Ποιος δεν ξέρει την εικόνα του Αϊ-Βασίλη; Του καλοσυνάτου γέροντα με τη μακριά άσπρη γενειάδα που ξεκινάει το ταξίδι του από τον μακρινό Βορρά για να μοιράσει τα δώρα του σε όλα τα παιδιά; Το δυτικότροπο «παραμύθι» του Αϊ-Βασίλη, όσο ωραίο και αν είναι, όσο και αν μεγαλώσαμε μαζί με αυτό, δεν έχει καμία σχέση με τον «Ελληνα Αϊ-Βασίλη», όπως σημειώνει στο «Βήμα» ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας. «Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς μάς δίνουν την εικόνα ενός άλλου, διαφορετικού Αγιου Βασίλη, συνδεδεμένου άρρηκτα με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες, ενώ δεν λείπει και η λόγια πλευρά του» σημειώνει.
Σύμφωνα με τον κ. Λάμπρο Λιάβα, «η λαϊκή παράδοση, που από τις αρχαίες καλένδες – τα κάλαντα πήραν το όνομά τους από τις ρωμαϊκές καλένδες και έλαβαν τη μορφή που συναντάμε σήμερα από τα πρωτοχριστιανικά κιόλας χρόνια – ήθελε την Πρωτοχρονιά ως ημέρα σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς, φόρτισε και τον άγιό της με όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και στις ανάγκες της. Ο Αγιος Βασίλης στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα παρουσιάζεται πολύ συχνά ως γεωργός». Οπως για παράδειγμα συμβαίνει στα κάλαντα που τραγουδούν στη Σούγια, ένα μικρό χωριό της Κρήτης, στο Λιβυκό Πέλαγος, όπου ο Χριστός συνομιλεί με τον Αϊ-Βασίλη.
«Ταχειά ταχειά ν’ αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου, / αύριο ξημερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου. Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήσει / εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες. Τον πρώτο που χαιρέτησε ήτον Αγιο-Βασίλης – Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλό ζευγάρι ν’ έχεις. / – Καλό το λες αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο, / που το ‘βλογά η χάρη σου με το δεξιό σου χέρι, / με το δεξιό με το ζερβό, με το μαλαματένιο. / – Για πες μου Αη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις; / – Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε / ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο σταύλο. / Εθέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια / και τα κορκοσκινίσματα χίλια και πεντακόσια. / Μα τ’ άλλα δεν εμέτρησα γιατί Χριστός επέρνα. / Και κεια που στάθην’ ο Χριστός χρυσό δεντρίν εβγήκεν, / και κεια που μεταπάτησε χρυσό κυπαρισσάκι / πούχε στη μέση το σταυρό και στην κορφή τη βρύση, / στα μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει / – Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη, / μα επά τον έχουν τον υγιό, το μοσκοκανακάρη…». Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου ο Αϊ-Βασίλης δεν πλάθεται στη φαντασία του λαού ως γεωργός αλλά ως σοφός λόγιος, που φέρνει μαζί του τη σοφία της Ανατολής, βλέπουμε να έχει άμεση σχέση με την καρποφορία: «… Εγώ τραγούδια δεν ηξέρω, μόνο γράμματα μαθαίνω. / – Βασίλη, αν ξέρεις γράμματα πες μας τ’ αλφαβητάρι, και στο ραβδί τ’ ακούμπησε να πει τ’ αλφαβητάρι. / Ξερό ‘ταν το ραβδάκι του χλωρά βλαστάρια επέτα, / κι απάνω στα βλαστάρια του βρύσες εκυματούσαν / και κατεβαίναν πέρδικες κι εβρέχαν τα φτερά τους και λούζαν τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο…».
«Οι «μαγικές» αυτές ιδιότητες του ραβδιού του Αϊ-Βασίλη», όπως σημειώνει ο κ. Λάμπρος Λιάβας, «σύμφωνα με ορισμένους παραπέμπουν στο ραβδί του Ααρών της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ κατ’ άλλους στα κλωνάρια που πέταξε η ιερή ελιά της Ακρόπολης αμέσως μετά την πυρπόλησή της από τους Πέρσες, όπως θέλει η παράδοση που διασώζει στα ιστορήματά του ο Ηρόδοτος. Στη Μακεδονία και στη Θράκη υπήρχε το έθιμο να γυρίζει ένα μικρό παιδί στα σπίτια και ν’ αγγίζει με το ραβδί του τη «σούρβα», τους άρρωστους και τα ζώα, έθιμο που παραπέμπει στις λαϊκές αυτές δοξασίες για τον Αγιο Βασίλη και το ραβδί του. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στη Λέσβο όπου γύριζε στα σπίτια ένα «νόρφανο» παιδί («αμφιθαλείς» παίδες των αρχαίων) κρατώντας στα χέρια του την εικόνα του Αγίου, φανάρι με «αμίλητο» φως από την εκκλησία, σταμνί με «αμίλητο» νερό, ρόδι, πορτοκάλι, πρόσφορο, κλαδί ελιάς και πέτρα χορταριασμένη (υλικά που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο συνεχίστηκαν οι αρχαίες προλήψεις και τελετές της ειρεσιώνης)».
Σε ό,τι αφορά το τελετουργικό των ημερών, σε αντίθεση με τ’ άλλα κράτη της Δύσης, στην Ελλάδα δεν περίμεναν δώρα, αλλά άφηναν μέλι και γλυκίσματα για να φιλευτεί ο Αγιος… ο ελληνικός Αϊ-Βασίλης.