Η παράσταση (ξανα)αρχίζει


Είναι γεγονός ότι το μιούζικαλ, είδος που, όπως το γουέστερν, κάποτε εθεωρείτο το «ψωμοτύρι» του Χόλιγουντ, οδηγήθηκε – ακριβώς όπως το γουέστερν – στην παρακμή. Μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970 οι σποραδικές (και νοσταλγικές) αναλαμπές απλώς μας υπενθύμιζαν την ύπαρξή του (κάτι παρόμοιο έχει συμβεί και με το γουέστερν, αν θυμηθούμε μεμονωμένες περιπτώσεις σαν την ταινία «Χορεύοντας με τους λύκους» και τους «Ασυγχώρητους»). Οταν ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος του κινηματογραφικού μιούζικαλ, ο Μπομπ Φόσι, πέθανε το 1987, θαρρείς ότι το είδος στο οποίο διέπρεψε («Sweet Charity», «Καμπαρέ», «Και η παράσταση αρχίζει») πέθανε μαζί του. Ισως να μην είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που η τελευταία – και μάλιστα διθυραμβική, αν κρίνουμε από τις 13 υποψηφιότητες για Οσκαρ που έχει συγκεντρώσει – «επιστροφή» του μιούζικαλ στη μεγάλη οθόνη είναι συνδεδεμένη με το πνεύμα του Φόσι. Το «Σικάγο» του Ρομπ Μάρσαλ, που από προχθές διανέμεται σε πολλές αίθουσες της χώρας μας, είναι μια ταινία στην οποία συνυπάρχουν όλα τα στοιχεία ενός χορταστικού σεναρίου – ίντριγκα, έρωτας, ζήλια, ανταγωνισμός, φιλία – και συνδυάζονται με το υπερθέαμα μουσικής και χορού. Και είναι βεβαίως το «μωρό» του Μπομπ Φόσι. Βασισμένο σε ένα αυθεντικό περιστατικό, το «Σικάγο» ξέφυγε από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων και πέρασε στον χώρο της τέχνης ως θεατρικό έργο το 1926. Σύντομα έγινε δύο φορές ταινία (βωβή το 1927 και ομιλούσα το 1942, με την Τζίντζερ Ρότζερς), ενώ το 1975 ο Τζον Κάντερ, ο Φρεντ Εμπ και ο κορυφαίος σκηνοθέτης και χορογράφος Φόσι το διασκεύασαν σε θεατρικό μιούζικαλ. Η ιστορία της ανερχόμενης τραγουδίστριας Ρόξι Χαρτ, η οποία καταλήγει στη φυλακή κατηγορούμενη για φόνο μαζί με την αντίζηλό της (αλλά και είδωλό της) Βέλμα Κέλι, βρίσκοντας βοήθεια στο πρόσωπο ενός καπάτσου δικηγόρου, είναι εγγυημένη επιτυχία όποτε ανεβαίνει στο θέατρο. Και τώρα, με τους Ρενέ Ζελβέγκερ, Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς και Ρίτσαρντ Γκιρ αντιστοίχως στους παραπάνω ρόλους, απλώνει τα πλοκάμια της και στις αίθουσες των κινηματογράφων.


Αν και στο μιούζικαλ «Ο τραγουδιστής της τζαζ» (1927) του Αλαν Κρόσλαντ η φωνή του Αλ Τζόλσον γράφει ιστορία ως η πρώτη που ακούστηκε στο σελιλόιντ ανοίγοντας το κεφάλαιο «ομιλών κινηματογράφος», οι περισσότερες από τις πρώτες απόπειρες των talkies επάνω στο είδος (από το «Broadway Melody» ως το «Gold Diggers of Broadway») υπήρξαν άτσαλες και απειθάρχητες. Πλήθη ηθοποιών συγκεντρώνονταν απλώς σε μια σκηνή και τραγουδούσαν ή χόρευαν. Αυτός που πρώτος έβαλε τάξη στο είδος ήταν ο Μπάσμπι Μπέρκλεϊ, ήδη έμπειρος σκηνοθέτης θεατρικών μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ. Η καλειδοσκοπική αλλά συγχρόνως στιβαρή ματιά του φάνηκε σε ταινίες που έμελλε να γίνουν κλασικές. Ανάμεσά τους το «Footlight Parade», η «42η οδός» και το «Wonder bar». Συν τοις άλλοις, ο Μπέρκλεϊ βοήθησε στο να καθιερωθούν ηθοποιοί-σύμβολα της εποχής (και όχι απαραιτήτως του μιούζικαλ), όπως η Τζόαν Μπλοντέλ, η Ρούμπι Κίλερ και ο Ντικ Πάουελ.


