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, η φυσιογνωμία του Νεγκροπόντε είναι σχεδόν συνώνυμη με το μέλλον. Το βιβλίο του «Ζώντας ψηφιακά» έγινε παγκόσμιο best seller, ενώ η στήλη του στην ακροτελεύτια σελίδα του περιοδικού «Wired» μετρά ανάμεσα στους φανατικούς αναγνώστες της από τον αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αλ Γκορ ως 12χρονους και 13χρονους μαθητές που στέλνουν στον Νεγκροπόντε e-mail και του ζητούν να τους βοηθήσει στα μαθήματά τους.


Ταξιδεύοντας συνεχώς, σε διαρκή επαφή με τον κόσμο των επιχειρήσεων (που έχει επιδοτήσει πλουσιοπάροχα το Media Lab) και επικοινωνώντας σχεδόν αποκλειστικά με e-mail o Νεγκροπόντε είναι ο κατ’ εξοχήν διανοούμενος του 21ου αιώνα· ενός αιώνα που, σύμφωνα με την έκφρασή του, θα τον αντιλαμβανόμαστε ως σύνολο όχι ατόμων αλλά «bits», μονάδων πληροφορίας. Για τον Νεγκροπόντε, «η πληροφορική είναι τρόπος ζωής». Οπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Δερτούζου, η Ελλάδα δεν απουσιάζει από τους στοχασμούς του. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του «Ζώντας ψηφιακά» διαδραματίζεται στην Πάτμο, όπου ο Νεγκροπόντε διατηρεί ένα σπίτι. Με αφορμή τον προβληματισμό του φαρμακοποιού του νησιού, που φοβάται ότι ο γιος του θα ξενιτευθεί, ο Νεγκροπόντε κοιτάζει το ζήτημα της μετανάστευσης με το αισιόδοξο πρίσμα της πληροφορικής: χάρη στο δίκτυο δεν θα χρειάζεται κανείς να εκπατρισθεί αφού θα μπορεί να δουλεύει από το σπίτι του. Ξάφνου έχει κανείς την αίσθηση ότι ο κύκλος της αποδημίας των Ελλήνων έχει κλείσει με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο αδελφός του Νίκολας Νεγκροπόντε, Τζων, που είναι διπλωμάτης, προορίζεται για διάδοχος του κ. Τόμας Νάιλς για τη θέση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα.


«Brain drain» α λα ελληνικά


Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ότι αποτελείται κατά πλειοψηφία από Ελληνες που έχουν εκπατρισθεί τις τελευταίες δεκαετίες ­ και όχι από Ελληνοαμερικανούς δεύτερης γενιάς. Πρόκειται για τη λεγόμενη «εκπαιδευτική μετανάστευση» που άρχισε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 και επιτάθηκε την εποχή της δικτατορίας. Αιτίες του εκπατρισμού των ελλήνων επιστημόνων ήταν, από το ένα μέρος, οι δυσμενείς συνθήκες στην Ελλάδα (δεν υποδεχόταν εύκολα στον ακαδημαϊκό χώρο τους έλληνες φοιτητές της Αμερικής) αλλά και η συνειδητή μεταπολεμική προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να απορροφήσουν ικανούς επιστήμονες από το εξωτερικό ­ κοινώς, υπάρχει και μια ελληνική εκδοχή του περίφημου «brain drain», της διαρροής εγκεφάλων.


Είναι οι επιστήμονες της Αμερικής χαμένο κεφάλαιο για την Ελλάδα; Ο Αλέξανδρος Νεχαμάς επισημαίνει ότι η επαφή της ελληνικής και της αμερικανικής πανεπιστημιακής κοινότητας είναι στενότερη τα τελευταία χρόνια· η βελτίωση των συνθηκών στην Ελλάδα έχει μειώσει και τον αριθμό αυτών που φεύγουν να σπουδάσουν στην Αμερική και μένουν εκεί. Για τους ξενιτεμένους επιστήμονες, η άλλη όψη της λαμπρής ακαδημαϊκής καριέρας είναι πάντως «πικρή», όπως λέει ο Νεχαμάς, αφού ο εκπατρισμός είναι ένα είδος ψυχικού ακρωτηριασμού: «Αν η παιδεία σου είναι ελληνική, και η ψυχή σου είναι ελληνική». Με την εξαίρεση της Modern Greek Studies Association (που αφορά όμως κυρίως αυτούς που καταγίνονται με τις ελληνικές σπουδές) δεν είναι, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, ιδιαίτερα στενές οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων που σταδιοδρομούν στον αμερικανικό πανεπιστημιακό χώρο, καθώς οι περισσότεροι είναι απορροφημένοι στην προσωπική καριέρα και στον κλάδο τους.


