Βάρβιτος, πανδουρίδα, τρίγωνο, κέρας, κρόταλα, κύμβαλα… Η μορφή των εγχόρδων, των πνευστών και των κρουστών της ελληνικής αρχαιότητας μας ανάγει, σε ορισμένες περιπτώσεις, στους σημερινούς απογόνους τους ­ η πανδουρίδα, για παράδειγμα, είναι ο πρόγονος του λαούτου, το τρίγωνο της άρπας. Τα ονόματά τους εν τούτοις ηχούν παράξενα στο πρώτο άκουσμα. Οχι όμως για τον κ. Γιώργο Πολύζο.


Γεννημένος και μεγαλωμένος στις Σέρρες ο κ. Πολύζος εγκαταλείπει το 1986 την 25χρονη «θητεία» του στον χώρο του κοσμήματος, για να ασχοληθεί συστηματικά με τη μελέτη, την έρευνα και την κατασκευή μουσικών οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν από τον 7ο ως τον 4ο π.Χ. αιώνα. Αφορμή στάθηκε ένα τυχαίο γεγονός το 1984. «Είχα φτιάξει μια λύρα για να την προσφέρω στον λογοτέχνη και μουσικό Γιώργο Μανιάτη. Αυτός, όμως, αντί να την κρεμάσει στον τοίχο την έδειξε στους μαθητές του στο Ευρετήριο, στο τμήμα του Πολιτιστικού Ομίλου Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών που ασχολείται με τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής και της νεοελληνικής αστικής μουσικής. Ο κορυφαίος από τους κιθαρίστες ανέλαβε να… ειδικευτεί στο να την κρούει».


Από τότε άρχισε να φτιάχνει κάθε χρόνο ένα ή και περισσότερα αρχαία όργανα, καθιερώνοντας ένα είδος «αλληλογραφίας» μουσικής ανάμεσα στη Βόρεια και στη Νότια Ελλάδα. Σήμερα η συλλογή του περιλαμβάνει περισσότερα από 60 κομμάτια και 16 συνολικά είδη, με αρχαιότερο τη φόρμιγγα, το όργανο του έπους. Για την κατασκευή τους χρησιμοποίησε ελεφαντόδοντο, ξύλο, ασήμι αλλά και κέλυφος χελώνας. Για την αναπαράστασή τους άντλησε στοιχεία από αρχαιολογικά ευρήματα, αγγεία του 5ου π.Χ. αιώνα και κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. «Πρόκειται βέβαια για τα βασικά μουσικά όργανα των Ελλήνων της αρχαιότητας. Η έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Υπάρχουν πολλά που αναφέρονται στις πηγές μόνο ονομαστικά, χωρίς να έχουμε κάποιες πληροφορίες για τη μορφή τους», τονίζει ο χειροτέχνης. Τα κομμάτια της συλλογής του προσφέρονται συχνά σε διάφορους ερευνητές της ελληνικής μουσικής και σε πανεπιστήμια, ενώ χρησιμοποιούνται σε μόνιμη πλέον βάση από την ορχήστρα του Ευρετηρίου. «Εγκαινιάσαμε, μεταξύ άλλων, μια αρχαιολογία της ακοής, αναπαράγοντας τον αρχαίο ήχο και καθιστώντας την αρχαία ελληνική μουσική ζωντανή στον τόπο της, μετά από 16 αιώνες. Συνθέσαμε έτσι, σε αρχαία ελληνικά έγχορδα, άσματα του Αρχίλοχου, της Σαπφούς, του Σιμωνίδη και άλλων λυρικών στους μουσικούς τρόπους και στη ρυθμοποιία τους», τονίζει ο κ. Γιώργος Μανιάτης, «ψυχή» του Ευρετηρίου και υπεύθυνος για τη λειτουργία του από το 1967, τη χρονιά της ίδρυσής του.