Την ίδια δεκαετία εμφανίστηκαν αρκετοί σκηνοθέτες για να προσθέσουν τον δικό τους, λιγότερο ίσως φανταχτερό, λίθο στο μιούζικαλ (ο Ερντ Λιούμπιτς και ο Ρούμπεν Μαμούλιαν είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα), αλλά στον περισσότερο κόσμο τα 30s δεν θα πάψουν ποτέ να είναι κυρίως συνδεδεμένα με τα ανάλαφρα, χαριτωμένα (ίσως και λίγο γλυκανάλατα) μιούζικαλ των Φρεντ Αστέρ – Τζίντζερ Ρότζερς, του σημαντικότερου δηλαδή ντουέτου που γέννησε ποτέ το είδος. Οι δύο ηθοποιοί-χορευτές έπαιξαν μαζί σε 10 ταινίες και το «Top Hat» είναι ίσως η καλύτερή τους.


Η συνταγή του ντουέτου


Τη συνταγή του ντουέτου ακολούθησαν και άλλοι, όπως οι Νέλσον Εντι – Τζάνετ Μακ Ντόναλντ σε μια σειρά μελιστάλαχτες οπερέτες (ο Εντι ντυμένος πάντα με τη χαρακτηριστική στολή του καναδού ιππέα) ή το παιδικό ντουέτο των Μίκι Ρούνεϊ – Τζούντι Γκάρλαντ στη σειρά ταινιών «Babes». Αλλωστε το Χόλιγουντ είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά στα μιούζικαλ, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά – η Σίρλεϊ Τεμπλ, η Αλις Φέι, η Σόνια Χένι κ.ά. – να κρατούν στις πλάτες τους ολόκληρες ταινίες. Η Γκάρλαντ, ας μην ξεχνάμε, υπήρξε η πρωταγωνίστρια στον «Μάγο του Οζ», ένα μιούζικαλ που από μόνο του ακόμη και σήμερα παραμένει κεφάλαιο στην αμερικανική ποπ κουλτούρα.


Τη δεκαετία του 1940 τα κινηματογραφικά μιούζικαλ συνέχισαν την επέλασή τους στις οθόνες. Αν οι πολεμικές ταινίες προπαγάνδας γυρίζονταν για να αναπτερώνουν το πεσμένο ηθικό του αμερικανού πολίτη, τα μιούζικαλ ήταν η πραγματική διαφυγή του. Σημαντικοί καλλιτέχνες, όπως ο Ντόναλντ Ο’ Κόνορ, η Ντεάνα Ντέρμπιν και η Γκλόρια Τζιν, έγιναν περισσότερο διάσημοι στην ασημένια οθόνη, ενώ τότε άρχισε να ξεπετιέται για πρώτη φορά και ένα νεαρό αγόρι από το Τζέρσι ονόματι Φρανκ Σινάτρα. Καθόλου άσχημα δεν τα πήγαν επίσης οι Μπιγκ Κρόσμπι Μπομπ Χόουπ παίζοντας μαζί σε πολλά μιούζικαλ «δρόμου» («Road to Rio», «Road to Morocco» κ.ο.κ.). Και ο Τζέιμς Κάγκνεϊ, ένας ηθοποιός ταυτισμένος με το είδος της γκανγκστερικής περιπέτειας, κέρδισε τελικά το Οσκαρ ερμηνείας έχοντας αποδείξει τις ικανότητές του στον χορό και στο τραγούδι με το «Yankee Doodle Dandy».


Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και στις αρχές της αμέσως επομένης ταινίες όπως «Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες» («On the town»), «Ενας Αμερικανός στο Παρίσι» και «Τραγουδώντας στη βροχή» καθιέρωσαν τον Τζιν Κέλι φέρνοντας το μιούζικαλ στο «πικ» της αναλαμπής του, ενώ η πρώην πρωταθλήτρια της κολύμβησης Εστερ Γουίλιαμς έγινε «το αστέρι της πισίνας» παίζοντας σε πολλά «υδρόβια» μιούζικαλ. Από τα μέσα περίπου των 50s όμως το μιούζικαλ άρχισε να φεύγει από τη μόδα και ένας από τους βασικούς λόγους ήταν βεβαίως ο οικονομικός.


Το φαινόμενο και η παρακμή


Την αμέσως επόμενη δεκαετία υπερπαραγωγές όπως «Ωραία μου κυρία», «West Side Story» και «Η μελωδία της ευτυχίας» έγιναν εισπρακτικά φαινόμενα και φορτώθηκαν με βραβεία (όλες απέσπασαν το Οσκαρ καλύτερης ταινίας). Ολες όμως βοηθήθηκαν από τη φήμη και την επιτυχία που είχαν ήδη σημειώσει στο Μπρόντγουεϊ τα έργα στα οποία βασίστηκαν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως οι καρμπόν ταινίες του Ελβις Πρίσλεϊ ή η «Μαίρη Πόπινς»), το Χόλιγουντ είχε πάψει να ασχολείται με τη συγγραφή πρωτότυπων σεναρίων μιούζικαλ. Προτιμούσε τη διασκευή έτοιμου υλικού. Εδώ αξίζει να θυμίσουμε ότι το τελευταίο μιούζικαλ που βραβεύθηκε με το Οσκαρ καλύτερης ταινίας είναι το «Ολιβερ!» (1968) του Κάρολ Ριντ, μια μουσικοχορευτική διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος του Καρόλου Ντίκενς.


Στα 70s το ανάλαφρο και χαρωπό μιούζικαλ ανήκε πλέον στο παρελθόν. Τη θέση του είχε πάρει το «ψαγμένο» μιούζικαλ με ταινίες όπως «Ο βιολιστής στη στέγη» του Νόρμαν Τζούισον, το «Καμπαρέ» του Φόσι, το «Jesus Christ Sυperstar», και πάλι του Τζούισον, και το «Και η παράσταση αρχίζει», το τελευταίο μιούζικαλ που γύρισε ο Φόσι προτού πεθάνει. Το πιο ψυχαγωγικό μιούζικαλ της δεκαετίας είναι το «Γκριζ» (1978) με τον Τζον Τραβόλτα και την Ολίβια Νιούτον Τζον. Από εκεί αρχίζει στην κυριολεξία η αντίστροφη μέτρηση. Η εισπρακτική αποτυχία ταινιών όπως «Annie» (1981) του Τζον Χιούστον, «Absolute beginners» και «Οι πειρατές του Πενζάνσε» σήμανε τη δραματική πτώση του κινηματογραφικού μιούζικαλ, με αποτέλεσμα επί σειρά ετών να εξαφανισθεί εντελώς από τις οθόνες, ως τις ημέρες μας τουλάχιστον. Γιατί, όπως συχνά συμβαίνει, η επιτυχία μιας ταινίας που εντάσσεται σε συγκεκριμένο είδος ανάβει το πράσινο φως για πολλές ακόμη παρόμοιές της, ώσπου να επέλθει και πάλι ο κορεσμός.