Να γίνει ιδιωτικός ο ΟΤΕ!


Εστω κι αν βρίσκονται μακριά, οι έλληνες επιστήμονες της Αμερικής είναι αυτοί που παρακολουθούν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και οξύτερο βλέμμα τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ρωτήσαμε (μέσω e-mail φυσικά) τον Νίκολας Νεγκροπόντε τι θέση έχουν στην «εποχή της πληροφορίας» χώρες που έμειναν στο περιθώριο της βιομηχανικής επανάστασης, όπως η Ελλάδα· η πληροφορική αποτελεί για τη χώρα μας πρόκληση ή τελειωτικό χτύπημα; Η απάντηση ήλθε με e-mail και υποδεικνύει ότι ο Νεγκροπόντε είναι εναργής παρατηρητής της κατάστασης στην Ελλάδα. «Η ψηφιακή εποχή» λέει «είναι ό,τι πρέπει για την Ελλάδα ­ ένα μικρό έθνος που σε γενικές γραμμές διαθέτει κατοίκους με υψηλό βαθμό μόρφωσης και ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. Επιπροσθέτως υπάρχει μία ακόμη σημαντική σύμπτωση, ο οικουμενικός χαρακτήρας τού «να είσαι Ελληνας». Είτε είναι ναυτικοί είτε απόδημοι, το Internet μπορεί να αποτελέσει παγκόσμιο συνδετικό ιστό της ελληνικής κουλτούρας, με τρόπους που στο παρελθόν δεν ήταν δυνατοί. Παραδείγματος χάριν, θα με εξέπλησσε αν η εφημερίδα σας δεν είχε και ηλεκτρονική έκδοση στο World Wide Web. Αν δεν έχει, θα έπρεπε να ντρέπεται. Αν έχει, τότε χωρίς αμφιβολία το αναγνωστικό κοινό βρίσκεται στη συντριπτική του πλειονότητα εκτός Ελλάδας. Είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για ευτυχείς αναγνώστες, που αισθάνονται ακόμη πιο έντονα την ελληνική τους ταυτότητα».


«Ανάμεσα στην Ελλάδα και στην ψηφιακή εποχή» συνεχίζει ο Νεγκροπόντε «βρίσκεται ο ΟΤΕ. Απαιτείται ταχύτατη ιδιωτικοποίηση προκειμένου να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα ανταγωνισμού που θα φέρει ανανέωση των υπηρεσιών και πτώση του κόστους. Εγώ έχω σύνδεση με το Internet στο σπίτι μου στην Πάτμο από το 1983, χάρη στη γενναιόδωρη βοήθεια του ΟΤΕ. Είναι όμως καιρός για αλλαγή. Κάθε παιδί ηλικίας άνω των έξι ετών θα πρέπει να έχει πρόσβαση στο δίκτυο».


«Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι να εντοπίσει μια σειρά «bit» βιομηχανίες που θα δημιουργήσει και χάρη στις οποίες θα μπορέσει να ηγηθεί. Αυτό θα χρειαστεί επιχειρηματικά κεφάλαια και πίστη στους νέους. Θα απαιτήσει επίσης ανοχή απέναντι σε μια αντίληψη του τύπου «ας το δοκιμάσουμε», αντί να συζητούνται τα πάντα μέχρις εξαντλήσεως. Αναλογισθείτε την επιτυχία της Φινλανδίας ­ η κίνηση διά του δικτύου, το «telecommuting», σίγουρα θα απάλυνε το πρόβλημα μόλυνσης που αντιμετωπίζει η Αθήνα».


«Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τον ψηφιακό κόσμο, ακόμη κι αν το ήθελε. Τα παιδιά μπορούν να επιτύχουν την πραγμάτωσή του χωρίς τη συνεισφορά των ενηλίκων. Αυτό που οι ενήλικοι μπορούν να κάνουν είναι να επιταχύνουν την αλλαγή αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες όπως η εισαγωγή υπολογιστών στα δημοτικά σχολεία αμέσως. Δεν υπάρχει άλλη σημαντικότερη επένδυση που μπορεί να γίνει. Τα δισέγγονά μας θα αναρωτιούνται γιατί δεν το κάναμε νωρίτερα». Η Φάρα Φόσετ της δεκαετίας του ’90


Είναι 27 χρόνων και, παρ’ ότι καστανομάλλα, θεωρείται η Φάρα Φόσετ της δεκαετίας του ’90. Ο λόγος για την Τζένιφερ Ανιστον, πρωταγωνίστρια της τηλεοπτικής σειράς «Friends» που κάνει θραύση στις Ηνωμένες Πολιτείες, «it girl» και βαφτισιμιά του Τέλι Σαβάλας (ο οποίος δοξάστηκε παλαιότερα ως αστυνόμος Κότζακ). Η επιτυχία της Ανιστον που εισπράττει 100.000 δολάρια το επεισόδιο παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί συμβολίζει τη διείσδυση των Ελλήνων της Αμερικής στον χώρο της μαζικής κουλτούρας. Δεν είναι η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός της Αμερικής που κερδίζει ευρεία αναγνώριση (είχε προηγηθεί, π.χ., η Ολυμπία Δουκάκη), είναι όμως η πρώτη που ανάγεται σε «sex symbol» με αποτέλεσμα καταιγισμό εξωφύλλων (όπως αυτό του «Rolling Stone» όπου φωτογραφιζόταν ημίγυμνη) και γενικευμένη υστερία.



Η εμφάνιση των Ελλήνων της Αμερικής στο στερέωμα της μαζικής κουλτούρας έχει την έκφρασή της και στα σπορ, με κορυφαίο παράδειγμα τον επιτυχημένο τενίστα Πιτ Σάμπρας. Γόνος ελληνικής οικογενείας με στενούς δεσμούς, ο Σάμπρας κυριαρχεί εδώ και αρκετά χρόνια στα κορτς του τένις. Εκ πρώτης όψεως, η σχέση του με τους γονείς του είναι εκσυγχρονισμένη και ανταποκρίνεται στα πρότυπα σχέσεων του Νέου Κόσμου: ο Σαμ και η Γεωργία Σάμπρας δεν τον ακολουθούν ποτέ στο γήπεδο. Σύντομα όμως αποδεικνύεται ότι ο λόγος είναι διαφορετικός: φοβούνται μήπως του φέρουν γρουσουζιά!


Η ελληνική παρουσία είναι πάντως αξιόλογη και στις σφαίρες της υψηλής τέχνης. Στον εικαστικό χώρο, αρκεί η μνεία του ονόματος του Λουκά Σαμαρά, ενώ θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και τους Στίβεν Αντονάκο και Κρις Γιαννάκο. Τέλος, σε ό,τι αφορά τα γράμματα, αυτός που έχει τις περισσότερες πιθανότητες για διεθνή σταδιοδρομία και διάκριση είναι ο Τζέφρι Ευγενίδης. Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Οι αυτόχειρες παρθένοι» είδε το βιβλίο του να γίνεται best seller και να λαμβάνει εύφημο μνεία από τους κριτικούς των μεγάλων εφημερίδων ανά τον κόσμο ­ ακόμη και από την «ξινή» Μισίκο Κακουτάνι των «New York Times». Βοηθούσης της (μητρικής του) αγγλικής γλώσσας ο Ευγενίδης φέρνει ξανά στο προσκήνιο τους Ελληνες της διασποράς, στη λογοτεχνία.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.