Το «Moulin Rouge» και το «Σικάγο» φαίνεται ότι δεν έκαναν παρά την αρχή καθώς πολλές ταινίες μουσικού περιεχομένου βρίσκονται αυτή την εποχή «στα σκαριά». Ανάμεσά τους το «Delovely», μια βιογραφία του Κόουλ Πόρτερ με τον Κέβιν Κλάιν, μια διασκευή του «Καρυοθραύστη» και το «Contact», που βασίζεται στο ομώνυμο χορευτικό μιούζικαλ των Σούζαν Στρόμαν και Τζον Γουάιλντμαν που ανέβηκε με επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ.


12 μελωδικές στιγμές για όλες τις εποχές


«Top Hat» (1935)


Ενα από τα πιο στυλάτα μιούζικαλ των Φρεντ Αστέρ – Τζίντζερ Ρότζερς και εκείνο στο οποίο ακούγεται για πρώτη φορά το «Cheek to cheek», που ακόμη και σήμερα σιγοτραγουδιέται.


«Ο μάγος του Οζ» (1939)


Η Τζούντι Γκάρλαντ ταξιδεύει στη Χώρα των Θαυμάτων προτού ανακαλύψει ότι η ευτυχία βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού της. Ταινία-ορόσημο της αμερικανικής ποπ κουλτούρας.


«Βίρα τις άγκυρες» (1945)


Ο Τζιν Κέλι χορεύει με έναν ποντικό-καρτούν και το θαύμα της τεχνολογίας «παντρεύει» το κινούμενο σχέδιο με τους ζωντανούς ηθοποιούς.


«Τραγουδώντας στη βροχή» (1952)


Οπως έγραψε και ο «New Yorker» το 1975, «ίσως το πιο διασκεδαστικό μιούζικαλ στην ιστορία του κινηματογράφου».


«Οκλαχόμα!» (1955)


Το πιο φιλόμουσο… γουέστερν της ιστορίας των γουέστερν χάρη στα τραγούδια των Οσκαρ Χάμερστιν και Ρίτσαρντ Ρότζερς και στη βραβευμένη με Οσκαρ μουσική επένδυσή του.


«Ο βασιλιάς κι εγώ» (1956)


Ο Γιουλ Μπρίνερ παίζει για μοναδική φορά στον κινηματογράφο τον βασιλιά του Σιάμ, με τον οποίο ταυτίστηκε σε όλη τη διάρκεια της θεατρικής καριέρας του.


«West Side Story» (1961)


Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ τοποθετούνται στις επικίνδυνες αλάνες μιας ρατσιστικής Νέας Υόρκης υπό τους ήχους του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν.


«Moulin Rouge» (2000)


Στην εκπνοή του 19ου αιώνα τα μπαλέτα μιας παρακμιακής Μονμάρτρης συναντούν το «Like a virgin» της Μαντόνα, το «Roxanne» των Police και το «All you need is love» των Beatles.


«Και η παράσταση αρχίζει» (1979)


Ο Μπομπ Φόσι αυτοψυχαναλύεται μέσω του ιλαροτραγικού πορτρέτου ενός αυτοκαταστροφικά καταχρηστικού χορογράφου και σκηνοθέτη του Μπρόντγουεϊ (Ρόι Σάιντερ).


«Καμπαρέ» (1972)


Η Λάιζα Μινέλι κατακτά το Βερολίνο του αντισημιτισμού και των νυχτερινών κλαμπ της δεκαετίας του 1930 κάτω από το έξυπνο (και άγρυπνο) σκηνοθετικό βλέμμα του Μπομπ Φόσι.


«Η μελωδία της ευτυχίας» (1965)


Παίζοντας την καλόγρια που νταντεύει την πολύτεκνη οικογένεια του Κρίστοφερ Πλάμερ η Τζούλι Αντριους, η τελευταία μεγάλη σταρ των μιούζικαλ, κατέκτησε τις καρδιές εκατομμυρίων θεατών.


«Ωραία μου κυρία» (1964)


Στην πληθωρική μουσικοχορευτική διασκευή του «Πυγμαλίωνα» του Μπέρναρντ Σο ο Ρεξ Χάρισον μετατρέπει σε ωραία κυρία την Οντρεϊ Χέπμπορν.